Στις εκδοτικές επιτυχίες της προηγούµενης χρονιάς υπήρξε χώρος για δύο αρκετά ιδιαίτερα βιβλία: το «Τσότσηγια και Ω’μ» (εκδόσεις Κίχλη) του Μιχάλη Μακρόπουλου και το «Παγανιστικές δοξασίες της θεσσαλικής επαρχίας» (εκδόσεις Αντίποδες) του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη. Το πρώτο εμπεριέχει δύο φανταστικές ιστορίες: την ιστορία της Τσότσηγια, που ζει με στωική δύναμη τις δυσκολίες της ζωής, και την ιστορία του Ω’μ, που διαδραματίζεται στα προϊστορικά χρόνια. Στο δεύτερο ο Τσαπραΐλης διηγείται στις 150 σελίδες του βιβλίου πάνω από εκατό θεσσαλικούς μύθους –αδύνατον να καταλάβεις αν αυτοί είναι δικά του δημιουργήματα ή βασίζονται σε λαογραφικές δοξασίες. Και τα δύο βιβλία άρεσαν και συζητήθηκαν πολύ, γιατί προορίζονται για το σωστό κοινό: ένα κοινό που αγαπάει με την ψυχή του τα παραμύθια.
Παλιά νόμιζα ότι η δύναμη των κατά καιρούς λαοπλάνων που έχουν σταδιοδρομήσει σε αυτή τη χώρα οφείλεται στην ικανότητά τους στη συναισθηματική αφήγηση. Η Ελλάδα παραμένει αιχμάλωτη της νοσταλγίας των ταινιών της Φίνος Φιλμ, βλέπει παντού κακούς που πρέπει να τιμωρηθούν και περιμένει στοργικές αγκαλιές και λόγια παρηγοριάς. Ολα αυτά ισχύουν, αλλά τελικά δεν έχουν να κάνουν με κάποια εθνική συναισθηματική αναπηρία, αλλά κυρίως σχετίζονται με την αγάπη μας για το παραμύθι. Το παραμύθι είναι από μόνο του ένα είδος γλώσσας –γι’ αυτό και όταν το έχουμε πιστέψει και θέλουμε να κάνουμε αυτοκριτική δηλώνουμε ότι «παραμυθιαστήκαμε». Το παραμύθι βασίζεται περισσότερο στη μεταφυσική και λιγότερο στο συναίσθημα. Ο σκοπός του αφηγητή δεν είναι να σε κάνει να κλάψεις ή να γελάσεις, ούτε να σε παρηγορήσει. Απλά προσπαθεί να σε πείσει ότι αυτό που διηγείται υπάρχει και μπορεί να συμβεί.
Ο αφηγητής παραµυθάς έχει τη δύναµη να υπνωτίζει, η πειθώ του είναι αποτέλεσμα της ικανότητάς του να βάζει εικόνες, λέξεις και νοήματα στη σωστή σειρά –οι χαρακτήρες εξυπηρετούν τη βασική επιδίωξη που είναι το να σε εντυπωσιάσει. Κοκκινοσκουφίτσες μπερδεύουν τη γιαγιά τους με τον κακό λύκο, Σταχτοπούτες χάνουν το γοβάκι τους για να το βρει ο λατρεμένος πρίγκιπας, σατανικές βασίλισσες ρωτάνε τους καθρέφτες τους για την ομορφιά τους. Η σουρεαλιστικότητα της διήγησης εξυπηρετεί την επιδίωξη του αφηγητή, που είναι η αιχμαλωσία της προσοχής του κοινού –τα συμπεράσματα είναι για τους οπαδούς της λογικής.
Μόνο που στη δική μας περίπτωση υπάρχει κάτι που κανείς μεγάλος παραμυθάς δεν μπορούσε ποτέ να υποπτευθεί: η Ελλάδα είναι η Ντίσνεϊλαντ των παραμυθιών, όχι μόνο γιατί σε αυτή τέτοια γεννιούνται καθημερινά, αλλά κυρίως γιατί οι κάτοικοί της τα περιμένουν με ανυπομονησία. Οσο μάλιστα περισσότερο εξωφρενικά είναι αυτά τα παραμύθια, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα το κοινό να γοητευθεί.
Ζούμε με τα παραμύθια και για τα παραμύθια. Αντιμετωπίζουμε ως παραμύθι και το παρελθόν, με τη βοήθεια του παραμορφωτικού φακού της νοσταλγίας, αλλά και το μέλλον, χάρη στην πίστη μας στις πιο εξωφρενικές υποσχέσεις. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι έχουμε ανάγκη από παραμύθια για να απαλύνουμε τον παρόντα χρόνο που πάντα μας ενοχλεί υπενθυμίζοντάς μας την κουραστική και ενοχλητική πραγματικότητα. Εκπαιδευόμαστε στο να πιστεύουμε στη σπάνια τύχη, στον μεγάλο έρωτα, στο θαύμα –κυρίως θέλουμε να βλέπουμε θαυματοποιούς. Ψηφίσαμε όλους όσοι μας υποσχέθηκαν πως θα σκίσουν μνημόνια και αύριο θα ψηφίσουμε όσους από αυτά θα μας βγάλουν. Το κάναμε γνωρίζοντας ότι μας λένε παραμύθια. Γιατί τα παραμύθια μάς αρέσουν, η λογική και η πραγματικότητα μας ενοχλούν αφόρητα.
Ο Μιχάλης Μακρόπουλος και ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης είναι δύο εξαιρετικοί παραμυθάδες. Ο πρώτος δημιουργεί έναν ολόκληρο κόσμο για να χτίσει την αφήγησή του –λάθος μου: δύο κόσμους. Ο δεύτερος, που αγαπάει και το χέβι μέταλ, έκανε τη Θεσσαλία ένα καταπληκτικό σκηνικό χεβιμεταλάδικων συνθέσεων. Στις ιστορίες του πρωταγωνιστούν μάγισσες και ξωτικά, καταραμένοι και αλύτρωτοι. Και οι δύο είναι εξαιρετικά χρήσιμοι και μακάρι στο μέλλον να μας δώσουν κι άλλα ωραία παραμύθια. Η δουλειά τους είναι κάτι σαν παραγωγή μεθαδόνης. Η χώρα έχει ανάγκη τα βιβλία τους για να πάρει τη δόση της…

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