Από την αποκατάσταση της δημοκρατίας, το 1974, έως τις ημέρες μας παρατηρείται, κατά περιόδους, ένταση στις σχέσεις μεταξύ Δικαιοσύνης και κυβέρνησης. Αφορμή για την ένταση είναι συνήθως δικαστικές αποφάσεις που κρίνουν ως αντισυνταγματικά νομοθετήματα που ψηφίζει η Βουλή.

Η ένταση οφείλεται, εν πολλοίς, στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος, στο πλαίσιο του οποίου κυβέρνηση και κοινοβουλευτική πλειοψηφία αποτελούν, όπως έχει σημειώσει ο καθηγητής Αρ. Μάνεσης, ένα ισχυρό κέντρο εξουσίας χωρίς θεσμικά αντίβαρα σε πολιτικό επίπεδο. Ετσι, μοναδικό θεσμικό αντίβαρο αναδεικνύεται η Δικαιοσύνη και ειδικότερα στο πεδίο των διοικητικών διαφορών το Συμβούλιο της Επικρατείας. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δημόσιες πολιτικές μπορεί να ακυρωθούν μόνο με προσφυγή στα δικαστήρια, καθώς ούτε η κοινοβουλευτική μειοψηφία ούτε δράσεις τής κοινωνίας των πολιτών ή άλλων φορέων διαθέτουν τέτοια δυνατότητα. Ο συνταγματολόγος και πολιτικός Αλ. Σβώλος τονίζει στο έργο του «Προβλήματα του έθνους και της δημοκρατίας» ότι ο δικαστικός έλεγχος αποτελεί εγγύηση «κατά της απολυταρχίας της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας».
Κάθε κυβέρνηση επιδιώκει την ανεμπόδιστη εφαρμογή των επιλογών της και ως εκ τούτου δικαστικές αποφάσεις που κρίνουν ως αντισυνταγματικά τα νομοθετήματά της θεωρούνται εμπόδια στην ανάπτυξη της πολιτικής της. Στη λογική αυτή, δεν ενδιαφέρουν το περιεχόμενο των αποφάσεων και οι ειδικότερες αιτιολογίες που θεμελιώνουν το διατακτικό, αλλά η κριτική επικεντρώνεται στο αποτέλεσμα.
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, πάντως, η πολιτική εξουσία παρακάμπτει ή ματαιώνει τα αποτελέσματα των δικαστικών αποφάσεων, δημιουργώντας στον πολίτη την πεποίθηση ότι η δικαστική εξουσία δεν μπορεί να εγγυηθεί αποτελεσματικά την προστασία του απέναντι σε παράνομες πράξεις των άλλων δύο πολιτειακών λειτουργιών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ζήτημα της αυθαίρετης δόμησης, για το οποίο έχει εκδοθεί σειρά αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, που έκριναν αντισυνταγματικούς τους περισσότερους νόμους που επιχειρούσαν τη νομιμοποίηση των αυθαιρέτων, χωρίς καμία να εφαρμοστεί από τη νομοθετική και την εκτελεστική λειτουργία. Αλλά και όσον αφορά τις αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας για τις περικοπές των αποδοχών των στρατιωτικών, των καθηγητών πανεπιστημίου ή για τις μειώσεις των συντάξεων, η πολιτική εξουσία δεν έδειξε διάθεση να τις εφαρμόσει πραγματικά. Πέραν δε αυτών των περιπτώσεων, οι πολίτες που δικαιώνονται στα διοικητικά δικαστήρια για υποθέσεις τους σε διάφορα αντικείμενα αντιμετωπίζουν, πολλές φορές, μια διοίκηση απρόθυμη να συμμορφωθεί στις δικαστικές αποφάσεις, με συνέπεια μεγάλες ταλαιπωρίες, ενώ συχνά αναγκάζονται να προσφύγουν εκ νέου στα δικαστήρια.
Σημείο που προκαλεί τριβές μεταξύ κυβερνήσεων και Δικαιοσύνης είναι οι δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται κατόπιν προσφυγών των δικαστών για θέματα αφορώντα την υπηρεσιακή και μισθολογική τους κατάσταση. Κατά το Σύνταγμα, ο νομοθέτης είναι αρμόδιος για την οργάνωση της Δικαιοσύνης και για το καθεστώς των δικαστικών λειτουργών, η δε κυβέρνηση είναι αρμόδια για τις υλικοτεχνικές υποδομές των δικαστηρίων. Με άλλα λόγια, νομοθετική και εκτελεστική λειτουργία επωμίζονται μεγάλο μέρος της ευθύνης για τις συνθήκες απονομής της δικαιοσύνης. Τα νομοθετήματα για τη Δικαιοσύνη και τους λειτουργούς της υπόκεινται και αυτά σε έλεγχο συνταγματικότητας από τα δικαστήρια. Δικαστικές αποφάσεις που κρίνουν αντισυνταγματικούς τους νόμους που αφορούν τους δικαστές προκαλούν σκεπτικισμό ή ακόμα και καχυποψία στον πολίτη για το αν είναι δικαιολογημένες ή ελαύνονται από κίνητρα συντεχνιακού χαρακτήρα. Αυτό είναι εύλογο να συμβαίνει, αλλά ο πολίτης καλό είναι να έχει κριτική ματιά απέναντι στο νομοθετικό πλαίσιο που θέτει η εκάστοτε κυβερνώσα πλειοψηφία για το μοναδικό θεσμικό αντίβαρο που διαθέτει το δημοκρατικό μας πολίτευμα, δηλαδή τη Δικαιοσύνη. Η διπλή κριτική ματιά, απέναντι τόσο στην κυβερνώσα πλειοψηφία όσο και στη Δικαιοσύνη, επιτρέπει στον πολίτη να σταθμίζει τα πράγματα και να διαμορφώνει πιο ολοκληρωμένη άποψη για το ποιος έχει δίκιο στη συγκεκριμένη, κάθε φορά, περίπτωση: η πολιτική εξουσία ή οι δικαστές.
Ο κ. Μιχάλης Ν. Πικραμένος είναι σύμβουλος Επικρατείας, επ. καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ, μέλος ΔΣ Ενωσης Δικαστών ΣτΕ