Στη φιλόξενη ηλεκτρονική σελίδα του Βήματος είχε δημοσιευθεί στις 22.6.2017 άρθρο της συντάκτριας αυτών των γραμμών με τίτλο “Συμβολαιογραφικό διαζύγιο”. Στο άρθρο αυτό εξέφραζα τη διαφωνία μου με Νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σύμφωνα με το οποίο το συναινετικό διαζύγιο έπαυε να εκδίδεται με δικαστική απόφαση και μετακόμιζε στο συμβολαιογράφο.

Για όσους δεν ανατρέξουν στους λόγους που ανέπτυσσα, επαναλαμβάνω επιγραμματικά ότι: Το διαζύγιο εκδίδεται με δικαστική απόφαση και μάλιστα αμετάκλητη, όχι μόνον με το μέχρι σήμερα ισχύον άρθρο 1438 εδ. 2 ΑΚ, αλλά εδώ και αιώνες. Η δικαστική κρίση είναι απαραίτητη για να ελέγχει την ωριμότητα και τη σοβαρότητα της αποφάσεως των συζύγων. Μπορεί να προσβληθεί με ένδικα μέσα (λ.χ. έφεση), ιδίως αν οι σύζυγοι έχουν μεταμεληθεί ή εάν η συναίνεση του ενός είναι προϊόν ελαττωμάτων βουλήσεως, π.χ. έχει εξαπατηθεί από τον έτερο σύζυγο.

Εξάλλου το δικαστήριο δικαιούται να ελέγχει τις συμφωνίες που συνοδεύουν το συναινετικό διαζύγιο και αφορούν τα ανήλικα τέκνα, δηλ. κυρίως την επιμέλεια και την επικοινωνία με αυτά.

Σοβαρές αντιρρήσεις είχε διατυπώσει επίσης με εμπεριστατωμένη ανακοίνωσή της η Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας, αποδεικνύοντας οτι το παν δεν είναι για ένα δικηγόρο το διπλότυπο αμοιβής (άλλωστε προβλεπόταν από το Νομοσχέδιο η παράσταση με δικηγόρο και στο συμβολαιογράφο), αλλά η σωστή απονομή της δικαιοσύνης.

Παρ’όλα αυτά, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα (22.12.2017) το νομοσχέδιο έγινε Νόμος και έλαβε τον αριθμό 4509/2017. Στο συναινετικό – συμβολαιογραφικό διαζύγιο είναι αφιερωμένα τα άρθρα 21 και 22 του νόμου αυτού. Για λόγους συντομίας και ευχερέστερης κατανόησης από τους μη νομικούς τονίζω τα σημαντικότερα στοιχεία του περιεχομένου τους: Η έγγραφη συμφωνία των συζύγων υποβάλλεται στο συμβολαιογράφο, συνοδευόμενη από συμφωνία για την επιμέλεια την επικοινωνία και τη διατροφή των ανήλικων παιδιών.

Η παρουσία δικηγόρων είναι απαραίτητη. Ο συμβολαιογράφος συντάσσει πράξη με την οποία βεβαιώνει τη λύση του γάμου, επικυρώνει τις συμφωνίες των συζύγων και τις ενσωματώνει σε αυτή. Η πράξη αυτή πρέπει να απέχει τουλάχιστον δέκα ημέρες από την έγγραφη συμφωνία (δηλ. δεν επιτρέπεται να χωρίσετε την επομένη, αλλά σε δέκα ημέρες…). Η λύση του γάμου επέρχεται με την κατάθεση αντιγράφου της συμβολαιογραφικής πράξης στο ληξιαρχείο όπου έχει καταχωρισθεί η σύσταση του γάμου, δηλ. αμέσως. Η συμφωνία για τα παιδιά ισχύει τουλάχιστον για δύο χρόνια, μετά όμως από τη λήξη ισχύος της επικυρωμένης αυτής συμφωνίας, μπορεί να ρυθμίζεται η επιμέλεια, η επικοινωνία και η διατροφή των τέκνων για περαιτέρω χρονικό διάστημα με νέα συμφωνία και με την ίδια διαδικασία.

