* Περιβαλλοντική πολιτική και Ευρωπαϊκή Ενωση


Από τον Μεσαίωνα ως τη σύγχρονη εποχή, η κοινωνική, πολιτισμική και οικονομική ανάπτυξη της Ευρώπης βασίστηκε στην πόλη. Η κοινή ιστορία των ευρωπαϊκών πόλεων τους προσέδωσε κοινή όψη. Τους μικρούς δρόμους των μεσαιωνικών κέντρων, τα μεγάλα έργα του 18ου αιώνα και τους μετασχηματισμούς του 19ου και του πρώιμου 20ού αιώνα συμπληρώνουν σήμερα τα γιγαντιαία εμπορικά κέντρα, η παρακμή των άλλοτε ιστορικών κέντρων των πόλεων, η κυκλοφοριακή συμφόρηση, η ομοιόμορφη και μέτρια αρχιτεκτονική στο κέντρο και στην περιφέρεια.


Το μείζον πρόβλημα σήμερα για τις πόλεις είναι η επαναδιατύπωση των αναπτυξιακών τους στόχων τόσο ως προς το περιεχόμενό τους όσο και ως προς την κλίμακά τους. Την κλίμακα αυτή την καθορίζει η λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση». Σήμερα, καμία χώρα δεν μπορεί να προχωρήσει μόνη της σε μια απόλυτη αυτοθέσπιση και επομένως και καμία πόλη δεν μπορεί να αγνοεί την οικονομική πολιτική αλλά και την αδυναμία να αντιμετωπίσει μόνη της τα τεράστια προβλήματα. Η παγκοσμιοποίηση καθιστά ασήμαντες τις διαφορές ανάμεσα στις σύγχρονες πόλεις και καθιστά τη συζήτηση για τη βιωσιμότητα του αστικού περιβάλλοντος επίκαιρη για κάθε πόλη. Σε αυτό το πλαίσιο, ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι κρίσιμος για τρεις λόγους:


Πρώτον, η Ευρωπαϊκή Ενωση συγκροτεί μια μεγάλη οικονομική και πολιτική δύναμη ώστε να μπορεί να συμβάλει στην επαναδιατύπωση των όρων της ανάπτυξης με σχετικά αυτόνομους όρους, όπου η προστασία του περιβάλλοντος θα παίζει πρωταρχικό ρόλο. Δεύτερον, η προστασία του περιβάλλοντος σχετίζεται με πρότυπα συμπεριφοράς και με τον πολιτισμό. Η Ευρώπη παρέχει τον χώρο εκείνο όπου παρά την επιρροή των καταναλωτικών προτύπων συμπεριφοράς, ο χώρος προβάλλει ακόμη αντιστάσεις. Τρίτον και σημαντικότερο, η πολιτική συγκρότηση της Ευρώπης είναι μια ανοικτή διαδικασία και σε αυτήν ο ρόλος των πόλεων δεν έχει σαφώς καθοριστεί.


Οι πολιτικές στην Ευρώπη προβάλλουν πολλά από τα προβλήματα που επηρεάζουν τις ευρωπαϊκές πόλεις, αλλά αυτές είναι αποσπασματικές, πρόσκαιρες και στερούμενες οράματος. Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που αφορούν το αστικό περιβάλλον απαιτείται μια ευρύτερη εξέταση της προέλευσής τους καθώς και μια σφαιρική και όχι κατά τομείς προσέγγιση. Αυτό σημαίνει προσδιορισμό όχι μόνο των άμεσων αιτιών της περιβαλλοντικής υποβάθμισης αλλά και εξέταση των κοινωνικών και οικονομικών επιλογών, οι οποίες αποτελούν τη ρίζα των προβλημάτων αυτών. Απαιτείται μια πολιτική η οποία δεν θα υπολογίζει μόνο τα βραχυχρόνια κόστη και οφέλη αλλά θα θεωρεί κάποιους τομείς του περιβάλλοντος απόλυτους περιοριστικούς όρους στη διαμόρφωσή της.


