H EE έδειξε αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα κατά τη διάρκεια της πρόσφατης πολλαπλής κρίσης. Ταυτόχρονα, όσο και αν ακούγεται αντιφατικό, επέδειξε αξιοσημείωτα περιορισμένη ικανότητα να τη διαχειριστεί γρήγορα και αποτελεσματικά. Οι Ευρωπαίοι έκαναν τα πάντα. Από πράξεις υψηλού ορθολογισμού μέχρι επίδειξη ακατέργαστης αλαζονείας, εθνικιστικής υποκρισίας και κοντόφθαλμων εκλογικών στοχεύσεων, αναδεικνύοντας την πολυμορφία των αντιφατικών προσανατολισμών και συμφερόντων που δόμησαν και δομούν την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Σήμερα, το αίτημα αλλαγής αποτελεί κοινό τόπο. Από τις προτάσεις του Μακρόν και της Επιτροπής μέχρι τις επεξεργασίες ειδικών, οι ιδέες διόρθωσης του ευρωπαϊκού μακροσυστήματος είναι πολλές. Και οι φιλοδοξίες μεγάλες. Εν τούτοις, η ικανότητα αυτοδιόρθωσης και μετασχηματισμού είναι μικρή. Για τους παρακάτω κυρίως λόγους.

Βαρύ, αργό, νεοφιλελεύθερο σύστημα


Θεσμικός συντηρητισμός. Οι αποφάσεις στο εσωτερικό αυτής της «πολιτείας χωρίς κράτος» είναι το αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων, αφενός, μεταξύ των τριών πόλων του λεγόμενου θεσμικού τριγώνου (Συμβούλιο, Επιτροπή, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) και, αφετέρου, μεταξύ των 27 κρατών-μελών, με κεντρικό φυσικά, τα τελευταία χρόνια, τον ρόλο της Γερμανίας. Η ανεξαρτησία της ΕΚΤ και ο δυναμικός ρόλος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (το οποίο με τις αποφάσεις του προσέδωσε εύρος που υπερέβαινε τη βούληση των εθνικών κυβερνήσεων στο νεοφιλελεύθερο περιεχόμενο των ευρωπαϊκών πολιτικών) αυξάνουν τον θεσμικό πολυκεντρισμό του συστήματος. Η πολλαπλότητα των κέντρων εξουσίας και η επικάλυψη των βαθμίδων λήψης αποφάσεων έχουν καταστήσει την ΕΕ ένα σύστημα εγγενώς βασισμένο στον συμβιβασμό: συμβιβασμός μεταξύ θεσμών, μεταξύ κρατών-μελών και μεταξύ κομματικών οικογενειών. Η απόφαση είναι δύσκολη και, εφόσον ληφθεί, η αλλαγή της είναι ακόμη πιο δύσκολη. Ιδιαίτερα αν φέρει την υπογραφή της Γερμανίας. Κατά συνέπεια, η ΕΕ εμφανίζει «πολύ υψηλό βαθμό σταθερότητας πολιτικών» (Tsebelis).

Κεντρομόλος διακυβέρνηση. Η ευρωπαϊκή πολιτεία, ακριβώς γιατί θεμελιώνεται στη λειτουργία πολλών κέντρων ισχύος και στον συμβιβασμό, τείνει να παράγει σε επίπεδο ηγεσίας άτυπους (ή και τυπικούς) «μεγάλους συνασπισμούς». Οπως συνήθως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, ο ανταγωνισμός μεταξύ εναλλακτικών προτάσεων πολιτικής, ιδιαίτερα στα οικονομικά θέματα, περιορίζεται δραστικά. Η σύγκλιση των εθνικών κομμάτων στα θέματα για τα οποία η ΕΕ έχει ισχυρή αρμοδιότητα είναι πολύ μεγάλη –μεγαλύτερη από αυτήν που παρατηρείται σε χώρες αντίστοιχες αλλά μη μέλη της ΕΕ (Nanou και Dorussen, 2012). Tο εν λόγω μοντέλο διακυβέρνησης δεν είναι φυσικά καινούργιο. Είναι καινοφανής, ωστόσο, η άσκηση της εξουσίας μόνο ή κυρίως στη βάση αυτού του μοντέλου. Φαντάζεται κανείς ένα εθνικό πολιτικό σύστημα να κυβερνάται σχεδόν χωρίς διακοπή από ένα είδος μεγάλου συνασπισμού; Αυτή η σύγκλιση, πέραν του ότι γεννάει δυσαρέσκεια και αντι-ελιτισμό, πέραν του ότι δεν υπηρετεί καν το εκλογικό συμφέρον της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς, έχει μια κρίσιμη συνέπεια: δεν δημιουργεί όραμα και δεν παράγει φρεσκάδα, εμποδίζοντας την ανανέωση της ίδιας της Ευρώπης και των κομματικών οικογενειών που την κυβερνούν.

