Ενας τρόπος για να ορίσει κανείς τη νεωτερικότητα είναι να την δει ως τη μορφή εκείνη κοινωνικής οργάνωσης που κυριάρχησε στην Ευρώπη μετά τη Γαλλική και τη Βιομηχανική Επανάσταση. Από κοινωνιολογική άποψη δύο είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της:


Πρώτον, η νεωτερικότητα χαρακτηρίζεται από πρωτοφανή κοινωνική κινητοποίηση, καθώς διοικητικές και επικοινωνιακές τεχνολογίες διεισδύουν στην περιφέρεια της κοινωνίας υποσκάπτοντας τους παραδοσιακούς τοπικισμούς και εντάσσοντας την πλειονότητα του πληθυσμού στα ευρύτερα οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισμικά πλαίσια του έθνους – κράτους. Μπορεί κανείς να αντιληφθεί τη μοναδικότητα της νεωτερικότητας αν συγκρίνει τους ελάχιστους δεσμούς που υπήρχαν μεταξύ παραδοσιακών υπηκόων και προβιομηχανικού κράτους με το ευρύτατο πλέγμα σχέσεων που διατηρεί ο σημερινός πολίτης με το κράτος (σχολεία, ταχυδρομεία, εθνικά δίκτυα τηλεπικοινωνιών κ.ο.κ.).


Το δεύτερο ιδιαίτερο γνώρισμα της νεωτερικότητας είναι ο επίσης πρωτοφανής βαθμός θεσμικής διαφοροποίησης, καθώς η οικονομία, η πολιτική εξουσία, η κοινωνία, ο πολιτισμός και η θρησκεία τείνουν να αποκτήσουν ξεχωριστές δυναμικές, ξεχωριστές αξίες και ξεχωριστές λογικές. Παρόμοιου τύπου διαφοροποίηση συναντά βέβαια κανείς και σε σύνθετες προβιομηχανικές κοινωνίες. Ωστόσο σε αυτές τις κοινωνίες η διαφοροποίηση περιορίζεται στην κορυφή. Ο κύριος όγκος της κοινωνίας εξακολουθεί να είναι οργανωμένος με μη διαφοροποιημένο, «κατατμηματικό» (segmental) τρόπο.


Αν κανείς παρατηρήσει πιο προσεκτικά τα ιδιαίτερα θεσμικά γνωρίσματα της νεωτερικότητας ­ και ειδικότερα τον τρόπο με τον οποίο αυτά εξυπηρετούν το περιβάλλον ­, μπορεί να εντοπίσει τέσσερις κυρίως διαστάσεις:


Ως προς την πολιτισμική διάσταση κυριαρχεί αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε προμηθεϊσμός: η κατάσταση δηλαδή εκείνη όπου, μέσω της μαζικής εκκοσμίκευσης, έχουμε οδηγηθεί σε ό,τι ο Μαξ Βέμπερ αποκάλεσε «απομάγευση του κόσμου». Ο κόσμος χάνει τον ιερό χαρακτήρα του, οι άνθρωποι αποκόπτονται από το θείο, ενώ παράλληλα υποκαθιστούν τη χαμένη τους ασφάλεια θεωρώντας τους εαυτούς τους κυρίαρχους κατακτητές του περιβάλλοντος και του κόσμου. Αυτή η τιτανική, προμηθεϊκή αίσθηση κυριαρχίας ενισχύθηκε, φυσικά, από την επιστημονική επανάσταση του 17ου αιώνα, η οποία συνέδεσε για πρώτη φορά συστηματικά τις επιστημονικές ανακαλύψεις με τις λεγόμενες πρακτικές τέχνες. Φθάνουμε έτσι στη σημερινή ριζική αποϊεροποίηση του περιβάλλοντος και την αναγωγή του σε μια τεράστια μηχανή, προορισμένη να ικανοποιεί τις απεριόριστες ανθρώπινες επιθυμίες και φιλοδοξίες.