Τα προβλήματα των πόλεων αποτελούν προειδοποιητικό σήμα μιας βαθύτερης κρίσης που καθιστά αναγκαία την επανεξέταση των μοντέλων οργάνωσης και αστικής ανάπτυξης που ισχύουν σήμερα. Ολες οι ευρωπαϊκές πόλεις δεν αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα, εφόσον η γεωγραφική τους θέση, η οικονομική και κοινωνική τους ανάπτυξη και οι διαφορετικές οικονομικές τους λειτουργίες διαφέρουν. Απαιτούνται νέες πολιτικές για την ενδυνάμωση του ρόλου των πόλεων ως χώρων κοινωνικής και πολιτισμικής συνοχής, οικονομικής ευμάρειας και βιώσιμης ανάπτυξης, ως χώρων βάσεων για την τοπική δημοκρατία. Αυτά είναι και τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει μια κοινή ευρωπαϊκή αστική πολιτική.


*Θεσμοί και περιβαλλοντική διαχείριση


Στην εποχή μας, καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε νέα δεδομένα: τον αναβαθμισμένο ρόλο των πόλεων, τις νέες μορφές αστικότητας, τη σχέση μεταξύ αστικής και περιφερειακής ανάπτυξης, την προστασία του περιβάλλοντος και την αποκατάσταση της συνέχειας του αστικού ιστού. Αυτά τα νέα δεδομένα δημιουργούν δυσκολίες αλλά δεν μπορεί και δεν πρέπει να δημιουργούν εμπόδια στο να δοθούν απαντήσεις στις ανάγκες και στις αναμονές της κοινωνίας. Γι’ αυτούς τους λόγους το περιβαλλοντικό ζήτημα είναι διαχειριστικό, επιστημονικό, πολιτισμικό αλλά και πολιτικό.


Για την προστασία του περιβάλλοντος δεν αρκεί να γνωρίζουμε το νομοθετημένο ορθό. Οφείλουμε να αλλάξουμε συμπεριφορές και να υιοθετήσουμε ως πολίτες την έννοια της συνυπευθυνότητας. Αυτή είναι μια προϋπόθεση για τη λειτουργία όλων των θεσμών που ξεπερνά τις ανάγκες της εποχής μας και ανάγεται στον τρόπο που το άτομο αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως πολίτη.


Η ανθρωποκεντρική θεώρηση του κόσμου μας, που είναι στο επίκεντρο όλων των ιδεολογιών τους τελευταίους αιώνες, είχε και εξακολουθεί να έχει καταστροφικές συνέπειες για το παγκόσμιο οικοσύστημα. Η επιβίωση των οικοσυστημάτων και η συνεχής συμβολή τους στην ευημερία του ανθρώπου εξαρτώνται από την αναγνώριση των οικολογικών, κοινωνικών, οικονομικών και πολιτισμικών αξιών που ενέχονται στα οικοσυστήματα και από τις αρνητικές επιπτώσεις που συνεπάγεται η καταστροφή τους. Η μέχρι σήμερα εμπειρία από τις ισχύουσες πολιτικές περιβαλλοντικής προστασίας αναδεικνύει ως κεντρικό σημείο τη ρυθμιστική παρέμβαση του κράτους, παρέμβαση η οποία στηρίζεται κατ’ αρχήν στις τεχνολογικές γνώσεις.


Η κοινή γνώμη, αντιμετωπίζοντας αφενός τη δραματικότητα των σοβαρών περιβαλλοντικών προβλημάτων και αφετέρου την αδυναμία των κυβερνήσεων να δράσουν αποφασιστικά και αποτελεσματικά, εκφράζεται μέσα από συγκροτημένες ομάδες ευαισθητοποιημένων πολιτών. Το πεδίο δράσης αυτών των ομάδων απορρέει είτε από την έλλειψη θεσμοθετημένου κοινωνικού διαλόγου είτε από το γεγονός ότι οι πολίτες βρίσκονται πιο μπροστά από την πολιτική τους εκπροσώπηση. Η κοινωνία των ευαισθητοποιημένων πολιτών θα κριθεί και από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Το νόημα της Ολυμπιάδας έχει ταυτιστεί με φορείς και κινήματα πολιτών ανά τον κόσμο για την προώθηση της ειρήνης. Η δημιουργία ενός σοβαρού οικολογικού κινήματος στη χώρα μας θα μπορούσε χρονικά να συμπέσει και να ωριμάσει μέσα στην επόμενη επταετία, καθώς το νόημα των Αγώνων αυτών ξεπερνά το χαρακτηριστικό του πολιτιστικού και αθλητικού γεγονότος και σχετίζεται με αξίες και αναπτυξιακά πρότυπα που θα κυριαρχήσουν στις επόμενες γενιές.


