Οι συχνές εκθειαστικές αναφορές διακεκριμένων ξένων μελετητών, αλλά συνάμα και μιας πληθώρας φωτισμένων πολιτικών ηγετών ανά την υφήλιο, στην ευκλεή αρχαιοελληνική μας παράδοση και κυρίως στις περιώνυμες αρετές του αθηναϊκού δημοκρατικού πολιτεύματος ως συντελεστικού παράγοντα αυτοσυνείδησης και πνευματικής ανάτασης ενέβαλαν στο νου μου προβληματισμούς σχετικά με τη διαιώνια λάμψη που εκπέμπει η πολιτική σκέψη των προγόνων μας, όπως αυτή πριμοδοτήθηκε και μνημειώθηκε στα λογοτεχνικά αριστουργήματα της κλασικής εποχής.
Σκοπός της επιφυλλίδας μου δεν είναι βεβαίως να αναλυθώ σε επαίνους και ύμνους για την προδήλως πολύτιμη πατρώα κληρονομιά μας –τέτοια δεν επείγουν τούτην την ώρα, και άλλοι, ειδικότεροι εμού, δικαίως θεωρούνται ικανότατοι στον τομέα αυτόν.
Ας μου επιτραπεί ωστόσο να υπομνήσω εδώ εν συντομία μια έκφανση της αξιοθαύμαστης παράδοσής μας, η οποία μάλιστα αρκετές φορές διαφεύγει την προσοχή μας ή όχι σπάνια παραγνωρίζεται ως έχουσα δευτερεύουσα σημασία. Και όμως η έννοια αυτή διαπνέει ένα τόσο εμβληματικό λογοτεχνικό είδος, όπως είναι αυτό της αττικής τραγωδίας, και συνέχει συνάμα ως κοινός παρονομαστής όλες τις φάσεις εξέλιξης της αθηναϊκής δημοκρατίας. Πρώτος ο διεθνώς καταξιωμένος φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης, εγκρατής γνώστης και αισθαντικός ανατόμος, συν τοις άλλοις, και του αρχαιοελληνικού μας ιδεώδους, έχει υπογραμμίσει με εμφαντικό τρόπο τη θεμελιώδη σημασία του «αυτοπεριορισμού» όχι μόνον ως περιπόθητου postulatum στην άσκηση πολιτικής, αλλά ταυτόχρονα ως αξονικού πυρήνα της ίδιας της τραγικής ποίησης, η οποία εκ παραλλήλου προς την εκκλησία του δήμου και τα λαϊκά δικαστήρια αποτελούσε ακλόνητο θεμέλιο της πόλης-κράτους της αρχαίας Αθήνας.
Η βαθύτατη συνείδηση εκ μέρους κάθε πολίτη ότι ύψιστη επιταγή της δημοκρατίας είναι ακριβώς η ιδέα της αυτοπειθαρχίας, ούτως ειπείν η μύχια συναίσθηση του ανθρώπου ότι πρέπει να κινείται αδιάκοπα εντός συγκεκριμένων ηθικών και κοινωνικών ορίων, τα οποία βεβαίως δεν αποσκοπούν στο να φαλκιδεύσουν τις αναπαλλοτρίωτες ελευθερίες του ατόμου αλλά στο να σφυρηλατήσουν άτρωτη ψυχική υπόσταση και έμπεδη πολιτική ταυτότητα. Αποτελεί λοιπόν πεμπτουσία της δημοκρατίας το πρόταγμα για αυτοεπιβολή και συνακολούθως για αναχαίτιση των φιλέκδικων παθών και των αυτοκαταστροφικών συναισθημάτων –η ηπιότητα και η εγκράτεια ενδυναμώνουν τη δημοκρατική διακυβέρνηση, ενώ η παραφορά και η αχαλιναγωγησία χαρακτηρίζουν τυραννικά καθεστώτα.
Σημαντικότερο μάλιστα προβάλλει στους χαλεπούς καιρούς μας εκείνο το πάντοτε επίκαιρο επίταγμα της αθηναϊκής δημοκρατίας, σύμφωνα με το οποίο μια ευνομούμενη και συντεταγμένη κοινωνία πρέπει να μην πτοείται ουδ’ επ’ ελάχιστον από απρόσμενες οδυνηρές συγκυρίες του βίου και μοιραίες τροπές της τύχης, αλλά αντιθέτως οφείλει, παρά τις αντίξοες αυτές περιστάσεις, να περισυλλέγει με σύνεση και νηφαλιότητα ό,τι πολύτιμο και χρήσιμο μπορεί να διασωθεί και ακολούθως να επιστρατευθεί ολοδύναμα για την οικοδόμηση ενός καλύτερου μέλλοντος. Αποτελεί έλλειψη σοφίας αλλά και ένδειξη πανικού να ερμηνεύουμε σε μια δεδομένη στιγμή την όποια διάψευση των προσδοκιών μας και τη ματαίωση των σχεδιασμών μας ως απόλυτη απαξίωση κάθε μεγάλου ή μικρού επιτεύγματος.