Σε ό,τι αφορά την οικονομική σφαίρα, η νεωτερικότητα χαρακτηρίζεται από το πλέγμα βιομηχανισμός / παραγωγισμός. Η εξέλιξη της εφαρμοσμένης επιστήμης οδήγησε σε μεγάλης κλίμακας επέκταση του εργοστασιακού συστήματος και στην πρωτοφανή ανάπτυξη των μέσων παραγωγής σε όλους τους οικονομικούς τομείς. Οι νέες, εντυπωσιακές αυτές μορφές παραγωγής, ανεξάρτητα αν ελέγχονταν από το κεφάλαιο ή μέσω του κρατικού σχεδιασμού (όπως στην πρώην Σοβιετική Ενωση), βασίζονταν στην ιδέα τής χωρίς όρια παραγωγής αγαθών ως μοναδικού μέσου για την ευτυχία και στην ασφάλεια του ανθρώπου. Ετσι, φτάσαμε στη σημερινή κατάσταση, όπου η λογική και οι αξίες της παραγωγικότητας και του οικονομικού ανταγωνισμού κυριαρχούν απόλυτα, υποτάσσοντας συστηματικά τη λογική και τις αξίες όλων των άλλων θεσμικών πεδίων.


Στο πολιτικό πεδίο εξάλλου το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα της νεωτερικότητας είναι η μετατόπιση των δεσμών πίστης και των προσανατολισμών του λαού από τις παραδοσιακές τοπικές κοινότητες προς το εθνικό κέντρο. Απόρροια της τάσης αυτής είναι η εμφάνιση των εθνικιστικών ιδεολογιών, η εξάπλωση και τελειοποίηση των «μέσων παραγωγής βίας», καθώς και ο έλεγχος αυτών των μέσων από ελίτ που λειτουργούν στο πλαίσιο ενός συστήματος ανταγωνιστικών εθνικών κρατών. Οπως είναι γνωστό, αυτοί οι ανταγωνισμοί οδήγησαν στις ανθρώπινες εκατόμβες και στις περιβαλλοντικές καταστροφές των δύο Παγκοσμίων Πολέμων.


* Ο «θατσερικός» δαρβινισμός


Τέλος, στο κοινωνικό πεδίο, η νεωτερικότητα, ιδίως κατά τη σύγχρονη νεοφιλελεύθερη, «θατσερική» φάση της, χαρακτηρίζεται από έναν νέου τύπου κοινωνικό δαρβινισμό ­ σε πρακτικό τουλάχιστον, αν όχι και διακηρυκτικό, επίπεδο. Ενώ στην προνεωτερική εποχή τα προνομιούχα μέλη της κοινότητας δεν είχαν μόνο δικαιώματα αλλά και υποχρεώσεις απέναντι στους λιγότερο ευνοημένους, αυτή η αριστοκρατικού τύπου αλληλεγγύη αντικαταστάθηκε βαθμιαία από την αντίληψη ότι, εφόσον η αγορά λειτουργεί προς όφελος όλων, όσοι δεν «πετυχαίνουν» οικονομικά είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι. Βέβαια κατά την περίοδο 1945-74 ο κοινωνικός αυτός δαρβινισμός αμβλύνθηκε. Στη Δυτική Ευρώπη τουλάχιστον, τα συνδικάτα και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα κατόρθωσαν, αν όχι να προστατεύσουν αποτελεσματικά το περιβάλλον, τουλάχιστον να δώσουν πιο ανθρώπινο πρόσωπο στον καπιταλισμό, μέσω του κράτους πρόνοιας, της συνεργασίας κράτους / κεφαλαίου / εργασίας, καθώς και της υιοθέτησης κεϋνσιανών μέτρων για τη συνολική ρύθμιση της εθνικής οικονομίας. Μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση όμως του 1974 και τη ραγδαία παγκοσμιοποίηση που ακολούθησε, τα κεϋνσιανά μέτρα δεν είναι πλέον αποτελεσματικά σε ένα πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από οικονομική ανάπτυξη χωρίς δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, κρίση του κράτους πρόνοιας, τάσεις προς την κοινωνία των 2/3, καθώς και διεύρυνση του χάσματος μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών.


Πιστεύω ότι ο συνδυασμός αυτός προμηθεϊσμού, παραγωγισμού, εθνικισμού και κοινωνικού δαρβινισμού μπορεί να μας δώσει συνολική εξήγηση όχι μόνο για την εκτεταμένη καταστροφή του περιβάλλοντος αλλά και για την αντικατάσταση της σχέσης «Εγώ-Εσύ» ­ για να χρησιμοποιήσω την ορολογία του Μάρτιν Μπούμπερ1­ από την εργαλειακή σχέση «Εγώ-Αυτό», και μάλιστα όχι μόνο σε ό,τι αφορά τις σχέσεις μας με τη φύση και τον Αλλο αλλά και με τον εαυτό μας. Με άλλα λόγια, η προμηθεϊκή επιθυμία για ασφάλεια και ευτυχία μέσω της κυριαρχίας και του χρησιμοθηρικού ελέγχου δεν χαρακτηρίζει μόνο τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση αλλά και τη σχέση του με τον Αλλο ή ακόμη και τη σχέση του με τον εαυτό του.


