Ανεξάρτητα με το αν η διανομή «κοινωνικού μερίσματος» από την υπερφορολόγηση είναι σωστή ή λάθος πολιτική επιλογή, το ερώτημα που τίθεται είναι γιατί διανεμήθηκε το σύνολο της «δημοσιονομικής υπεραπόδοσης» ως «κοινωνικό μέρισμα». Και το ερώτημα τίθεται διότι, παρά τις προσπάθειες που έχουν γίνει για πάταξη της φοροδιαφυγής, τα αποτελέσματα είναι αποκαρδιωτικά εξαιτίας και της έλλειψης πόρων για επενδύσεις, οι οποίες θα ενίσχυαν την υποδομή που είναι απαραίτητη για την αύξηση των φορολογικών εσόδων. Είναι πολλές οι περιπτώσεις που το Δημόσιο χάνει έσοδα εξαιτίας των απαρχαιωμένων υποδομών που διαθέτει και τις οποίες δεν μπορεί να αντικαταστήσει επειδή δεν έχει τα λεφτά. Για παράδειγμα, οι υπολογιστές με τους οποίους είναι εξοπλισμένες οι Εφορίες και η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων χρονολογούνται από την προηγούμενη δεκαετία και οι δυνατότητές τους είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Διότι ενώ από τη μία το Δημόσιο ζητάει και συγκεντρώσει μεγάλο όγκο δεδομένων από τράπεζες (κινήσεις καταθετικών λογαριασμών, εμβασμάτων κ.λπ.), συναλλαγές με κάρτες πληρωμών, αποδείξεις κ.ο.κ., τα μηχανήματα που καλούνται να επεξεργαστούν αυτόν τον τεράστιο όγκο δεδομένων δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν. Δεν μπορούν να κάνουν τις απαιτούμενες διασταυρώσεις για να βρεθούν όσοι φοροδιαφεύγουν. Ετσι, μπορεί, για παράδειγμα, να έχει αυξηθεί η χρήση των καρτών στις καθημερινές συναλλαγές, όμως όσοι έμποροι και καταστηματάρχες δεν αποδίδουν τον ΦΠΑ ή δεν δηλώνουν το σύνολο των πωλήσεών τους στην Εφορία, είναι δύσκολο να εντοπιστούν. Μπορεί να εντοπιστούν μόνο από δειγματοληπτικούς ελέγχους.
Το ίδιο ισχύει και στις Εφορίες, όπου π.χ. πρόσβαση στο Internet έχει μόνο ο διευθυντής!
Επίσης στα τελωνεία μόλις εφέτος άρχισαν να τοποθετούνται τα πρώτα μηχανήματα που ανιχνεύουν λαθραία τσιγάρα με ακτίνες Χ (scanners)! Και όχι σε όλα. Σε μια χώρα με δεκάδες σημεία εισόδου εξαιτίας της μορφολογίας της, τέτοια μηχανήματα έχουν τοποθετηθεί μόλις σε 5 τελωνεία και σχεδιάζεται να τοποθετηθούν στο εγγύς μέλλον σε άλλα 12. Ομως το πόσο «εγγύς» θα είναι αυτό το μέλλον επαφίεται στα γρανάζια της ελληνικής γραφειοκρατίας και στις αγκυλώσεις του δημόσιου τομέα. Διότι για να ολοκληρωθεί η προμήθεια των scanners στα τελωνεία χρειάστηκαν χρόνια και διαδοχικές κυβερνήσεις.
Το πρόβλημα το έχει διαπιστώσει και επισημάνει επανειλημμένως η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων. Ομως ακόμη περιμένει να βρεθούν οι απαιτούμενοι πόροι για την αποτελεσματική λειτουργία της. Για παράδειγμα, όταν η διοίκηση της Ανεξάρτητης Αρχής ελλείψει πόρων για την προμήθεια σύγχρονων και ισχυρών υπολογιστών πρότεινε να προχωρήσει στην απόκτησή τους με leasing, μέθοδο που χρησιμοποιείται ευρέως στον ιδιωτικό τομέα, η απάντηση ήταν «στο Δημόσιο δεν επιτρέπεται το leasing». Με αυτή τη δικαιολογία οι φοροδιαφεύγοντες κάνουν πάρτι στην υγειά των κορόιδων που τροφοδοτούν το «υπερπλεόνασμα».
Εύλογα λοιπόν γεννούνται ερωτήματα ως προς τη σκοπιμότητα της επιλογής όταν το Δημόσιο βρίσκει λεφτά από τη «δημοσιονομική υπεραπόδοση» που θα μπορούσαν να κλείσουν τις τρύπες της φοροδιαφυγής και να ελαφρύνουν τους πολίτες από την υπερφορολόγηση και τα ξοδεύει στο σύνολό τους για την καταβολή «κοινωνικού μερίσματος». Διότι οι επενδύσεις που απαιτούνται στην Ανεξάρτητη Αρχή είναι της τάξεως των λίγων εκατοντάδων εκατομμυρίων και οι οποίες θα αποφέρουν πολλαπλάσια έσοδα στο δημόσιο ταμείο που θα επιτρέψουν στην κυβέρνηση να ασκήσει διευρυμένη κοινωνική πολιτική. Αντ’ αυτού επιλέγεται το σύνολο των 1,4 δισ. ευρώ να διατεθεί ως «κοινωνικό μέρισμα». Αναμφίβολα πρόκειται για κοντόφθαλμη επιλογή που χαρακτηρίζει το εγχώριο πολιτικό σύστημα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