Απο τα παραπάνω φαίνεται ότι το διαζύγιο μετατρέπεται σε απλή εξωδικαστική διαδικασία, χωρίς ουδεμία εξουσία του συμβολαιογράφου να ελέγξει το περιεχόμενο των συμφωνιών για τα ανήλικα τέκνα. Αντιστρόφως, αφαιρείται από το δικαστήριο όχι μόνον η αρμοδιότητα να εκδίδει το διαζύγιο, αλλά και οποιαδήποτε δυνατότητα να ελέγχει τις συμφωνίες για τα παιδιά, αφού και οι αρχικές συμφωνίες ισχύουν για δύο χρόνια και δυνατότητα ανανέωσης με μεταγενέστερες συμβολαιογραφικές συμφωνίες υπάρχει. Δυσχερέστερα συνάπτεται με άλλα λόγια ένα άλλο συμβόλαιο με αντικείμενο περιουσιακό και πολύ ευχερέστερα εκδίδεται το διαζύγιο.

Το μόνο θετικό φαίνεται ότι είναι η υποχρεωτική πλέον συμφωνία για τη διατροφή. Ως προς τον έλεγχο του δικαστηρίου σχετικώς με τις συμφωνίες που είναι σχετικές με τα τέκνα, ελπίζω να πρυτανεύσει στην πράξη ο παιδοκεντρικός χαρακτήρας των διατάξεων του οικογενειακού δικαίου και να μην εξοβελισθεί εντελώς το δικαστήριο. Ειδάλλως ο νόμος έχει σοβαρά προβλήματα αντισυνταγματικότητας (άρθρο 21 § 1 Συντ για την προστασία της οικογένειας).

Και μια τελευταία παρατήρηση: Κατά το νέο άρθρο 1441 § 4 ΑΚ, Σε περίπτωση θρησκευτικού γάμου, παραγγέλλεται η λύση αυτού από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών… Η αίτηση με την παραγγελία συνυποβάλλονται στην Ιερά Μητρόπολη στην οποία ανήκει ο ιερός ναός όπου τελέστηκε ο γάμος.

Η πνευματική λύση του γάμου είναι υποχρεωτική. Εντύπωση προξενεί, πρώτον το ότι η πνευματική λύση του γάμου παραγγέλλεται από τον Εισαγγελέα, όπως και πριν, ενώ το δικαστήριο έχει εξοβελισθεί από το διαζύγιο. Και έπειτα, υπάρχει άραγε δικαίωμα της Πολιτείας να επιβάλει στην Εκκλησία ένα ζήτημα καθαρά πνευματικό; Δεν διακηρύσσεται καθημερινά και μάλιστα από την Πολιτεία, “τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ;” Μήπως θα πρέπει η Εκκλησία, η οποία έχει την αρμοδιότητα να καθορίζει τις προϋποθέσεις της ιεροτελεστίας, να αντιδράσει σε αυτή την “επιβολή” της πνευματικής λύσης; Και ναι μέν προβλέπεται η υποχρεωτική πνευματική λύση από τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας, αλλά αφού καταστεί αμετάκλητη η δικαστική απόφαση και όχι μετά από μια απλή συμβολαιογραφική πράξη στην οποία μετατρέπεται το διαζύγιο με τον τελευταίο νόμο.

Το τελευταίο που χρειαζόταν ο γάμος σήμερα ήταν να διευκολυνθεί και να υποβιβασθεί ακόμη περισσότερο η λύση του. Διότι κάτι τέτοιο υποβιβάζει τον ίδιο τον γάμο.


H κυρία Ρόη Δ. Παντελίδου, καθηγήτρια Αστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Δ.Π.Θράκης