Ασθενής διακυβέρνηση. Επιπλέον, η ευρωπαϊκή διακυβέρνηση διακρίνεται από ένα διπλό και ταυτόχρονο έλλειμμα ισχύος των δημόσιων εξουσιών, έλλειμμα στο εθνικό επίπεδο, έλλειμμα και στο καθαυτό ευρωπαϊκό. Η ΕΕ έχει πλέον αρκετή δύναμη ώστε να περιορίζει καθοριστικά την εθνική κρατική κυριαρχία, αλλά δεν έχει αρκετή δύναμη ώστε ν’ αναδειχθεί η ίδια σε ισχυρή ομοσπονδιακή εξουσία. Το εξαιρετικά μικρό μέγεθος του κοινοτικού προϋπολογισμού είναι μια κρίσιμη όψη του ελλείμματος ισχύος των Βρυξελλών. Μια σουρεαλιστική εκδήλωση αυτού του ελλείμματος είναι η μη εφαρμογή του περίφημου φόρου χρηματοπιστωτικών συναλλαγών –τέσσερα και πλέον χρόνια μετά την ψήφισή του από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (με εισηγήτρια την Αννυ Ποδηματά) και την υιοθέτησή του από 11 κυβερνήσεις (και από τη γερμανική). Το ταυτόχρονο διπλό έλλειμμα ισχύος είναι ανεξάρτητο από τη δυναμική της παγκοσμιοποίησης. Παρατηρείται ειδικά στην Ευρώπη, προκαλείται από την παρούσα εξόχως ατελή φάση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και μειώνει την problem solving capacity των ευρωπαϊκών δημόσιων εξουσιών, κρατικών και κοινοτικών. Και, φυσικά, φέρει την ΕΕ σε θέση ανταγωνιστικής κατωτερότητας απέναντι στις πολύ πιο στιβαρές κεντρικές εξουσίες των ΗΠΑ και της Κίνας.
Ο θεσμικός συντηρητισμός (1), η διακυβέρνηση στο κέντρο (2), η ασθενής διακυβέρνηση και η περιορισμένη ικανότητα επίλυσης προβλημάτων (3) είναι χαρακτηριστικά δομικά. Σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε και το σχετικό «κλείδωμα» των νεοφιλελεύθερων οικονομικών πολιτικών (4) που δεν αναλύσαμε για λόγους χώρου. Τα χαρακτηριστικά αυτά δεν θα αλλάξουν αύριο. Οφείλονται (με την εξαίρεση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών) στην πολυκρατική – πολυκεντρική φύση της ΕΕ και δεν θα τροποποιηθούν εύκολα, έστω και αν ένας «νέος μεγάλος ιστορικός συμβιβασμός», για να χρησιμοποιήσω τη διατύπωση του Λουκά Τσούκαλη, λάβει χώρα στο κοντινό μέλλον.