* Η σημασία του εκδημοκρατισμού


Από αρκετούς σήμερα τονίζεται ο ολιστικός χαρακτήρας της θεολογίας, σε αντιπαράθεση με τις επιμέρους προσεγγίσεις των φυσικών επιστημών2. Η τετραπλή μου προσέγγιση στη σχέση θρησκείας, επιστήμης και περιβάλλοντος (οικονομική, κοινωνική, πολιτική, πολιτισμική) απορρέει από την πεποίθησή μου πως στις κοινωνικές επιστήμες, και ιδιαίτερα στην κυρίαρχη σήμερα θετικιστική τους εκδοχή, τα φαινόμενα εξετάζονται από κλάδους που ελάχιστα επικοινωνούν μεταξύ τους. Ωστόσο, για να μπορέσει κανείς να μελετήσει με επιτυχία τα περιβαλλοντικά προβλήματα, πρέπει να υπερβεί αυτού του τύπου τον κατακερματισμό. Εχουμε ανάγκη από ένα πιο ολιστικό εννοιολογικό πλαίσιο, το οποίο να λαμβάνει σοβαρά υπόψη όχι μόνο την τεχνική ή έστω την πνευματική / πολιτισμική διάσταση αλλά και την οικονομική, κοινωνική και πολιτική διάσταση της περιβαλλοντικής κρίσης.


Το να λαμβάνει κανείς υπόψη όλες αυτές τις διαστάσεις δεν σημαίνει βέβαια και ότι τις αντιμετωπίζει ως «εξωτερικές» παραμέτρους ούτε ότι απλώς αντιπαραθέτει τις περιβαλλοντικές, θρησκευτικές, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές προσεγγίσεις. Σημαίνει ότι οφείλουμε να βλέπουμε όλες αυτές τις διαστάσεις με σφαιρικό, ολιστικό τρόπο. Μόνο έτσι τα περιβαλλοντικά προβλήματα μπορούν να εντοπιστούν και τα όρια των σημερινών περιβαλλοντικών στρατηγικών να εκτιμηθούν σωστά.


* Η τεχνολογική εξέλιξη


Θα προσπαθήσω να φωτίσω το κρίσιμο αυτό ζήτημα δίνοντας ορισμένα παραδείγματα. Οπως επισήμανε ήδη πριν από δεκαετίες ο Πόπερ, είναι αδύνατον να προβλέψει κανείς τη μελλοντική κατεύθυνση των επιστημονικών εξελίξεων αφού, εξ ορισμού, οι μελλοντικές επιστημονικές γνώσεις δεν είναι γνωστές από πριν. Ωστόσο είναι επίσης γεγονός ότι οι επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις δεν διαμορφώνονται μόνο από την εσωτερική λογική του επιστημονικού εγχειρήματος αλλά και από τα ποσά που διατίθενται για διάφορες μορφές εφαρμοσμένης έρευνας.


Θα αναπτύξω λίγο αυτό το επιχείρημα κάνοντας διάκριση μεταξύ προμηθεϊκών και αποφατικών (δανείζομαι τον όρο από τη θεολογία3) τεχνολογιών. Οι προμηθεϊκές τεχνολογίες προσπαθούν να υπερβούν ή να υπερνικήσουν τα όρια που επιβάλλει η εσωτερική και εξωτερική μας φύση, όπως π.χ. στην περίπτωση της εξερεύνησης του Διαστήματος. Από την άλλη πλευρά, οι αποφατικές τεχνολογίες δεν προσπαθούν τόσο να υπερβούν όσο να αποκαταστήσουν τις φυσικές ισορροπίες και αρμονίες. Προσπαθούν με αρνητικό, αποφατικό τρόπο να άρουν ή να θέσουν σε δεύτερη μοίρα τους παράγοντες εκείνους οι οποίοι υπονομεύουν τον Λόγο και την αρμονία που υπάρχουν στη φύση. Ετσι, αν η γενετική επέμβαση ­ ιδίως όταν στόχος της είναι η ευγονική ­ αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα τεχνολογίας προμηθεϊκού τύπου, οι αντιρρυπαντικές τεχνολογίες αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα αποφατικής αντιμετώπισης της φύσης.