Το περιβάλλον και η διαχείρισή του είναι ευθύνη και ταυτόχρονα δοκιμασία. Είναι ευθύνη συμμετοχής, δημιουργίας και πρότασης. Είναι η δοκιμασία ενός πολιτισμού που οριοθετεί η σχέση ανάμεσα στην καταστροφή του περιβάλλοντος, στο τωρινό οικονομικό μοντέλο και στο πολιτιστικό του υπόβαθρο. Αυτό που χρειάζεται είναι να αμφισβητηθεί η ίδια η έννοια της προόδου που ταυτίζεται με τεχνολογικές και οικονομικές παραμέτρους μετρήσιμες στην αγορά, ενώ ελάχιστα αναφέρεται σε ποιοτικές παραμέτρους, όπως η αρμονική ισορροπία του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον, του πολίτη με τον αστικό χώρο, του ανθρώπου με τον συνάνθρωπό του. Η οικονομική ανάπτυξη που υποτιμά τη συνοχή και τη συνέχεια των αστικών περιοχών δεν είναι βιώσιμη μακροχρόνια.


*Βιώσιμες πόλεις


Στις ευρωπαϊκές πόλεις ζει η πλειονότητα του πληθυσμού της ηπείρου. Οι πόλεις συνιστούν κέντρα πλούσια σε ιστορία και παραδόσεις, σε βιομηχανικές, εμπορικές και κάθε είδους δραστηριότητες. Τα χαρακτηριστικά των πόλεων διαμορφώνουν τη φυσιογνωμία των πολιτών και τον τρόπο ζωής τους, με αποτέλεσμα να λειτουργούν ως σημεία αναφοράς. Η αξία του αστικού περιβάλλοντος αποτελεί κοινωνικό αίτημα καθώς το περιβάλλον δεν νοείται μόνο ως φυσικός χώρος, αλλά κυρίως ως οργανική ενότητα που συνδέει τον άνθρωπο με τη φύση και τον πολιτισμό. Η κοινωνική μας συνείδηση και η ανθρωπιά μας κρίνονται και από τον τρόπο με τον οποίο προστατεύουμε το περιβάλλον της πόλης μας.


Στην προσπάθεια αντιμετώπισης των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες πόλεις, ατμοσφαιρική ρύπανση, απορρίμματα, θόρυβος, μόλυνση υδάτων, πιέσεις στη γη για αστική ανάπτυξη, υποβάθμιση της ποιότητας της ζωής και του αστικού τοπίου, πρέπει να είμαστε ευαίσθητοι στον πλούτο των πόλεών μας και να προστατεύουμε ό,τι πολύτιμο έχουν. Οι πόλεις παρέχουν πλούσια οικοσυστήματα χλωρίδας και πανίδας που συμβάλλουν στη διατήρηση της παγκόσμιας βιοποικιλότητας.


Βρισκόμαστε ως ευρωπαϊκός χώρος μπροστά σε απρόσμενες εξελίξεις. Εξελίξεις με επιπτώσεις στην εικόνα που έχουμε για την πόλη μας. Και σε αυτό το σημείο εστιάζεται η ευθύνη μας απέναντι στον πολίτη, ο οποίος βλέπει τη σημερινή υλοποιημένη αστική εικόνα ως τη μόνη δυνατή πραγματικότητα με την οποία δύσκολα ταυτίζεται. Από τη μια πλευρά έχουμε να αντιμετωπίσουμε προβλήματα μετασχηματισμού της υφιστάμενης πόλης, ενώ από την άλλη προβλήματα δόμησης του ευρύτερου υπό διαμόρφωση αστικού χώρου. Προκειμένου να αποδοθεί συνοχή στις αναπτυξιακές επεμβάσεις, πρέπει να αντιμετωπίζουμε τον αναπτυξιακό σχεδιασμό συνολικά και να ενσωματώνουμε την περιβαλλοντική πολιτική σε όλες τις άλλες πολιτικές.


