Στην Ελλάδα υποκύπτουμε συχνά σε έναν ολέθριο, για τη σοβαρότητα του δημόσιου λόγου, πειρασμό: εκείνον της αναγωγής των αντιτιθέμενων πολιτικών και στρατηγικών θεωρήσεων, ιδίως στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, σε στερεότυπα με χροιά καρικατούρας. Είναι πρόδηλο ότι στο εσωτερικό όλων περίπου των κομμάτων έχουν ιστορικώς αναπτυχθεί σημαίνουσες διαφωνίες οι οποίες τα διαπερνούν οριζοντίως αντί να τα αντιπαραθέτουν. Εχουν ήδη συγκροτηθεί, εν πολλοίς, δύο σχολές σκέψης για την αντιμετώπιση των εθνικών ζητημάτων που ανευρίσκονται εντός κάθε στρατοπέδου και το διχάζουν. Καμία, ωστόσο, εξ αυτών δεν ανταποκρίνεται θεμελιωδώς στην αυθεντική της σύλληψη, στο προσωπείο που δημοκοπικώς της επιθέτει η αντίπαλη.


Οταν, φέρ’ ειπείν, εισερχόμεθα στην επικράτεια της πραγματικής ­ και ορθολογικώς πραγματιστικής ­ πολιτικής αντιπαράθεσης, η σύγκρουση δεν διεξάγεται μεταξύ αφηρημένου οικουμενιστικού κοσμοπολιτισμού από τη μια και υστερικής πατριδοκαπηλίας από την άλλη. Είναι αναντίρρητο ότι έχουν κατά καιρούς εκφρασθεί από διανοουμένους αλλά και κομματικά στελέχη αντιλήψεις που θα μπορούσαν άνετα να υπαχθούν σε αυτές τις μήτρες. Μόνον όμως σε επιφυλλίδες και τηλεπαράθυρα, προς τέρψιν οπαδών, περιδεώς πολεμοφοβικών ή τσαμπουκοφερνόντων. Αλλά στη διπλωματική σκακιέρα ουδέποτε διαδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο στη μεταπολιτευτική περίοδο. Αλλωστε, αν κάτι τέτοιο ελάμβανε χώρα, θα απέληγε σε τραγελαφικά αποτελέσματα. Πράγματι, οι ακραίες συνέπειες των προαναφερθέντων ιδεολογημάτων είναι, αντιστοίχως, η ολοσχερής κατεδάφιση της έννοιας του εθνικού συμφέροντος και η καταστροφική καθήλωση σε υπερεθνικιστικές δοξασίες, που επικαλούνται υποκριτικώς πρότερα κλέη, χάριν αυνανιστικής αυτοπαρηγορίας. Παρόμοια γελοιογραφικά μορφώματα ενδέχεται να γίνουν επικίνδυνα μέσα στη δίνη της συγκυρίας. Επομένως, είναι βαρύτατη η ευθύνη όσων, για να υπηρετήσουν πρόσκαιρες σκοπιμότητες, κατατάσσουν όποιες απόψεις δεν τους αρέσουν στο ένα από τα δύο.


Αφετηρία, λοιπόν, των συλλογισμών μας αποτελεί η γενικής αποδοχής ιδέα στον στίβο της αξιόμαχης πολιτικής ότι ακόμη και στην εποχή των υπερεθνικών ολοκληρώσεων και της παγκοσμιοποίησης υφίστανται διακριτά εθνικά συμφέροντα, τα οποία η κυβέρνηση κάθε χώρας έχει χρέος να ορίσει σε όλες τις σφαίρες και να προασπίσει. Επί του παρόντος αρκεί τούτη η πάνδημη παραδοχή, διότι ο ενδελεχής προσδιορισμός του τι επακριβώς νοείται ως εθνικό συμφέρον παρουσιάζει δυσχέρειες και συνιστά επιπλέον την ειδοποιό διαφορά των πολιτικών παρατάξεων.