Με όλα αυτά θέλω να πω ότι το κατά πόσον η κατεύθυνση που θα ακολουθήσει η τεχνολογική εξέλιξη θα έχει περισσότερο προμηθεϊκό ή αποφατικό χαρακτήρα έχει μεγάλη σχέση με πολιτικές επιλογές και ειδικότερα με τις δημοκρατικές διαδικασίες. Αν η διαδικασία λήψης αποφάσεων σε θέματα που συνδέονται με την εφαρμοσμένη επιστήμη είναι έτσι οργανωμένη ώστε τα συμφέροντα της πλειονότητας να αρθρώνονται και να εκπροσωπούνται σαφώς, είναι πιθανόν ότι οι εξελίξεις θα κινηθούν προς αποφατική κατεύθυνση. Αντίθετα, αν κυριαρχούν τα συμφέροντα των πολυεθνικών ή άλλων ελίτ, η σημερινή προμηθεϊκή κατεύθυνση θα εξακολουθήσει να κυριαρχεί. Αρα το ζήτημα του ριζικού εκδημοκρατισμού όχι μόνο δεν είναι δευτερεύον, αλλά βρίσκεται στην καρδιά του περιβαλλοντικού προβλήματος.


* Τα καταναλωτικά πρότυπα


Επιπλέον θα ήθελα να επισημάνω απλώς, χωρίς να αναπτύξω περαιτέρω, δύο ακόμη σημεία που δείχνουν τον κρίσιμο ρόλο της ηθικής και πολιτικής οικονομίας στα ζητήματα και στις συζητήσεις που αφορούν το περιβάλλον:


Πρώτον, πολλοί έχουν αναφερθεί στη σημασία της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, καθώς και στην ανάγκη να αλλάξουν σε μαζική κλίμακα οι αξίες μας και τα καταναλωτικά μας πρότυπα, αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά τη σημερινή κρίση. Ωστόσο δεν μπορεί να γίνεται σοβαρά λόγος για μαζική αλλαγή στις αξίες ή στον τρόπο ζωής μας χωρίς να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη ότι ζούμε σε έναν κόσμο όπου το οικονομικό κεφάλαιο μπορεί να αγοράζει αυτόματα πολιτισμικό ή συμβολικό κεφάλαιο ­ για να χρησιμοποιήσω την ορολογία του Μπουρντιέ. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι λίγοι ιδιοκτήτες μέσων μαζικής ενημέρωσης έχουν, σε παγκόσμια κλίμακα, μεγαλύτερη επιρροή στη διαμόρφωση της ταυτότητας των νέων και στη δημιουργία αξιών από ό,τι όλοι μαζί οι περιβαλλοντολόγοι, θρησκευτικοί ηγέτες, καθηγητές και καλλιτέχνες.


Δεύτερον, όπως έχει επισημάνει ο Ulrich Beck4, η σοβαρότερη απειλή για το περιβάλλον προέρχεται από το γεγονός ότι κρίσιμες αποφάσεις λαμβάνονται σε εργαστήρια και συμβούλια επιχειρήσεων, απρόσιτα σε κάθε έννοια δημόσιου, δημοκρατικού ελέγχου. Η λύση λοιπόν του περιβαλλοντικού προβλήματος είναι άρρηκτα δεμένη με ό,τι ο Beck αποκαλεί οικολογική δημοκρατία, δηλαδή με την ανάγκη για ριζική εμβάθυνση της διαδικασίας εκδημοκρατισμού, τόσο σε εθνικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


1. Μ. Buber, Between Man and Man, Λονδίνο, 1947.


2. Βλ. εισήγηση του Μητροπολίτη Περγάμου στο συμπόσιο «Η Μαύρη Θάλασσα σε κρίση», 20 Σεπτ. 1997.


3. Για την έννοια του αποφατισμού στην Ορθόδοξη Εκκλησία, βλ. J. Zizioulas, Being as Communion. Ν.Υ., 1993.


