Βαδίζοντας στον ένατο χρόνο της κρίσης, έχει γίνει πλέον ξεκάθαρο ότι δεν υπάρχει εύκολος τρόπος για να βγούμε από τη στενωπό. Οσοι ακόμη –ευτυχώς λίγοι –εξακολουθούν να πιστεύουν ότι υπάρχει άλλος δρόμος για την επανεκκίνηση της οικονομίας από αυτόν των μεταρρυθμίσεων, στην ουσία δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να συνεχίζουν να αρνούνται την πραγματικότητα. Αναζητούν και πάλι την εύκολη λύση, αντί να αποδεχθούν τις αλλαγές εκείνες που πρέπει να γίνουν στην παραγωγή, στην αγορά, στην κοινωνία, στην Παιδεία, στη δημόσια διοίκηση, στη Δικαιοσύνη και αλλού για να μπορέσει η οικονομία να επιτύχει υψηλούς και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης.
Βεβαίως δεν χρειάζεται να ανακαλύψουμε την πυρίτιδα. Αλλες χώρες, πριν από εμάς, που πραγματοποίησαν τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις και σήμερα απολαμβάνουν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, μας δείχνουν τον δρόμο, ο οποίος δεν είναι άλλος από τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Διότι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την αύξηση των εξαγωγών και την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων που θα οδηγήσουν στην ανάκαμψη της οικονομίας.
Αυτός θα πρέπει να είναι ο βασικός στόχος του νέου αναπτυξιακού σχεδίου που έχει ανάγκη η χώρα ώστε να επιτύχουμε υψηλούς και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης, της τάξεως του 2,5%, που προβλέπονται στο πρόγραμμα και οι οποίοι θα μπορούν να παράγουν τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 3,5% τα επόμενα χρόνια.
Και για να τον πετύχουμε θα πρέπει να υλοποιηθούν με ταχύτερο ρυθμό οι μεταρρυθμίσεις που περιέχονται στο Μνημόνιο, ειδικότερα για τη δημόσια διοίκηση και την απλούστευση των διαδικασιών που αφορούν την αδειοδότηση νέων επιχειρηματικών σχεδίων, την απονομή δικαιοσύνης και τη μείωση της γραφειοκρατίας.
Ταυτόχρονα, οι μεταρρυθμίσεις θα διευκολύνουν την ανασύνταξη της ελληνικής παραγωγής. Διότι για να ευημερήσει η χώρα θα πρέπει να παράγει προϊόντα όχι για την εσωτερική αγορά αλλά για τη διεθνή. Προς την κατεύθυνση αυτή η παραγωγοί θα πρέπει να στραφούν στη δημιουργία υψηλής ποιότητας καινοτόμων προϊόντων που θα μπορούν να σταθούν με αξιώσεις στις αγορές του εξωτερικού.
Και αυτό δεν πρόκειται να συμβεί από τη μία ημέρα στην άλλη. Χρειάζονται εθνικό σχέδιο, χρόνος και συνέπεια στην εφαρμογή του από διαδοχικές κυβερνήσεις. Διότι μόνο έτσι θα μπορέσει η χώρα να κτίσει όνομα (brand name), να δημιουργήσει ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες στους τομείς που έχει συγκριτικά πλεονεκτήματα, όπως ο τουρισμός και ο αγροτοδιατροφικός τομέας, και να αποκτήσει αξιοπιστία στις συναλλαγές με το εξωτερικό.
Η Ελλάδα, έχοντας καταγράψει σημαντική πρόοδο σε δημοσιονομικό επίπεδο με την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων πάνω από τον στόχο για δεύτερη συνεχή χρονιά και ταυτόχρονα αξιοσημείωτη βελτίωση στα μακροοικονομικά της μεγέθη με τη διατήρηση θετικών ρυθμών ανάπτυξης για τρίτο συνεχές τρίμηνο, για πρώτη φορά εδώ και δέκα χρόνια, θα πρέπει το 2018 να επιδείξει ανάλογα επιτεύγματα και στην υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και θα προσελκύσουν επενδύσεις, που είναι απαραίτητες για την ανάταξη της οικονομίας.
Είναι τώρα η ώρα η χώρα να αποκτήσει ένα αναπτυξιακό σχέδιο που να υπηρετεί ένα νέο παραγωγικό μοντέλο που θα στηρίζεται στην εξωστρέφεια. Διότι μόνο με την υιοθέτηση ενός τέτοιου μοντέλου θα μπορέσουμε να δώσουμε οριστικό τέλος στις παθογένειες που μας οδήγησαν στη βαθιά κρίση που βιώνουμε, στα μνημόνια και στη διεθνή εποπτεία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