Η αιφνίδια γενναιοδωρία της κυβέρνησης προς κάθε αναξιοπαθούντα θέτει εκ των πραγμάτων το ερώτημα: Μύρισε εκλογές;
Η απάντηση είναι απλή και διπλή.
Αν μια κυβέρνηση μοιράζει λεφτά για να οικοδομήσει ένα εκλογικό μομέντουμ, είναι ενδεχομένως μια κυβέρνηση λαϊκιστών.
Αν όμως μοιράζει λεφτά χωρίς να αποβλέπει σε εκλογικά οφέλη, τότε δεν είναι μόνο μια κυβέρνηση λαϊκιστών. Είναι και μια κυβέρνηση ηλιθίων.
Ουδείς βεβαίως μπορεί να προεξοφλήσει τους σχεδιασμούς μιας κυβέρνησης που χαρακτηρίζεται κυρίως από έλλειψη σχεδιασμού.
Είναι χρήσιμο όμως να αναρωτηθούμε για μερικές βεβαιότητες που κυκλοφορούν περίπου ως δεδομένα.
Βεβαιότητα πρώτη. Ο Πρωθυπουργός ορίζει τον χρόνο των εκλογών.
Συνταγματικά, ναι. Πολιτικά, όχι. Πολιτικά προσδιορίζεται από την ευχέρεια διακυβέρνησης και το πολιτικό κεφάλαιο των κυβερνώντων.
Βεβαιότητα δεύτερη. Κανείς πρωθυπουργός δεν κάνει εκλογές για να τις χάσει.
Λογικά, ναι. Εκτός από τις περιπτώσεις που ξέρει πως είναι χαμένος για χαμένος. Και τότε κάνει εκλογές για να περιορίσει τη ζημιά.
Βεβαιότητα τρίτη. Η παράταση του βίου της κυβέρνησης λειτουργεί υπέρ της κυβέρνησης.
Ενίοτε ναι, συνήθως όχι. Και έως τώρα τίποτα δεν δείχνει ότι η παραμονή της σημερινής κυβέρνησης στην εξουσία έχει λειτουργήσει προς όφελός της.
Οταν στην πολιτική σε πάρει από κάτω, σπανίως υπάρχει αντιστροφή.
Βεβαιότητα τέταρτη. «Αυτοί δεν φεύγουν με τίποτα, θα ψηφίζουν τα πάντα και το αντίθετό τους!».
Λάθος. Αφενός, όλες οι κυβερνήσεις φεύγουν, εκτός αν κηρύξουν δικτατορία. Αφετέρου, η υπερψήφιση των πάντων έχει πολιτικό κόστος και το πολιτικό κόστος λειτουργεί πάντα σωρευτικά.
Η τελευταία σταγόνα είναι εκείνη που ξεχειλίζει το ποτήρι και απλώς δεν ξέρουμε εκ των προτέρων ποια θα είναι η τελευταία σταγόνα.
Αυτές οι τέσσερις (αγοραίες) βεβαιότητες λειτουργούν περίπου ως ασπίδα για την κυβέρνηση.
Η οποία θα της επιτρέψει να ξαναμπεί στο παιχνίδι; Δύσκολο. Αλλά θα τη βοηθήσει ίσως να παραμείνει στο παιχνίδι μετεκλογικά.
Διότι, αν θέλετε την ταπεινή γνώμη μου, αυτή είναι σήμερα η βασική επιδίωξη του ΣΥΡΙΖΑ: μια ισχυρή δεύτερη θέση και κάποια ερείσματα που θα του επιτρέψουν να επιβιώσει μετά τις εκλογές.
Πώς το επιδιώκουν;
Πρώτον, με τη δημιουργία εκλογικής βάσης μέσω φιλοδωρημάτων, επιδομάτων, ανοχής στην ανομία, φιλολαϊκής ρητορικής, δαιμονοποίησης του παρελθόντος και των αντιπάλων τους.
Δεύτερον, με έλεγχο της Δικαιοσύνης ώστε να αποκτήσουν ασπίδες προστασίας στο ενδεχόμενο διερεύνησης αμφιλεγόμενων προσώπων και υποθέσεων της διακυβέρνησής τους.