4. U. Beck, Risk Society, Λονδίνο, 1992. Η νεοφιλελεύθερη παγκόσμια τάξη


Το τελευταίο σημείο της προσέγγισής μου αναφέρεται στην παγκοσμιοποίηση. Η ανάγκη για ολιστική, πολυδιάστατη προσέγγιση δεν αφορά μόνο το έθνος – κράτος αλλά και το παγκόσμιο σύστημα. Με δεδομένο τον νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα του σημερινού παγκόσμιου συστήματος, ο τρόπος οργάνωσής του μπορεί να περιγραφεί ικανοποιητικά με βάση τα τέσσερα θεσμικά γνωρίσματα της νεωτερικότητας, στα οποία ήδη αναφέρθηκα.


Πράγματι η λεγομένη νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων βασίζεται στην προμηθεϊκή και ταυτόχρονα προντουκτιβιστική πεποίθηση ότι μέσω της εξάπλωσης του κεφαλαίου, της τεχνολογίας αλλά και του πολιτισμού της Δύσης όλες οι χώρες του κόσμου αργά ή γρήγορα θα εκβιομηχανισθούν, ακολουθώντας ευθύγραμμα την ίδια λίγο πολύ εξελικτική πορεία. Η νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων βασίζεται επίσης σε ρυθμίσεις που ευνοούν σαφώς ορισμένα εθνικά συμφέροντα εις βάρος άλλων. Τέλος, η παγκόσμια αυτή τάξη πραγμάτων αντλεί νομιμοποίηση από την αντίληψη ότι μέσω των μηχανισμών της αγοράς όχι μόνο παράγεται ο μέγιστος δυνατός πλούτος, αλλά και τα οφέλη από αυτόν διαχέονται προς όλους. Ωστόσο, καθώς η διαδικασία της «διάχυσης» παραμένει ουτοπία, η ιδεολογία αυτή συγκαλύπτει απλώς τον κοινωνικό δαρβινισμό, την υποδόρια παραδοχή ότι η περιθωριοποίηση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού της Γης είναι το τίμημα που η ανθρωπότητα καλείται να πληρώσει για την «πρόοδο». Εστω και αν κανένας δεν παραδέχεται κάτι τέτοιο ρητά, αυτό ακριβώς είναι το μήνυμα που βγαίνει από την ανάλυση των μηχανισμών του παγκόσμιου συστήματος.


Με βάση όσα προηγήθηκαν, γίνεται σαφές ότι το πρόβλημα της καταστροφής του περιβάλλοντος είναι άρρηκτα δεμένο με το πρόβλημα της περιθωριοποίησης μεγάλου μέρους του πληθυσμού της Γης λόγω της νεοφιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης πραγμάτων. Αν εστιάσουμε την προσοχή μας μόνο στο περιβάλλον και αγνοήσουμε το ζήτημα της περιθωριοποίησης, ο κίνδυνος να είμαστε ανακόλουθοι είναι υπαρκτός.


Εξετάζοντας, βέβαια, τα αποτελέσματα της νεοφιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης πραγμάτων, οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι η κυριαρχούμενη από τους μηχανισμούς της αγοράς παγκόσμια οικονομία παράγει πράγματι περισσότερο πλούτο από ό,τι οι εναλλακτικές μορφές οικονομικής οργάνωσης. Παράλληλα όμως οφείλουμε να επισημάνουμε ότι ο πλούτος αυτός παράγεται και κατανέμεται άσχημα: καταστρέφει το περιβάλλον· και ταυτόχρονα αποκλείει την πλειονότητα του πληθυσμού της Γης από τα ευεργετικά αποτελέσματα της ανάπτυξης. Από αυτή την άποψη, η νεοφιλελεύθερη παγκόσμια τάξη πραγμάτων θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί σύστημα οργανωμένης ανευθυνότητας ή σύστημα συλλογικής απληστίας. Πρόκειται για σύστημα που δεν είναι μόνο βαθύτατα ανήθικο αλλά και βαθύτατα μυωπικό, αν όχι ανόητο.


