Τα 180 χρόνια από την ίδρυση του ΕΜΠ εορτάστηκαν με κάθε λαμπρότητα. Ακούσαμε και διαβάσαμε πανηγυρικούς με ιστορικές αναδρομές, την πραγματικά μεγάλη συνεισφορά του ιδρύματος στην ανάπτυξη του τόπου και στους κοινωνικούς αγώνες, κ.λπ. Εκτός όμως ορισμένων αναφορών σε τρέχοντα προβλήματα (υποχρηματοδότηση, γραφειοκρατία, κ.λπ.) πιστεύω ότι και πάλι δεν τολμήσαμε επίσημα και δημόσια να βάλουμε το χέρι μας «εις τον τύπον των ήλων» και να δώσουμε στους φορολογουμένους που μας πληρώνουν από το στέρημά τους την πραγματική εικόνα: πού ήμασταν, πού θα έπρεπε να έχουμε πάει και πού βρισκόμαστε σήμερα.
Το πρώτο τεχνολογικό ίδρυμα της χώρας εκπαίδευσε γενεές ελλήνων και ελληνίδων μηχανικών προσελκύοντας τα καλύτερα μυαλά. Οι απόφοιτοί του που βρέθηκαν για να συνεχίσουν σπουδές στα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου, αλλά και αυτοί που ασχολήθηκαν στην πράξη, δυνάμωσαν ακόμα περισσότερο τη φήμη του. Πιστεύω ακράδαντα ότι η φήμη για το επίπεδο του ΕΜΠ, μέχρι τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, οφειλόταν κυρίως στους σπουδαστές και αποφοίτους του. Σε αυτή τη χρονική φάση –τη δεκαετία του ’70 –και παρά τις πολιτικές και κοινωνικές αντιξοότητες (πόλεμοι, εμφύλιοι, χούντα, κ.λπ.) το ΕΜΠ είχε όλες τις προϋποθέσεις για έναν ενάρετο κύκλο ανάπτυξης και ολοκλήρωσης της φυσιογνωμίας του κατά τα πρότυπα των μεγάλων ευρωπαϊκών πολυτεχνείων.
Οι προϋποθέσεις αυτές συμπληρώθηκαν τις επόμενες δεκαετίες όταν άρχισαν οι ερευνητικές δραστηριότητες μέσα από διεθνή χρηματοδοτούμενα ανταγωνιστικά προγράμματα, υπήρξε χρήμα και κίνητρα για ανάπτυξη εργαστηρίων, οργανωμένες μεταπτυχιακές σπουδές, συνεργασίες και δημοσιεύσεις με μεγάλα διεθνή ινστιτούτα. Το ΕΜΠ σήμερα συγκαταλέγεται σε σχετικά αξιοπρεπείς θέσεις στις διάφορες διεθνείς κατατάξεις, είναι όμως εκεί που θα μπορούσε και θα έπρεπε να είναι; Εχει τη φυσιογνωμία ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού πανεπιστημίου; Η δική μου απάντηση είναι σαφώς όχι!
Οι αιτίες που όλη αυτή η εκπαιδευτική και ερευνητική δραστηριότητα δεν οδήγησε ούτε οδηγεί στον ανάλογο στόχο θα πρέπει να αναζητηθούν κυρίως στον σφιχτό κρατικό –και κομματικό –εναγκαλισμό, που αντί να φθίνει και να δίνει χώρο στην πραγματική αυτοδιοίκηση και αριστεία της εκπαίδευσης και της έρευνας, άρχισε αντίθετα να γιγαντώνεται και να διαφοροποιείται σημαντικά από τα διεθνώς καθιερωμένα ακριβώς την κρίσιμη στιγμή στις αρχές της δεκαετίας του ’80.
Ο Ν. 1268/82, αν και βοήθησε στον εκδημοκρατισμό, δημιούργησε όμως πολλές διαβρωτικές καταστάσεις όπως εξελίχθηκαν. Η παρεμβατική και λαϊκιστική νοοτροπία συνεχίστηκε με όλους σχεδόν τους νόμους που ακολούθησαν, με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις που όμως τελικά δεν εφαρμόστηκαν! Ολες σχεδόν οι κυβερνήσεις θέλησαν να αφήσουν το κομματικό-ιδεολογικό «αποτύπωμά» τους στην εκπαίδευση και να τη μεταχειρίζονται συνήθως ως προνομιακό φέουδο παροχής ψηφοθηρικών διευκολύνσεων π.χ. μεταγραφές, ίδρυση χωρίς ακαδημαϊκά κριτήρια νέων πανεπιστημίων και ΤΕΙ, με συνεχή μάλιστα «ανωτατοποίηση» των τελευταίων, κ.λπ. Ισοπεδώθηκαν όλα, μειώθηκε η κρατική επιχορήγηση (με αποκορύφωμα η μείωση να φτάνει το 70% τώρα με την κρίση), γεγονός που σε συνδυασμό με την απουσία διδάκτρων στερεί –ιδιαίτερα από τα προβεβλημένα ιδρύματα όπως το ΕΜΠ –μια βασική πηγή ανάπτυξης.