Τρίτον, με τις ποινικές διώξεις αντιπάλων τους (πολιτικών, επιχειρηματιών, εκδοτών…) ώστε να ενοχοποιήσουν προκαταβολικά τον έλεγχο των δικών τους πεπραγμένων αλλά και να αποκτήσουν ύλη για μετεκλογικούς συμβιβασμούς.
Τέταρτον, με την οικοδόμηση ερεισμάτων στον ευρύτερο δημόσιο χώρο. Η πίεση στον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Ι. Στουρνάρα (τον οποίο φιλοδοξούν να αντικαταστήσουν με τον… Δραγασάκη!) είναι για να μην αφήσουν την επιλογή νέου διοικητή στην επόμενη κυβέρνηση. Η θητεία Στουρνάρα λήγει το 2019.
Πέμπτον, με τη δημιουργία ενός ελεγχόμενου προπαγανδιστικού μηχανισμού, ο οποίος θα μπορέσει να λειτουργήσει και σε συνθήκες αντιπολίτευσης.
Εως τώρα πάντως τα εκδοτικά εγχειρήματά τους έχουν αποτύχει, η φιλοκυβερνητική στροφή τηλεοπτικών καναλιών (ΑΝΤ1, Alpha) δεν είναι βέβαιο ότι θα τους συνοδεύσει στην αντιπολίτευση, ενώ και ο βόρβορος κάποιων επιδοτούμενων sites έχει μάλλον καταντήσει γραφικός.
Εκτον, με τη δημιουργία ενός μπλοκ φιλικών συμφερόντων, τα οποία θα τους στηρίξουν και μετά τις εκλογές.
Υπενθυμίζω εδώ πάντως τη ρήση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη που έλεγε ότι υπάρχουν δύο κατηγορίες Ελλήνων που ψηφίζουν την επομένη των εκλογών και πάντα εκείνον που έχει βγει την προηγουμένη: οι παπάδες και οι επιχειρηματίες.
Δεν ξέρω αν θα πετύχουν τα παραπάνω. Αλλά τα επιδιώκουν. Και η διασφάλιση της μετεκλογικής επιβίωσης των κυβερνώντων θα προσδιορίσει τον χρόνο των εκλογών πολύ περισσότερο από κάθε ορθολογικό σενάριο.
Χωρίς φυσικά να ξεχνάμε την πεμπτουσία της πολιτικής: τον απρόβλεπτο παράγοντα.

Αεριτζήδες!

Στις κανονικές χώρες, η κυβέρνηση διαπραγματεύεται με τις άλλες χώρες όποιο εξωτερικό θέμα προκύψει.
Αν συμφωνήσουν, φέρνουν τη συμφωνία στο Υπουργικό Συμβούλιο.
Αν εγκριθεί, τότε η συμφωνία τίθεται υπόψη των άλλων πολιτικών δυνάμεων και της Βουλής.
Αλλά μόνο τότε! Εως τότε η υπόθεση αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα της κυβέρνησης.
Στην Ελλάδα τα πράγματα πάνε ανάποδα. Η μισή κυβέρνηση διαφωνεί με την άλλη μισή και εγκαλεί την αντιπολίτευση για μια συμφωνία που δεν υπάρχει ακόμη και για την οποία ουδείς γνωρίζει αν συμφωνεί η κυβέρνηση.
Πώς το είπε ο Τζανακόπουλος στην Ντόρα; «Η εξωτερική πολιτική δεν γίνεται με tweets!». Πολύ σωστά.
Κυρίως όμως δεν γίνεται με άσχετους και αεριτζήδες!

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