Εχει διατυπωθεί επίσης η άποψη(*) ότι στο παγκόσμιο σύστημα οι πολυεθνικές εταιρείες κυριαρχούν σε βαθμό που να μην αφήνουν περιθώρια για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις στο κοινωνικό ή στο περιβαλλοντικό πεδίο. Αν και αποδέχομαι την άποψη για την κυριαρχία των πολυεθνικών και εκτιμώ ιδιαίτερα παρόμοιες ολιστικές, θεσμικές προσεγγίσεις στα παγκόσμια ζητήματα, διαφωνώ σε δύο σημεία: Πρώτον, ακόμη και με δεδομένους τους σημερινούς περιορισμούς, πιστεύω ότι έχουν γίνει ­ και μπορούν να συνεχίσουν να γίνονται ­ σοβαρές προσπάθειες προς την κατεύθυνση μιας βιώσιμης και κοινωνικά δίκαιης ανάπτυξης. Δεύτερον, πιστεύω ότι οι περιορισμοί που θέτει η παγκόσμια οικονομία μπορούν να γίνουν λιγότερο πιεστικοί έστω και σε καπιταλιστικές συνθήκες. Ο καπιταλισμός, ας μην ξεχνάμε, έχει διάφορα πρόσωπα· και ορισμένα πρόσωπά του είναι οπωσδήποτε καλύτερα από άλλα. Πιο συγκεκριμένα, το λεγόμενο καπιταλιστικό μοντέλο (των χωρών) του Ρήνου, που δίνει έμφαση στην επένδυση σε ανθρώπινο κεφάλαιο, είναι πιο δίκαιο από το μοντέλο του αμερικανικού καπιταλισμού, που στηρίζεται στις μαζικές απολύσεις των εργαζομένων και στην άμεση μεγιστοποίηση του κέρδους. Επιπλέον, το μοντέλο του Ρήνου, που κυριαρχεί στη Δυτική Ευρώπη, είναι επίσης πιο δημοκρατικό από τον ασιατικό καπιταλισμό, ο δυναμισμός του οποίου οφείλεται εν πολλοίς στην καταστροφή του περιβάλλοντος και στην καταστολή του συνδικαλιστικού κινήματος. Σήμερα, βέβαια, ο σοσιαλδημοκρατικού τύπου ευρωπαϊκός καπιταλισμός βρίσκεται σε άμυνα. Ωστόσο δεν είναι νεκρός και μπορεί να ισχυροποιήσει σαφώς τη θέση του αν η Ευρώπη ενισχύσει την ενότητά της ­ και επομένως και την ικανότητά της να βάλει τη σφραγίδα της στην παγκόσμια οικονομία.


Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο νεοφιλελεύθερος χαρακτήρας του παγκόσμιου συστήματος είναι επισφαλής για έναν ακόμη λόγο: Η ραγδαία εκβιομηχάνιση της Κίνας πολύ σύντομα θα γκρεμίσει τον μύθο τού χωρίς όρια παραγωγισμού. Αργότερα ή γρηγορότερα, οι πολιτικές και οικονομικές ηγεσίες θα αναγκασθούν να συνειδητοποιήσουν ότι για μια τέτοιας κλίμακας εκβιομηχάνιση δεν θα είναι δυνατόν να ισχύει η απλή αρχή «business as usual». Αν λάβουμε υπόψη μας ότι οι πρώτες ύλες του πλανήτη δεν είναι απεριόριστες, τότε είναι προφανές ότι κάποιου είδους αυστηρότερες ρυθμίσεις στην παγκόσμια οικονομία θα γίνουν αναπόφευκτες.


Το πρόβλημα, φυσικά, είναι οι απαραίτητες αυτές ρυθμίσεις να πάρουν όσο το δυνατόν πιο δημοκρατικό και πιο ανθρώπινο χαρακτήρα. Αυτό σημαίνει ότι απαιτούνται προσπάθειες και αγώνες ώστε από το σημερινό βάρβαρο, νεοφιλελεύθερο σύστημα να περάσουμε σε μια πιο πολιτισμένη παγκόσμια τάξη πραγμάτων, όπου η αξία της οικονομικής παραγωγικότητας δεν θα κυριαρχεί αλλά θα συνυπάρχει σε κατάσταση ισορροπίας με τις αξίες της δημοκρατίας στο πολιτικό πεδίο, της αλληλεγγύης στο κοινωνικό πεδίο, του σεβασμού και του ιερού χαρακτήρα της ανθρώπινης προσωπικότητας αλλά και της φύσης στο πολιτισμικό και θρησκευτικό πεδίο.


(*)Βλ. εισήγηση του Ε. Goldsmith (εκδότη του «Ecologist») στο συμπόσιο για τη Μαύρη Θάλασσα.