Παράλληλα, εγκαταστάθηκε ένας ιδιόρρυθμος κομματικός και συντεχνιακός συνδικαλισμός αρχικά στους φοιτητές και αργότερα και στο διδακτικό και διοικητικό προσωπικό. Αυτό σε συνδυασμό με τις πρωτοφανείς για πανεπιστήμιο «νομικές ρυθμίσεις» για μια σειρά από άλλα θέματα, όπως οι διαδικασίες εκλογής των διοικήσεων από φοιτητικές παρατάξεις και διοικητικό προσωπικό, η σύνθεση της συγκλήτου και των συλλογικών οργάνων, η διαμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών σε εξάμηνα, όπου οι φοιτητές μπορούν να παίρνουν μαθήματα χωρίς γνωστική ακολουθία και να τελειώνουν όποτε θέλουν σπουδάζοντας «αιωνίως» και άλλα πολλά αρνητικά πανεπιστημιακά πρωτότυπα, έχουν διαμορφώσει μια αρνητική κατάσταση. Χαρακτηρίζεται από διοικητική γραφειοκρατία και αναποτελεσματικότητα, οικονομικό μαρασμό, εκπαιδευτική χαλαρότητα και μια συχνά εκρηκτική καθημερινότητα με καταλήψεις, διακοπές μαθημάτων και συνεδριάσεων, κ.λπ. Το κακό ολοκληρώθηκε πρόσφατα και με τον φορέα διαχείρισης της έρευνας –ΕΛΚΕ –που… αναβαθμίστηκε σε «γενική κυβέρνηση»: αυξήθηκε η γραφειοκρατία σε ανυπέρβλητο βαθμό, η χρηματοδότηση που με τόσο κόπο φέρνουν οι ερευνητές διαχειρίζεται πλέον ως «κρατικό» χρήμα για να γεμίζει δημόσια ταμεία και όχι να υποστηρίζει τις υποδομές, ενώ οι ίδιοι οι ερευνητές αντιμετωπίζονται ως δημόσιοι υπάλληλοι. Ενώ αυτά διαδραματίζονται μέσα στο σύστημα, στις παρυφές του δυστυχώς αναπτύσσονται τα χειρότερα: η βία και η παραβατικότητα θεριεύουν, ιδιαίτερα στα ιστορικά κτίρια της Πατησίων, που θα έπρεπε τώρα να συμβολίζουν τα 180 χρόνια ΕΜΠ. Αντίθετα, έχουν γίνει τόπος κατασκευής και εκτόξευσης μολότοφ και άλλων εργαλείων «επαναστατικής πρακτικής» και χωρίς ουσιαστική προστασία έχουν παραδοθεί στην παραβατικότητα και στην ανομία. Μια ζωντανή δυσφήμηση της Ιστορίας του ΕΜΠ!
Είναι αλήθεια ότι χρειάζεται μεγάλη δόση αισιοδοξίας για να δει κανείς αν η κατάσταση είναι αναστρέψιμη. Αξίζει στην ιστορία των 180 χρόνων του ιδρύματος, σε όλους όσοι εξακολουθούν να αγωνίζονται και να διακρίνονται στον στίβο της αριστείας και της αξιοκρατίας και στους σκληρά φορολογούμενους πολίτες. Πρώτιστη και απαραίτητη προϋπόθεση είναι οι εκάστοτε κυβερνώντες να ενστερνιστούν τις διεθνώς γνωστές αρχές που διέπουν τη σχέση κράτους και δημόσιου πανεπιστημίου: εποπτεία και όχι ασφυκτικός έλεγχος, αποκομματικοποίηση και αυτοδιοίκηση, όχι οριζόντια και ισοπεδωτική πολιτική, αλλά το κάθε ίδρυμα να αφεθεί ανάλογα με την ιστορία του και τις δυνατότητές του να οικοδομήσει την οικονομική, εκπαιδευτική και ερευνητική ευρωστία του, χτίζοντας παράλληλα το δικό του «διακριτό όνομα» στον διεθνή χώρο.
Η κυρία Μαρία Α. Μιμίκου είναι ομότιμη καθηγήτρια στο ΕΜΠ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