Το σχέδιο για «την εκλογίκευση και τον εξορθολογισμό του κράτους» που κατήρτισε ειδική κυβερνητική επιτροπή και παρουσίασε «Το Βήμα» (26.10.1997, σ. Α5) προβλέπει τη συρρίκνωση του κράτους με την κατάργηση μεγάλου αριθμού δημόσιων υπηρεσιών, γενικών και ειδικών γραμματειών, ακόμη και υπουργείων. Η κατ’ αρχήν θετική εικόνα μιας τέτοιας μεταρρύθμισης δεν πρέπει ασφαλώς να οδηγήσει στο άλλο άκρο· στην άποψη δηλαδή ότι η κατάργηση υπηρεσιών συνιστά πανάκεια όλων των ασθενειών του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται να δοθεί στην αναδιοργάνωση εξιδιασμένων τομέων της κρατικής μηχανής, όπως είναι ο τομέας των θρησκευμάτων.


Είναι γενικώς γνωστό ότι η άσκηση της εκκλησιαστικής πολιτικής είναι στη χώρα μας παραδοσιακώς ανατεθειμένη στο υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Ακριβέστερα στο προγενέστερο υπουργείο Θρησκευμάτων είχαν ανατεθεί αργότερα και τα θέματα της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως.


Πράγματι, ήδη το 1822, στην Α’ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου, το Εκτελεστικό Σώμα διορίζει μεταξύ των πρώτων υπουργών τον Επίσκοπο Ανδρούσης Ιωσήφ ως Μινίστρον των Θρησκευτικών. Στο Διάταγμα εξάλλου της Αντιβασιλείας του 1833 για τον σχηματισμό των Γραμματειών, μεταξύ αυτών καταλέγεται και η «επί των εκκλησιαστικών και της δημοσίου εκπαιδεύσεως», την οποία πρώτος κατέλαβε ο πολύς Ιάκωβος Ρίζος – Νερουλός. Η ιεράρχηση αυτή των αρμοδιοτήτων του υπουργείου παρέμεινε επί μακρόν. Συν τω χρόνω άρχισαν να προηγούνται τα θέματα της Παιδείας· ήδη το 1926 προτάσσεται στον τίτλο ο τομέας της «Παιδείας», στην οποία από τη μεταξική δικτατορία προστέθηκε ο προσδιορισμός «Εθνική». Από το 1951, επί κυβερνήσεως Πλαστήρα, οριστικοποιείται ο τίτλος του υπουργείου ως «Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων». Τέλος, το 1971 αποχωρίζεται από το υπουργείο ένας μεγάλος τομέας αρμοδιοτήτων του με την ίδρυση του υπουργείου Πολιτισμού.


Θα ήταν φυσικά πολύ ενδιαφέρον να ερευνηθεί ποιοι υπουργοί κράτησαν τις αρμοδιότητες των Θρησκευμάτων, πόσοι τις εκχώρησαν και σε ποιους κάθε φορά υφυπουργούς, αλλά και ποιοι πραγματικά τις άσκησαν. Διότι διάχυτη είναι η εντύπωση πως για τους περισσότερους υπουργούς Παιδείας τα Θρησκεύματα ήταν ένα πρόσθετο, άχαρο βάρος…


Σήμερα, όπως και κατά το παρελθόν, η Γενική Διεύθυνση Θρησκευμάτων του υπουργείου Παιδείας συγκροτείται από τις Διευθύνσεις εκκλησιαστικής διοικήσεως, εκκλησιαστικής εκπαιδεύσεως και ετεροδόξων και ετεροθρήσκων. Η συγκρότηση αυτή των υπηρεσιών του υπουργείου δεν μεταβλήθηκε ούτε όταν επί υπουργίας Α. Τρίτση, το 1987, ιδρύθηκε Γενική Γραμματεία Θρησκευμάτων, που μετά την άδοξη αποχώρησή του από το υπουργείο δεν πληρώθηκε ξανά, ούτε όταν επί κυβερνήσεως Κ. Μητσοτάκη, το 1990, επανιδρύθηκε η ομώνυμη Γενική Διεύθυνση.


