Σε μια κανονική χώρα,που οι θεσμοί λειτουργούν και είναι σεβαστοί από όλους ένα μείζον θέμα εξωτερικής πολιτικής, όπως είναι το «Μακεδονικό» δεν γίνεται πεδίο αγοραίας σύγκρουσης και δημαγωγικής αντιπαράθεσης. Η υπεύθυνη κυβέρνηση συζητά και ενημερώνει την υπεύθυνη αντιπολίτευση αναζητώντας πεδία συνεννόησης και συναίνεσης και όχι διχαστικών αντιπαραθέσεων.
Δυστυχώς στη χώρα μας έχουμε καταφέρει όχι απλώς να μην συζητούμε τα αυτονόητα,αλλά να κατεβάζουμε όλο και πιο κάτω τον πήχη της πολιτικής αντιπαράθεσης. Την ώρα που οι διαπραγματεύσεις με τη γειτονική χώρα μπαίνουν σε μια ιδιαίτερα κομβική περίοδο,που θα κρίνει αν μπορεί επιτέλους να λυθεί ένα θέμα που μας ταλανίζει πάνω από 25 χρόνια η κυβέρνηση κάνει ότι μπορεί για να δυναμιτίσει το πολιτικό κλίμα.
Είναι πέραν κάθε δημοκρατικής λογικής ο πρωθυπουργός μετά την ενημέρωση του από τον υπουργό Εξωτερικών να επισκέπτεται τον Αρχιεπίσκοπο για να τον ενημερώσει, ενώ αγνοεί πλήρως τους ηγέτες της αντιπολίτευσης. Το γεγονός δεν είναι τυχαίο φυσικά, αφού από την αρχή των επαφών και των διαπραγματεύσεων η κυβέρνηση επέλεξε να κρατά την αντιπολίτευση στο σκοτάδι και να επιδιώκει μονίμως να ξεπεράσει τα δικά της εσωτερικά προβλήματα με αιχμές και κατηγορίες κατά της αντιπολίτευσης.
Σε ένα κοσμικό δημοκρατικό κράτος η εκκλησία μπορεί να έχει το διακριτό ρόλο της,οι λειτουργοί της να έχουν τις όποιες απόψεις τους, αλλά δεν μπορεί να διεκδικούν ρόλους που δεν της αρμόζουν και δεν της ανήκουν.Ανάλογες παρεμβάσεις τις πληρώσαμε ακριβά στο πρόσφατο παρελθόν,δεν χρειάζεται να τις ξαναζήσουμε.
Είτε αρέσει σε ορισμένους είτε όχι την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας την έχει η πολιτική ηγεσία.Δεν την έχουν ούτε οι ιεράρχες, ούτε ποικιλόχρωμα σωματεία,ούτε σύνδεσμοι οπαδών.Πολύ περισσότερο δεν γίνεται ορισμένοι να χαρακτηρίζονται περισσότερο πατριώτες από τους άλλους και να διεκδικούν να επιβάλλουν τη θέληση τους.
Στην Ελλάδα,όπως έχει επισημανθεί εδώ και καιρό καταναλώνουμε δυστυχώς περισσότερη ιστορία από όση παράγουμε.Εθνική πολιτική δεν γίνεται ούτε με κραυγές, ούτε με σημαίες και ταμπούρλα, αλλά με περισσότερη σύνεση και αυτογνωσία και λιγότερη διχόνοια.
ΤΟ ΒΗΜΑ