Είναι κανόνας στη χώρα μας, το δημόσιο συμφέρον να ταυτίζεται με την εκάστοτε κυβερνητική εξουσία.Η οποιαδήποτε αμφισβήτηση ή κριτική θεωρείται εχθρική. Η πολιτική εξουσία μονοπωλεί την αλήθεια για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.

Η Δημοκρατία αντίθετα αναγνωρίζοντας τις ταξικές αντιθέσεις και τις συγκρούσεις σέβεται τις διαφορετικές απόψεις και διασφαλίζει το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση γνώμης.

Αυτά τα χαρακτηριστικά της δημοκρατίας πολλάκις στον τόπο μας ακυρώσαμε. Όχι μονάχα με την εγκαθίδρυση δικτατορικών καθεστώτων και άλλων πολιτικών ανωμαλιών, αλλά και σε περιόδους κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους με μικρές χρονικές αναλαμπές το «κράτος της δεξιάς» ήταν κυρίαρχο και το δημόσιο συμφέρον ταυτίζονταν με την κυβερνητική εξουσία της δεξιάς.

Το δίπολο «νομιμόφρονες», «εθνικόφρονες» και «μη» κυριάρχησε για πολλές δεκαετίες. Η περίοδος των «φρονημάτων» βασάνισε θανάσιμα την Ελλάδα μας.

Η μεταπολίτευση έβαλε φραγμό σ’ αυτό το «μετεμφυλιακό» πνεύμα. Η Δημοκρατία μας αναγνωρίζει ότι η πολιτική από τη φύση της είναι μια συγκρουσιακή διαδικασία αλλά με τους θεσμούς επιδιώκει συγκλήσεις και συναινέσεις για τη διασφάλιση της ειρηνικής συμβίωσης.

Ο ομφάλιος λώρος για την ταύτιση του δημοσίου συμφέροντος με την εκάστοτε κυβερνητική εξουσία συνεχίζει να δίνει δυναμικά το «παρών». Οι μηχανισμοί για την διασφάλιση αυτής της αντίληψης ήταν η κομματικοποίηση του κράτους και το πελατειακό σύστημα. Δύο πληγές που και σήμερα συνεχίζουν να υπηρετούν την πολιτική εξουσία και να δυναστεύουν το μεγάλο ασθενή που λέγεται κράτος.

Μία «αρρώστια» που όλα τα κόμματα θέλουν να τη θεραπεύουν, αλλά συνεχίζουν να ερωτοτροπούν μαζί της σφιχταγκαλιασμένοι.

Με τη μεταπολίτευση και το συμβολικό γκρέμισμα του «κράτους της δεξιάς», η πασοκική διακυβέρνηση παρά τις μεγάλες θεσμικές αλλαγές δεν κατάφερε να απαλλαγεί από αυτές τις παθογένειες.

Η κομματικοποίηση του κράτους με κομματικά στελέχη από τις «αυλές των υπουργών» και τους διορισμούς στην κρατική μηχανή και τις ΔΕΚΟ αριθμούσε κάποιες χιλιάδες και το πελατειακό σύστημα καλά λειτουργούσε.

Οι διορισμοί αυτοί δεν είχαν καμία αξιολογική διαδικασία, ήταν αρκετό προσόν η κομματική επετηρίδα και η εύνοια του κατέχοντος δημόσια εξουσία. Για δεκαετίες το πολιτικό προσωπικό εκλέγονταν με βάση την «κομματοκρατία» και τη δυνατότητα διορισμού ή πρόσληψης προσωπικού.

Σ’ αυτά τα πεδία κρίνονταν από το μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος η εκλογή του πολιτικού προσωπικού. Σήμερα τα ΜΜΕ και ειδικότερα η τηλεόραση ανέλαβαν τον ρόλο της επιλογής του πολιτικού προσωπικού.

Η ταύτιση του δημόσιου συμφέροντος με την κυβερνητική – εκτελεστική εξουσία, άμεσα ή έμμεσα, πλην σαφώς, περιόρισε διαχρονικά το έργο της νομοθετικής εξουσίας, καθώς και την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας.

Οι «αντί – εξουσίες» πολιτικού και κοινωνικού ελέγχου (κόμματα, επαγγελματικές ενώσεις κ.α.) γίνονται εχθροί, «υπονομευτές» του δημοσίου συμφέροντος, στο βαθμό που αμφισβητούν την ταύτιση του δημοσίου συμφέροντος με την κυβερνητική εξουσία. Μάλιστα οι ισχυρισμοί μου αυτοί επιβεβαιώνονται πλήρως στην ποιότητα του σημερινού κοινοβουλευτικού και δημοσίου λόγου.

Οι κυβερνώντες θεωρούν ότι είναι οι μοναδικοί και αποκλειστικοί αυθεντικοί εκφραστές του δημοσίου συμφέροντος. Η αντίληψη αυτή έρχεται καταφανώς σε αντίθεση με την κοινοβουλευτική δημοκρατία που σέβεται τη διαφορετικότητα και αναζητά την αλήθεια για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος μέσα από τη διαδικασία της σύγκλησης και σύνθεσης των διαφορετικών απόψεων.