Αρμοδιότητες όμως και μάλιστα σημαντικές στον τομέα της εκκλησιαστικής πολιτικής ασκεί και το υπουργείο Εξωτερικών, με την ad hoc Διεύθυνση Εκκλησιαστικών Υποθέσεων, η οποία, όπως καθορίζεται από τον εν ισχύι ακόμη Οργανισμό του υπουργείου, περιλαμβάνει τρία τμήματα. Το πρώτο έχει ως αρμοδιότητά του τα Πατριαρχεία και τις αυτοκέφαλες Εκκλησίες, το δεύτερο το Αγιον Ορος και τα ξένα δόγματα και θρησκεύματα στην Ελλάδα και το τρίτο τα εκκλησιαστικά ζητήματα των αποδήμων, τις ορθόδοξες εκκλησιαστικές σχολές και τα εκκλησιαστικά κέντρα.


Το υπάρχον σήμερα σχήμα, πέρα από τις διά γυμνού οφθαλμού ορατές επικαλύψεις αρμοδιοτήτων, θεωρώ ότι δεν είναι πλέον λειτουργικό ούτε αποδοτικό, είναι απλώς ξεπερασμένο. Ηρθε νομίζω η ώρα, προτού μας βρει ο 21ος αιώνας, να αποχωρίσουμε τη Δημόσια Εκπαίδευση από τα Θρησκεύματα, ώστε να δοθεί ένας άλλος τόνος στον διακεκριμένο και αυτοτελή πλέον ούτως ή άλλως χειρισμό των κρίσιμων ζητημάτων και των δύο αυτών χώρων.


Χρειάζεται μία αυτοτελής Υπηρεσία Θρησκευμάτων, που θα συγκεντρώσει όλες τις σχετικές αρμοδιότητες, διότι μόνο με τον τρόπο αυτόν είναι δυνατή η χάραξη ενιαίας εκκλησιαστικής πολιτικής, ο αποτελεσματικός συντονισμός των όποιων μέτρων και ο έλεγχος της υλοποίησής τους. Και είναι δευτερεύον το ζήτημα αν η υπηρεσία αυτή θα είναι μια αυτοτελής Γενική Γραμματεία ή κάτι άλλο.


Ερώτημα που επίσης ευλόγως ανακύπτει είναι το πού θα πρέπει να υπαχθεί η υπηρεσία αυτή. Περιορίζομαι εδώ στην παρατήρηση ότι πρόσφατες εμπειρίες τόσο επί κυβερνήσεως Νέας Δημοκρατίας όσο και επί κυβερνήσεων ΠαΣοΚ κατέδειξαν ότι τα μείζονα εκκλησιαστικά ζητήματα τελικώς καταλήγουν στον Πρωθυπουργό. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι και επί κυβερνήσεως Κ. Σημίτη η συνάντηση των εκπροσώπων της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος επιδιώχθηκε με τον ίδιο τον Πρωθυπουργό, ο οποίος δέχθηκε τελικώς στις 29.5.1997 την αρχιερατική αντιπροσωπεία στο Μέγαρο Μαξίμου και έδωσε ο ίδιος τις κατευθύνσεις για την αντιμετώπιση των ζητημάτων που τέθηκαν.


Φαίνεται μάλιστα και σε άλλες χώρες να δημιουργείται μια τάση για τον συντονισμό και έλεγχο των ζητημάτων που σχετίζονται με τις θρησκείες σε επίπεδο ηγεσίας της εκτελεστικής εξουσίας. Χαρακτηριστικό και πρόσφατο παράδειγμα είναι η δημιουργία στη Γαλλία «Διυπουργικού Παρατηρητηρίου επί των αιρέσεων» που υπάγεται απευθείας στον Πρωθυπουργό, ενώ στις Ηνωμένες Πολιτείες προετοιμάζεται η σύσταση «Γραφείου παρακολουθήσεως θρησκευτικών διώξεων», που θα υποβάλλει εισηγήσεις απευθείας στον Πρόεδρο σχετικά με την πολιτική που θα πρέπει να ακολουθείται έναντι των χωρών όπου σημειώνονται σε ευρεία έκταση παραβιάσεις της θρησκευτικής ελευθερίας.


Ο κ. Ι. Μ. Κονιδάρης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.