Σενάρια: το πλάτος της ταλάντωσης

Η ΕΕ, κατά τη γνώμη μου, μπορεί να έχει την εξής μάξιμουμ ταλάντωση. Προς τα δεξιά, θα κινηθεί σε μια ζώνη πολιτικών κοντινή στη σημερινή, μια ζώνη κεντροδεξιού συντηρητικού μεταρρυθμισμού, νεοφιλελεύθερου τύπου (αλλά όχι στενά, διότι ο εν λόγω μεταρρυθμισμός εμπεριέχει κοινωνικά «αντίμετρα», όπως τα διαρθρωτικά ταμεία, καθώς και αξιοσημείωτα στοιχεία ρύθμισης). Πολύ πιο δεξιά δεν μπορεί να πάει. Προς τα αριστερά, θα μπορούσε να κινηθεί σε μια ζώνη πολιτικών πολύ ήπιου σοσιαλδημοκρατικού τύπου. Αυτό είναι το δεύτερο άκρο της ταλάντωσης, το ακραίο αριστερό.
Ας σταθούμε λίγο σε αυτό το δεύτερο, τελείως υποθετικό, σενάριο. Πράγματι, σε περίπτωση σημαντικής τροποποίησης του συσχετισμού υπέρ αριστερών δυνάμεων σε αρκετές χώρες ταυτόχρονα, και κυρίως στις βασικές (βλ. Γερμανία), θα ήταν δυνατόν να προωθηθεί μια πολιτική με τα εξής περίπου χαρακτηριστικά: ελαφρώς μικρότερη αυστηρότητα στην εφαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας, ευρωπαϊκές επενδύσεις σε υποδομές, ενίσχυση των ταμείων κοινωνικής συνοχής, μεγαλύτερη έμφαση στην πράσινη ανάπτυξη και, οριακά, μια πρώτη ατελής απόπειρα εναρμόνισης της φορολογικής πολιτικής. Το υπάρχον νομικό πλαίσιο και οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου αποτελούν νεοφιλελεύθερα κεκτημένα που δεν θα ανατραπούν άμεσα και χωρίς νέα νομοθεσία. Επίσης, δεν μπορεί να ανατραπεί η άνιση ανταγωνιστικότητα που προωθεί ο οδοστρωτήρας του ενιαίου νομίσματος και η οποία υπερ-αντισταθμίζει τις όποιες μεταφορές πόρων από τα διαρθρωτικά ταμεία. Αρα, το άκρο αριστερό σημείο τής (όχι πιθανής) ταλάντωσης θα μπορούσε να είναι μια πολύ ήπια εκδοχή σοσιαλδημοκρατικού μεταρρυθμισμού.
Στο πλαίσιο πάντα αυτού του σεναρίου, η εγκαθίδρυση μια πραγματικής «Ενωσης μεταφοράς πόρων» προς τις πιο φτωχές χώρες είναι μη ρεαλιστική: αφενός, γιατί οι απαιτούμενοι πόροι είναι υπερβολικά ακριβοί και, αφετέρου, γιατί μια σοβαρή κίνηση σε αυτή την κατεύθυνση θα προκαλούσε εκρηκτικές πολιτικές συγκρούσεις. Η Ευρώπη «μεταφοράς πόρων» όπως και η κοινωνική Ευρώπη αποτελούν δύο ευγενείς στόχους τμημάτων της Αριστεράς, σοσιαλδημοκρατικής και ριζοσπαστικής, οι οποίοι έχουν ελάχιστες προοπτικές υλοποίησης από ένα σύστημα αργό, κρατικά δομημένο, υπό τον έλεγχο της Γερμανίας και με πολλά ισχυρά νεοφιλελεύθερα κεκτημένα.
Δεν θεωρώ το ήπιο σοσιαλδημοκρατικό σενάριο ρεαλιστικό. Οι πιθανότητες υλοποίησής του είναι πολύ μικρές –δεν μπορεί όμως in abstracto να αποκλειστεί. Σε κάθε περίπτωση, η ΕΕ, στον μέσο χρόνο, δεν μπορεί να πάει πολύ πιο δεξιά από εκεί που βρίσκεται σήμερα, ούτε πιο αριστερά από έναν μετριοπαθή σοσιαλδημοκρατικό ορίζοντα δράσης. Στην ουσία, η ΕΕ, ακόμη δε περισσότερο η ευρωζώνη, λόγω κυρίως της δομής της –και όχι τόσο λόγω των «κακών» ελίτ –είναι ένα σύστημα εχθρικό στον ριζοσπαστισμό. Δεν ευνοεί ούτε τον αριστερό ούτε τον δεξιό και, φυσικά, ούτε τον φεντεραλιστικό ριζοσπαστισμό. Εννοείται δε ότι δεν ευνοεί ούτε τον οικονομικό, ειδικά δε τον δημοσιονομικό, λαϊκισμό.
Ο Νίκος Μουζέλης, από αυτές τις στήλες (26/11/2017), περιέγραψε τρία σενάρια με πιθανότερο «μια ενοποίηση με τη συνέχιση της γερμανικής κυριαρχίας και της λιτότητας που αυτή επιβάλλει». Προσυπογράφω τον πυρήνα αυτής της θέσης. Στο πλαίσιο της παρούσας ευρωπαϊκής θεσμικής και πολιτικής αρχιτεκτονικής, οι προτάσεις μεταρρυθμίσεων που διατυπώνονται είτε θα απορριφθούν μετά πολλών επαίνων είτε, όσες υιοθετηθούν, θα εμβαθύνουν τη διαδικασία ενοποίησης χωρίς να τροποποιήσουν ριζικά τις βαριές δομές και τάσεις που περιγράφηκαν ανωτέρω. Παρά το ότι σήμερα ξέρουμε περισσότερο από πριν ότι το μέλλον επιφυλάσσει εκπλήξεις, η ρεαλιστική αποτύπωση της κατάστασης επιβάλλει να φανταστούμε το ευρωπαϊκό μέλλον ως μια τροποποιημένη –ίσως οριακά βελτιωμένη –εκδοχή του παρόντος. Εκτός εάν μια νέα μεγάλη κρίση αλλάξει εκ νέου τα δεδομένα.
Ο κ. Γεράσιμος Μοσχονάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