Για να εξασφαλιστεί μια σταθερή βάση για καλύτερες αποφάσεις σε θέματα που αφορούν στην αστική ανάπτυξη θα πρέπει, πρώτον, να υπάρχει ουσιαστική και συγκρίσιμη πληροφόρηση για τις πόλεις ιδιαίτερα ανάμεσα σε τοπικές και άλλες δημόσιες αρχές υπεύθυνες για την πολιτική των πόλεων και, δεύτερον, να χρησιμοποιηθούν και να αξιοποιηθούν τα σύγχρονα διαχειριστικά εργαλεία, όπως «ο Αστικός Περιβαλλοντικός Ελεγχος» (Urban Audit) και οι δείκτες βιωσιμότητας.


*Ενημέρωση και ευαισθητοποίηση


Η ενημέρωση και η ευαισθητοποίηση του πολίτη αποτελούν ίσως το σημαντικότερο θέμα για την υιοθέτηση ενός τρόπου ζωής που σέβεται τα όρια και εκτιμά το μέτρο. Η εξοικονόμηση ενέργειας αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του καταλυτικού ρόλου της πληροφόρησης. Στον συγκοινωνιακό και οικιστικό τομέα η μεγαλύτερη κατανάλωση ενέργειας γίνεται από ανθρώπους και όχι από θεσμούς. Μια πολιτική που αποσκοπεί στην ορθολογικότερη χρήση της ενέργειας πρέπει επομένως να έχει στόχο της τον χρήστη στο σπίτι και το αυτοκίνητο. Ο αναγκαίος αυτοπεριορισμός προϋποθέτει σωστή ενημέρωση και εμπιστοσύνη στους θεσμούς.


Η δημοσιογραφική συμβολή στην ευαισθητοποίηση του πολίτη είναι κρίσιμη καθώς απευθύνεται τόσο στο λογικό όσο και στο θυμικό του πολίτη. Εδώ υπάρχει ένα θέμα για το πώς τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και οι δημοσιογράφοι αντιλαμβάνονται την κοινωνική τους ευθύνη, να πληροφορούν και να ευαισθητοποιούν τον πολίτη και να διαμορφώνουν την κοινή γνώμη σε θέματα καίρια για την ποιότητα της ζωής μας, όπως είναι η ανάπτυξη και το περιβάλλον.


Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης οφείλουν να παρέχουν το πεδίο για την αντιπαράθεση των απόψεων, το βήμα για τον δημόσιο διάλογο σε θέματα που αφορούν στη ζωή μας. Η δημοσιογραφική ευαισθησία οφείλει να κεντρίζει τον προβληματισμό του πολίτη σε βαθμό που να αμφισβητεί την κυρίαρχη αντίληψη για την ανάπτυξη και να εκλαϊκεύει τον επιστημονικό λόγο έτσι ώστε ο πολίτης να συνειδητοποιεί το μέγεθος των προβλημάτων.


*Περιβαλλοντική πολιτική, κεντρική, περιφερειακή και τοπική διοίκηση


Η συνεισφορά των πόλεων στον κεντρικό στόχο της συνεκτικότητας της Ευρώπης και η ανάγκη για μια ευρωπαϊκή αστική πολιτική πρέπει να αποτελούν προτεραιότητες της ευρωπαϊκής πολιτικής. Η αστική πολιτική δεν μπορεί να διαμορφώνεται ανεξάρτητα από την περιφερειακή πολιτική, καθώς διαρθρωτικές αλλαγές στις αστικές περιοχές μπορεί να λειτουργήσουν ως κομβικά σημεία στη διαμόρφωση μιας πολιτικής για την περιφέρεια. Ενα καλύτερο αστικό περιβάλλον όχι μόνο βελτιώνει την ποιότητα ζωής για μας που ζούμε σε αυτό αλλά παράλληλα ανακουφίζει την περιφέρεια. Η βελτίωση του αστικού περιβάλλοντος είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την προστασία και της αγροτικής Ελλάδας.