Σκόπιμο κρίνεται να τονίσουμε ότι αυτό ακριβώς το μήνυμα για θυμική αυτοσυγκράτηση ενώπιον έσχατων κινδύνων, καθώς επίσης για άμεση αναστήλωση και ψυχική ανασυγκρότηση, διαπνέει αρκετά δράματα του αθηναϊκού θεάτρου, όπως δείγματος χάριν το γνωστό έργο του Ευριπίδη «Ηρακλής», όπου ο ομώνυμος ήρωας επιστρέφει στην πόλη της Θήβας μετά την επιτέλεση των ένδοξων άθλων του, για να αντικρίσει εμβρόντητος γονυκλινείς στον βωμό του ανακτόρου ως πανάθλιους ικέτες τον πατέρα του, τη σύζυγό του και τους δύσμοιρους γιους του. Ο σφετεριστής του θρόνου Λύκος επιζητεί θρασύτατα τη θανάτωση των επιγόνων του Ηρακλή, καθώς είναι έμφοβος μήπως αυτοί αργότερα επιχειρήσουν να λάβουν εκδίκηση για την επαίσχυντη υφαρπαγή της νόμιμης εξουσίας τους. Η απρόσμενη άφιξη του εύτολμου και υψηλόφρονος Ηρακλή έχει ως αποτέλεσμα την ταπεινωτική εξουδετέρωση του απεχθέστατου Λύκου και τη διάσωση των απελπισμένων ικετών. Με μια βιαιότατη όμως κίνησή της, ωσάν ανηλεής πέλεκυς, η ειμαρμένη θρυμματίζει στο μέσον τη δραματουργική ραχοκοκαλιά του έργου, πυροδοτώντας λυσσώδη παραφορά στον ανυποψίαστο σωτήρα, ο οποίος σε μια κρίση μανικής οργής φονεύει τη γυναίκα του και τα παιδιά του.
Εντυπωσιάζει το γεγονός ότι ο αθηναίος τραγωδιογράφος, εμφορούμενος από αμιγώς δημοκρατικά φρονήματα, τα οποία επιτάσσουν τον αδιάπτωτο αυτοέλεγχο εν ώρα κινδύνου και την εκλεκτική εγκόλπωση κάθε ωφέλιμου στοιχείου, που μπορεί να αναπτερώσει τις ελπίδες και να αναθερμάνει τις απεκδοχές του λαού, επιλογίζει το έργο του όχι με το αυτοκτονικό διάβημα του συντετριμμένου ήρωα, αλλά με τη σωστική και φιλεύσπλαχνη παρέμβαση του Θησέα, αυτού του αρχετυπικού υποδείγματος μιας ελλαδικής πρωτοδημοκρατίας. Ο Ηρακλής αναλαμβάνει άλλη μια φορά τον οπλισμό του και οδεύει περίσκεπτος αλλά εμψυχωμένος προς την Αθήνα.
Υπάρχει επομένως απόλυτη ανάγκη κάποιος να μας υπενθυμίσει ότι υπό το κράτος της απόγνωσης φυλλορροούν οι προσδοκίες και κοχλάζει η αγανάκτηση· όπως όμως διακηρύσσει η αττική τραγωδία, μόνον η δημοκρατική πολιτεία έχει το προνόμιο να περιφρουρεί τα κοινωνικά όρια και να κατευνάζει τον παροξυσμό της οργής. Με άλλα λόγια, η δημοκρατία αποτελεί ανεκτίμητο αλλά εύθραυστο σκεύος για την περισυναγωγή ελπιδοφόρων στιγμών ψυχικής μεταρσίωσης μέσα στη γηράσκουσα κοινωνία μας –είναι κατά μίαν έννοιαν η αιώνια νεότητα της ανθρωπότητας.
Οφείλουμε συνεπώς όλοι μας να επαγρυπνούμε, γιατί δυστυχώς πληθαίνουν γύρω μας οι Λύκοι και λιγοστεύουν επικίνδυνα οι Ηρακλείς.
Ο κ. Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος είναι καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