Από την έναρξη της κρίσης μέχρι και σήμερα, η σύγκρουση αυτή πήρε καθολικά χαρακτηριστικά σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο.

Στις τρεις φάσεις εναλλαγής κυβερνητικής εξουσίας στη μνημονιακή περίοδο, η σύγκρουση συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης, κράτους και κοινωνίας, ήταν απόλυτη για το ποιος και πως καλύτερα εκφράζεται το δημόσιο συμφέρον.

Στην πρώτη φάση το ΠΑΣΟΚ(2009-2011) μπροστά στο κίνδυνο χρεοκοπίας έκρινε ότι το δημόσιο συμφέρον της χώρας απαιτούσε να οδηγηθούμε στο 1ο Μνημόνιο.

Η φιλοσοφία των Μνημονίων για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος θεμελιώθηκε σε τρείς βασικές ενότητες: Επανακαθορισμός του δημοσίου και ιδιωτικού χώρου. Λιτότητα σε μισθούς και συντάξεις. Κατάργηση των παραδοσιακών θεσμών κοινωνικού διαλόγου, σύγκλησης και συναίνεσης.

Το κράτος επιχειρώντας να εφαρμόσει αυτό το πλαίσιο στόχων να επανακαθορίσει τη δημόσια και ιδιωτική σφαίρα (σαρωτικές ιδιωτικοποιήσεις δημόσιας περιουσίας), να επανακαθορίσει το δημόσιο και το ιδιωτικό συμφέρον στον τομέα των μισθών και των συντάξεων, καθώς και να ακυρώσει τους θεσμούς κοινωνικού διαλόγου, ήρθε σε ευθεία σύγκρουση με την κοινωνία και τους επαγγελματικούς φορείς.

Η νομοθετική εξουσία υποτάχθηκε στις επιλογές της κυβερνητικής εξουσίας. Η νομοθετική εξουσία κλήθηκε να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά, τόσο στο πεδίο της ιδιωτικοποίησης της δημόσιας περιουσίας, όσο και στο πεδίο των κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων.

Το δίπολο «μνημονιακοί» και «αντιμνημονιακοί» κυριάρχησε έντονα αυτή τη περίοδο σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο.

Στη δεύτερη φάση της συγκυβέρνησης (Ν.Δ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ) συνεχίσθηκε η ίδια αντιπαράθεση, η ίδια σύγκρουση με κάθετες γραμμές «αντιμνημονιακές» δυνάμεις (ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ – Χρυσή Αυγή), εναντίον «μνημονιακών» δυνάμεων πάνω από ταξικές αντιθέσεις.

Στην τρίτη φάση (2015 μέχρι σήμερα) η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΟ-ΑΝΕΛ καλείται να εφαρμόσει την ίδια φιλοσοφία και τους στόχους του 3ου και 4ου Μνημονίου, επιλογές τις οποίες ως αντιπολίτευση καταδίκαζε και υποσχόταν ότι θα τις καταργήσει.

Μάλιστα όποιος φορέας πολιτικός, ΜΜΕ αμφισβητεί ή κρίνει αυτή την τακτική του δημοσίου συμφέροντος με τις κυβερνητικές επιλογές, κρίνεται εχθρός, υπονομευτής και το λιγότερο λοιδορείται.

Το δημόσιο συμφέρον στον τόπο μας συνεχίζει να κρίνεται με βάση τα αξιολογικά κριτήρια των δανειστών (3ο και 4ο Μνημόνιο). Η μόνη διαφορά των νυν κυβερνώντων είναι ότι αυτοί συνεχίζουν μεν να εφαρμόζουν τη φιλοσοφία των μνημονιακών ρυθμίσεων, αλλά είναι στην κυβέρνηση η «πρώτη φορά αριστερά» και δίνουν ελπίδα και υποσχέσεις ότι τον Αύγουστο του 2018 τελειώνουμε με τα Μνημόνια και με τα βάσανα.

Για τις αγιάτρευτες πληγές του κράτους, της κομματοκρατίας και των πελατειακών μηχανισμών, φαίνεται θεραπεία δεν υπάρχει. Με προσόν την ιδιότητα το κομματικού μέλους και τη διεύρυνση προς τα «αριστερά» στελέχη του ΠΑΣΟΚ καλύπτονται οι ανάγκες της κρατικής μηχανής και όσων ακόμη ΔΕΚΟ και Νοσοκομείων έχουν απομείνει.Το μόνο «κακό» είναι ότι με τις αθρόες ιδιωτικοποίησεις περιορίζονται οι διορισμοί κομματικών στελεχών! Είναι πλέον κανόνας το δημόσιο συμφέρον εξυπηρετείται καλύτερα με τους κομματικούς διορισμούς και τη διεύρυνση προς αξιωματούχους «παντός καιρού»!!! Αυτή είναι η πραγματικότητα όσο και αν φαίνεται δυσάρεστη.