Η αντιμαχία για την εξωτερική πολιτική δεν αφορά συνεπώς την αναγκαιότητα υπεράσπισης των εθνικών συμφερόντων αλλά την καλύτερη μέθοδο για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος. Οπως κατέδειξαν και οι πρόσφατες εξελίξεις, από τη Μαδρίτη ως την Κρήτη, είναι αμφίβολο αν στον τομέα αυτόν υφίσταται ομογνωμία, ακόμη και εντός κυβερνήσεως. Διακρίνει κανείς στους επιμέρους χειρισμούς και στις εκάστοτε διακηρυγμένες στοχεύσεις στρατηγικής και τακτικής εμβελείας αποκλίσεις· οι οποίες εκπηγάζουν από την υιοθέτηση είτε μιας λογικής κατευνασμού, οικονομοκρατικής στον πυρήνα της, είτε μιας λογικής «αποτροπής», ιδιαίτερα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.


Οσοι ασπάζονται το πρότυπο του κατευνασμού υποθέτουν ότι ο διαρκής διάλογος και η οικονομική συνεργασία είναι στην εποχή μας οι αυτονοήτως προσφορότεροι τρόποι για τη διευθέτηση των διεθνών κρίσεων και την εκτόνωση των εντάσεων. Οπερ σημαίνει ότι φρονούν, δίχως να προσλαμβάνουν απαραιτήτως με ελαστικότητα το εθνικό συμφέρον, πως η ισότιμη συναλλαγή μεταξύ κρατών δεν καθορίζεται πρωτίστως από την ισχύ, και μάλιστα τη στρατιωτική. Οι οπαδοί της αποτροπής, αντιθέτως, είναι πεπεισμένοι ότι είναι αδύνατον να διαπραγματευθείς καρποφόρα ανεξαρτήτως των συσχετισμών δύναμης, και δη των στρατιωτικών. Τουτέστιν, οι πιθανότητες εξυπηρέτησης του εθνικού συμφέροντος είναι ευθέως ανάλογες της δυνατότητας να προκαλέσεις σε έναν αντίπαλο που σε απειλεί ή σε ανταγωνίζεται κόστος υπέρτερο των ωφελημάτων που θα απεκόμιζε αν πραγματοποιούσε την απειλή του.


Αυτή ήταν η βάση της θεωρίας του «διεθνούς κόστους» που διετύπωνε ο Παπανδρέου αλλά είχε εφαρμόσει και ο Καραμανλής. Ούτε η πρώτη θεώρηση, βεβαίως, είναι μεταφυσικώς «μειοδοτική» ούτε η δεύτερη έχει οποιαδήποτε ενδογενή σχέση με εθνικιστική έπαρση ή έξαρση. Πάντως, η διπλωματική πολιτική μιας χώρας δεν μπορεί να εγκολπώνεται ταυτοχρόνως αμφότερες, χωρίς να διακινδυνεύει την αξιοπιστία της. Είναι φανερό ότι η συνύπαρξη οδηγεί στην αλληλοαναίρεση και θέτει σε δοκιμασία το εθνικό συμφέρον, που άπαντες επιθυμούν να προαγάγουν.


Δεν είναι αβάσιμη, δυστυχώς, η υποψία ότι κάποιες ταλαντεύσεις που παρατηρούμε τελευταίως συναρτώνται με ένα χάσμα ανάμεσα στις εξαγγελίες και στις προθέσεις, το οποίο προκύπτει από αμφιθυμική προσέγγιση των δύο εναλλακτικών στρατηγικών. Οσα, με αρκετά επιπόλαιη ανάλυση, καταλογίζονται στον παρορμητισμό του υπουργού Εξωτερικών δηλούν απλώς, νομίζω, ότι οι κινήσεις του απορρέουν από μιαν οπτική αποτρεπτικού ρεαλισμού, προς τον οποίο δεν συνάδει πάντα η τρέχουσα κυβερνητική ρητορική. Αν η διάγνωση ισχύει, τότε οι όποιες φραστικές υπερβολές δεν είναι σκόπιμο να συσκοτίζουν την ουσία του ζητήματος. Τουτέστιν, ότι στη δεδομένη ιστορική στιγμή ο επιθυμητός διάλογος με την Τουρκία θα αποβεί γόνιμος μόνον εφόσον διαθέτουμε επαρκές αποτρεπτικό υπόβαθρο και συνάμα επιδεικνύουμε ευελιξία τακτικής.