To γεγονός ότι η συνέντευξη της κυρίας Μπαζιάνα συζητήθηκε τόσο πολύ, αναλύθηκε, κρίθηκε, επικρίθηκε, επαινέθηκε κ.λπ. δεν σημαίνει ότι τα όσα ειπώθηκαν εκεί είναι, αυτά καθαυτά, σημαντικά και άξια να σχολιαστούν. Ούτε κάποια καινοφανής ιδέα προβλήθηκε ούτε κάτι το «επαναστατικό» ειπώθηκε. Η όποια βαρύτητα και σημασία αυτής της συνέντευξης οφείλεται στο γεγονός ότι προήλθε από τη σύντροφο / σύζυγο ενός εν ενεργεία πρωθυπουργού. Οχι ότι η κυρία Μπαζιάνα δεν έχει τη δική της προσωπικότητα, τη δική της τιμή και αξία. Κάθε άλλο.
Ωστόσο, είτε το θέλει είτε όχι, ο δημόσιος λόγος της, η δημόσια χειρονομία της κρίνεται, «νοηματοδοτείται» από ένα απλό, σαφές, συγκεκριμένο «περικείμενο», όπως θα έλεγαν και οι γλωσσολόγοι… Το ίδιο ισχύει και για τον Πρωθυπουργό: κάθε δημόσιος λόγος του, κάθε δημόσια χειρονομία του κρίνεται (και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά) με βάση, κυρίως, τη θέση και το αξίωμά του. Για να γενικεύσω: προφανώς υπάρχουν πάρα πολλοί άγνωστοι άνθρωποι, χωρίς αξιώματα, χωρίς κοινωνική προβολή, χωρίς χρήματα, οι οποίοι είναι σοφότεροι, ευγενέστεροι και αξιότεροι από τον κύριο Τραμπ! Τι να κάνουμε όμως; Το αξίωμα του κυρίου Τραμπ προσδίδει βαρύτητα ακόμη και στα σαχλά tweets που σκαρώνει.
Αυτό λοιπόν που υποστηρίζω είναι ότι τόσο τα λεγόμενα και οι πράξεις του Καίσαρα όσο και τα λεγόμενα και οι πράξεις της συζύγου του (όποιου) Καίσαρα κρίνονται και αξιολογούνται με βάση το φερόμενο αξίωμα. Με βάση τη θέση, το πόστο από όπου εκφέρονται. Αποφασίζοντας, λοιπόν, η κυρία Μπαζιάνα να δικαιολογήσει ή να ερμηνεύσει δημοσίως τις ιδέες, τις επιλογές, τις πράξεις του συντρόφου / συζύγου / Πρωθυπουργού αναγκαστικά συμμετείχε δημοσίως στις επιλογές του. Φάνηκε ωσάν να «συν-διοικεί», ωσάν να «συν-κυβερνά». Κακό; Οχι βεβαίως. Ομως στην περίπτωση αυτή φέρει και η ίδια ευθύνη για όσα γίνονται, υπόκειται και η ίδια σε κριτική, όπως και ο συνταγματικά υπεύθυνος Πρωθυπουργός. Το χειρότερο: η δημόσια, πολιτικού τύπου υποστήριξη του Πρωθυπουργού εκ μέρους της (δεν κρίνω την ποιότητα των επιχειρημάτων της) συνιστά μια πράξη που ευρίσκεται έξω από τα σεβαστά όρια του οίκου. Αναγκαστικά λοιπόν αυτή η «επέμβαση» γίνεται θέμα δημόσιου διαλόγου. Και όπως οι ανακοινώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου κρίνονται, και αλλιώς δεν γίνεται, έτσι μπορεί και πρέπει να κρίνεται, να σχολιάζεται, να επικρίνεται και ο λόγος της γυναίκας του Καίσαρα όταν υποστηρίζει με αυτόν τον κομματικό τρόπο την πολιτική του.
Μια συγκινητική, de profundis εξομολογητική υπεράσπιση του Καίσαρα από τη γυναίκα του Καίσαρα ουδόλως είναι μεμπτή. Κανείς δεν μπορεί να την καταδικάσει. Ούτε, προφανώς, μπορεί κάποιος να εμποδίσει τη γυναίκα του Καίσαρα να υποστηρίξει ή να ερμηνεύσει τις αποφάσεις του Καίσαρα. Προς Θεού! Ομως τότε, επαναλαμβάνω, οποιοσδήποτε μπορεί να την κρίνει με τη σειρά του, να τη σχολιάσει, να την ειρωνευθεί. Να την κάνει γελοιογραφία, σκετς επιθεώρησης κ.λπ.
Ιδού, λοιπόν, το κρίσιμο ερώτημα: η γυναίκα του Καίσαρα έχει ή δεν έχει δικαίωμα για δημόσιο λόγο; Βεβαίως και έχει. Αλλά σε αυτή την περίπτωση η ίδια πρέπει να ευρίσκει τρόπο ώστε ο λόγος της να είναι όχι λόγος κομματικός, κυβερνητικός. Ούτε πρέπει να ηχεί ωσάν ο μίζερος, πολιτικάντικος λόγος του κυβερνητικού εκπροσώπου, ο οποίος μπορεί να λέει ό,τι του κατέβει προκειμένου να δικαιολογήσει τις αστοχίες, τις γκάφες ή τις ανοησίες της κυβέρνησης που υπηρετεί. Και σιτίζεται από αυτήν. Επιπλέον: η θέση της κυρίας του Καίσαρα είναι πιο λεπτή, πιο ευάλωτη από τη θέση του ίδιου του Καίσαρα. Ως κυρία του Καίσαρα δεν μπορεί να κάνει πολιτικές δηλώσεις. Ούτε να δικαιολογεί, ωσάν κυβερνητικός εκρόσωπος, τα όποια ατοπήματα, τις όποιες αστοχίες του Καίσαρα. Αυτή δεν χρειάζεται να τσαλαβουτά στα βρώμικα νερά της πολιτικής. Οχι γιατί απαγορεύεται να έχει λόγο δικό της, πολιτικό ή κομματικό. Οχι προς Θεού! Το είπαμε. Απλώς δεν μπορεί να τα έχει και τα δύο: την κομματική γλώσσα και τον γενικότερο σεβασμό που δικαιούται και πρέπει να έχει η γυναίκα του Καίσαρα. Ομως αφού, τελικά, αυτό αποφάσισε η κυρία Μπαζιάνα, καλώς και ομίλησε όπως ομίλησε. Καλώς όμως και ειπώθηκαν από τους άλλους όσα ειπώθηκαν.
Ομως προσωπικά, που λένε, εμένα κάπου με απογοήτευσε αυτή η συνέντευξη. Στην ερώτηση που ετέθη στην κυρία Μπαζιάνα ποιον πολιτικό θα ήθελε να συναντήσει, εγώ περίμενα, όπως και πολλοί ρομαντικοί αριστεροί, να διαλέξει τον Ερνέστο τσε Γκεβάρα. Ομως ο άνθρωπος είναι νεκρός, θα πει κάποιος. Ναι, αλλά και ο Φιντέλ Κάστρο τον οποίο προτίμησε η ερωτηθείσα, και αυτός νεκρός είναι. Ασε που ο Κάστρο, σε αντίθεση με τον σύντροφο Γκεβάρα, ήταν βουτηγμένος στο βούρκο μιας μακρόχρονης απολυταρχικής εξουσίας. Πέρα από το γεγονός ότι, εξ όσων γνωρίζουμε, ήταν και ένας απαίσιος φαλλοκράτης.
Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