Η διαμόρφωση, ο συντονισμός και η εφαρμογή της περιβαλλοντικής πολιτικής πλήττεται σοβαρά από τον κατακερματισμό των αρμοδιοτήτων και την ανυπαρξία συνεχούς και ουσιαστικής συνεργασίας ανάμεσα στους φορείς, τόσο ανάμεσα στους δήμους και στην κεντρική διοίκηση όσο και διαδημοτικά. Επιβάλλεται ο συντονισμός των διαφόρων κλάδων γιατί αλλιώς προκύπτει μια ανισομερής ανάπτυξη ανάμεσα σε συγκοινωνίες, οικιστική πολιτική, διευθέτηση της γης και οικονομική επέκταση.


Οι τοπικές αρχές ολοένα και περισσότερο γίνονται δέκτες πιέσεων και απαιτήσεων για να ανταποκριθούν σε περιβαλλοντικά ζητήματα. Διεθνείς συμφωνίες και εθνικές νομοθεσίες προσδίδουν έμφαση στο τοπικό επίπεδο σαν το πιο κατάλληλο επίπεδο δράσης και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση σαν την πιο αρμόδια αρχή για τέτοια δράση. Μια πτυχή της αρμοδιότητας της τοπικής αρχής για δράση είναι η οικονομική ανάπτυξη. Η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης που σηματοδοτεί τη διεθνή και εθνική νομοθεσία και πολιτική απαιτεί την ενσωμάτωση της οικονομικής με την περιβαλλοντική πολιτική. Οι ενοποιημένες αυτές πολιτικές πρέπει να αναπτύσσονται και να εφαρμόζονται με τη συμμετοχή όλων των φορέων. Σημαντικός είναι ο ρόλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην προαγωγή του διαλόγου ανάμεσα στους τοπικούς φορείς.


Οι τοπικές αρχές πρέπει να κατανοούν την ευρωπαϊκή περιβαλλοντική νομοθεσία και τον τρόπο που αυτή ενσωματώνεται σε άλλες πολιτικές, όπως είναι η περιφερειακή ανάπτυξη, για δύο λόγους: πρώτον, γιατί αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσονται οι τοπικές πρωτοβουλίες και η τοπική πολιτική και, δεύτερον, γιατί μέσα σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο μπορούν και πρέπει οι τοπικές επιλογές πολιτικής να επηρεάζουν τα κριτήρια της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης. Σε ολόκληρη την Ευρώπη αυξάνεται ο ανταγωνισμός μεταξύ των πόλεων για την προσέλκυση οικονομικών δραστηριοτήτων και επενδύσεων υψηλού επιπέδου. Οι πόλεις καλούνται να προσφέρουν ελκυστικότερη ποιότητα ζωής και ανταγωνίζονται στην προσφορά καλού περιβάλλοντος, συμμορφούμενες στις απαιτήσεις συγκεκριμένων τομέων οικονομικής δραστηριότητας και προσαρμόζοντας τη μορφή τους. Για τον λόγο αυτόν δεν νοείται οικονομική πολιτική χωρίς μια μείζονα περιβαλλοντική μέριμνα.


Το «περιβάλλον» από σύνθημα πρέπει να γίνει συνείδηση, εκπαίδευση και πολιτική. Τα περιβαλλοντικά προβλήματα στις πόλεις παρουσιάζουν πολυπλοκότητα. Για την αντιμετώπισή τους είναι αναγκαίο να διαμορφωθεί μια ευρωπαϊκή αστική πολιτική και μια εθνική στρατηγική στο πλαίσιο της οποίας η Τοπική Αυτοδιοίκηση πρέπει να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο συμμετέχοντας στα όργανα που παίρνουν τις κρίσιμες αποφάσεις για το περιβάλλον.


Ο κ. Δημήτρης Λ. Αβραμόπουλος είναι δήμαρχος Αθηναίων.