Στο μπάσκετ υπάρχει το τάιμ άουτ. Οταν τα πράγματα πάνε άσχημα, ο προπονητής φωνάζει την ομάδα στον πάγκο για ένα δίλεπτο, της μιλάει και της δείχνει τι πρέπει να κάνει στην επόμενη επίθεση ή τι να προσέξει στην επόμενη άμυνα. Κάποτε ρώτησα έναν φίλο μου προπονητή πόσα από αυτά που λέει στους παίκτες του πιστεύει πως τους μένουν στο μυαλό. Μου είπε ότι είναι ευχαριστημένος αν τους μείνουν τα μισά, αλλά ότι το τάιμ άουτ χρειάζεται κυρίως για να σκεφτούν οι ίδιοι τι πρέπει να κάνουν μετά. Στη ζωή δεν υπάρχουν προπονητές για να μας πουν τι να κάνουμε. Αλλά οι γιορτές, ειδικά αυτές, είναι αληθινά τάιμ άουτ, στη διάρκεια των οποίων καλό είναι να σκεφτούμε τη συνέχεια.
Πριν από λίγες ημέρες ήμουν σε ένα τραπέζι, από αυτά που αποκαλούμε χριστουγεννιάτικα: η παρέα ήταν μεγάλη, το φαγητό συμβατό με την εποχή, δηλαδή σούπες και κρεατικά, το κρασί έρρεε άφθονο. Οταν έφθασε η ώρα των πάντα προβλεπόμενων ευχών, αφού ακούστηκαν όλες οι σχετικές με την υγεία, ο οικοδεσπότης είπε κάτι απλό: «Σας εύχομαι να είμαστε όλοι του χρόνου πάλι εδώ και να μην έχουμε χάσει όλοι κι άλλα». Η απλή αυτή ευχή αντιμετωπίστηκε με χαρά τεράστια –σαν ο άνθρωπος να είχε πει ξαφνικά ό,τι ήθελε να πει ο καθένας μας. Να μη χάσουμε κι άλλα. Ετσι απλά.
Ακούγεται λίγο σαν το τέλος των ονείρων, δεν είναι καθόλου συμβατό με το πνεύμα των γιορτών, δεν είναι, αν το σκεφτείς, και ιδιαιτέρως παρήγορο, αφού όλοι πολλά χάσαμε. Κυρίως βγάζει μια παράξενη ηττοπάθεια: είναι μια ευχή που γίνεται από έναν άνθρωπο που θεωρεί δεδομένο ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο να κερδίσεις το παραμικρό και αυτό από μόνο του είναι πρόβλημα. Είναι επίσης μια ευχή που σε βάζει σε μια λογική άμυνας: δεν παίζεις πια για να κερδίσεις, είσαι ευχαριστημένος να μη χάσεις –ακούγεται κομμάτι συντηρητικό. Αλλά είναι συγχρόνως και ρεαλιστικό και πραγματικό. Είναι σαν να εύχεσαι στον άλλον την αποδοχή της πραγματικότητας. Σε μια χώρα που αυτό δεν είναι καθόλου δεδομένο, είναι μια ωραία ευχή.
Τα χρόνια της κρίσης, οι ευχές είναι σαν κάπως να απέκτησαν ιδιαίτερο νόημα, σαν οι λέξεις να άλλαξαν παραμένοντας πάντα οι ίδιες. Το «σου εύχομαι μια καλή δουλειά» έγινε «σου εύχομαι γρήγορα να βρεις δουλειά». Το «και του χρόνου διπλός» υπονοούσε ότι είναι ώρα να παντρευτείς, και για να γίνει το κόστος της καθημερινότητας κάπως μικρότερο. Ακόμη και η «αγάπη» στα χρόνια της κρίσης ακούγεται πιο πολύ σαν καταπραϋντικό: αγαπιόμαστε για να αντέξουμε, να υποφέρουμε όλοι μαζί παρέα και όχι τόσο γιατί ο καθένας μας έχει ανάγκη από την ενέργεια που η αγάπη δημιουργεί και προσφέρει. Τέλος, πολλές φορές ασυναίσθητα, ακόμη και όταν εύχεσαι στον άλλον να έχει την υγεία του, υπονοείς ότι μέσα στις δυσκολίες που αντιμετωπίζεις δεν χρειάζεται κι άλλη μία. Παλιά, το γνωστό εορταστικό «υγεία πάνω από όλα» το έλεγες πιστεύοντας ότι αυτό είναι απλά η βάση μιας προσωπικής εκτόξευσης. Σήμερα το λες ευχόμενος στον άλλον την ελπίδα να μην αποκτήσει άλλους εφιάλτες: έχει αρκετούς.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το «να μη χάσουμε κι άλλα» είναι μια ευχή μεγάλη, που δίνεται ακριβώς γιατί μοιάζει απίθανο να πραγματοποιηθεί. Είναι, κατά κάποιον τρόπο, η νέα μεγάλη εθνική μας αυταπάτη –μια αυταπάτη ίσως και μεγαλύτερη από την ανάπτυξη, την έξοδο από τα μνημόνια, το τέλος της κρίσης κ.λπ. Αυτές οι άλλες αυταπάτες έχουν ένα κακό: ακόμη κι αν γίνουν πραγματικότητα, μπορεί να μη μας βοηθήσουν να μη χάσουμε κι άλλα. Είναι αυταπάτες που έχουν να κάνουν με οικονομικούς δείκτες και πολιτικές και όχι με την καθημερινότητά μας –κακά τα ψέματα.
Καθώς το τάιμ άουτ των γιορτών «τρέχει» και όπου να ‘ναι ολοκληρώνεται, πρέπει πάλι να σηκωθούμε από τον πάγκο. Δεν έχουμε κρατήσει στο κεφάλι σχεδόν τίποτε από όσα είπε ο προπονητής, αλλά ο στόχος είναι τελικά απλός. Να μη χάσουμε κι άλλα.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