Το δημόσιο συμφέρον ταυτίζεται και υπηρετείται αποκλειστικά από την κυβερνητική εξουσία και οι αντιπολιτευόμενοι πολιτικά και κοινωνικά είναι υπονομευτές της πολιτικής εξουσίας και μάλιστα της «για πρώτη φορά αριστερά».
Οι κεντρικοί θεσμοί της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας (Ανεξάρτητες Αρχές, Τ.Α., Επιμελητήρια, Επαγγελματικές και Επιστημονικές οργανώσεις κ.α.) τα ΜΜΕ, όταν αμφισβητούν από το μονοπώλιο, της ταύτισης του δημοσίου συμφέροντος με την κυβερνητική εξουσία δέχονται άμεσες καταγγελτικές φωνές και δηλώσεις από τους κυβερνώντες.

Θαρρείς και κατέχουν το αλάθητο του Πάπα οι κυβερνώντες λοιδορούν την αντίθετη άποψη και τη δημιουργική κριτική τη θεωρούν ως υπονόμευση, ως κίνηση εχθρική. Η αντίληψη αυτή είναι ολοκληρωτική και συμπλέει περισσότερο με τις κομμουνιστικές αντιλήψεις, για την κατάληψη του κράτους (εξουσίας) και την αποκλειστική ταύτιση του δημοσίου συμφέροντος με καθοδηγητή το κόμμα. Τις αντιλήψεις αυτές τις βιώσαμε:

Στο πεδίο των ΜΜΕ με τις τηλεοπτικές άδειες και τον έλεγχο των εφημερίδων, δόθηκαν και δίνονται μεγάλες μάχες.
Ακόμη και το πεδίο της Δικαιοσύνης είναι πολιορκημένο και καλείται να υπηρετήσειαυτή τη λογική. Στο βαθμό βέβαια που κρίνει διαφορετικά και αμφισβητεί το δημόσιο συμφέρον, όπως εκφράζεται με τις επιλογές της κυβέρνησης, κατηγορείται ευθέως και αδιαλείπτως από κυβερνητικά στελέχη και τον ίδιο τον Υπουργό Δικαιοσύνης.

Όταν όμως ταυτίζεται η Δικαιοσύνη με τις επιλογές της κυβέρνησης τότε όλα είναι καλώς καμωμένα. Κλασικό παράδειγμα, η προσωρινή αναστολή ασύλου στον τούρκο αξιωματικό προσβάλλει ευθέως το κράτος Δικαίου, όταν μάλιστα ο Α.Π. έχει κρίνει επανειλημμένα την υπόθεση.

Η παράνομη σύλληψη και κράτηση των αξιωματικών γελοιοποιείτο κράτος δικαίου.

Εκτός και αν ζηλέψαμε του Σουλτάνου τη Δικαιοσύνη.

Οι παραπάνω διαπιστώσεις είναι χρήσιμες να κατανοήσουμε ότι το δημόσιο συμφέρον δεν μπορεί να ταυτίζεται και ναμονοπωλείται από την κυβερνητική εξουσία. Μάλιστα, όταν η νομιμοποιητική της βάση είναι σημαντικά περιορισμένη στο εκλογικό σώμα.

Είναι ανάγκη για την πορεία του τόπου να κατανοήσει η πολιτική εξουσία ότι δεν μπορεί να μονοπωλεί την μοναδική και αποκλειστική αλήθεια για το δημόσιο συμφέρον.

Αυτή η απόλυτη ταύτιση του δημοσίου συμφέροντος με την κυβερνητική εξουσία φτωχαίνει τη Δημοκρατία μας. Οι κυβερνώντες οφείλουν να «ζωντανέψουν» τους θεσμούς (αντιεξουσίας) που δημιουργούν συγκλήσεις και συνθέσεις για την πορεία της οικονομίας και της κοινωνίας μας.

Να κατανοήσουν οι κυβερνώντες ότι η Δημοκρατία αναγνωρίζει τις ταξικές αντιθέσεις, αλλά επιδιώκει πάντα τη σύγκληση και σύνθεση των απόψεων για να διασφαλίσει την κοινωνική συνοχή και ειρήνη. Οι μονόλογοι δεν οφελούν τον τόπο. Ζουν μέχρι την επόμενη εκλογική αναμέτρηση.

Υπάρχουν κρίσιμα εθνικά θέματα μπροστά μας, όπου το δημόσιο συμφέρον, δεν εποπτεύεται, ούτε ελέγχεται από τους μνημονιακούς κανόνες δικαίου. Σκοπιανό, Αιγαίο, Θράκη, Κύπρος, πρόσφυγες, Ευρώπη, Δημογραφικό, Ανθρωπιστική κρίση, αποτελούν κρίσιμα πεδία για την πολιτική εξουσία και αφορούν μείζονα εθνικά συμφέροντα και καμιά παράταξη ή κυβερνητική εξουσία δεν μπορεί να κατέχει το μονοπώλιο της αυθεντικής έκφρασης του δημοσίου συμφέροντος.