Βαδίζοντας προς τις εκλογές, η μείωση των φόρων ιδιωτών και επιχειρήσεων γίνεται κεντρικό θέμα στην ατζέντα των δύο μεγάλων κομμάτων. Το ζήτημα έθεσε αρχικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αντιδρώντας στην υπερφορολόγηση της κυβέρνησης, και στη συνέχεια ο Αλέξης Τσίπρας «σήκωσε το γάντι».
«Η έξοδος από την κρίση θα επιτρέψει τη μείωση των συντελεστών φορολογίας, κάτι που θα γίνει άμεσα και προβλέπεται ήδη στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, το 2019» είπε ο Πρωθυπουργός μιλώντας στο πρόσφατο συνέδριο του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου. Για τον πρόεδρο της ΝΔ, το θέμα βρίσκεται στον πυρήνα της αντιπολιτευτικής του στρατηγικής. Οπως επανειλημμένως έχει τονίσει, «η χώρα χρειάζεται ένα άλλο μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής, που θα δίνει έμφαση στη σταδιακή μείωση των φορολογικών συντελεστών με στοχευμένη μείωση των κρατικών δαπανών».
Με δεδομένα τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και τους αυτόματους δημοσιονομικούς «κόφτες» που έχουμε συμφωνήσει με τους πιστωτές, τα εργαλεία της κάθε κυβέρνησης για την εξασφάλιση των κονδυλίων που απαιτούνται για τη μείωση της φορολογίας είναι ελάχιστα.
Οποιος πιστεύει ότι μπορεί να πείσει τους δανειστές να χαλαρώσουν τους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα, ώστε να μειωθεί η φορολογία, αυταπατάται. Τα πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% του ΑΕΠ έχουν υπολογιστεί για την πληρωμή των τόκων, ώστε η χώρα να είναι σε θέση να εξυπηρετεί το χρέος χωρίς να χρειάζεται πρόσθετη βοήθεια από τους δανειστές. Είναι λοιπόν προφανές ότι ένας τρόπος υπάρχει για να βρεθούν οι απαραίτητοι πόροι: η ουσιαστική μείωση του κράτους.
Ωστόσο, κανείς από τους δύο «μονομάχους» δεν περιλαμβάνει τη βασική αυτή παράμετρο στα επιχειρήματά του για το πώς θα πετύχει τη μείωση των φόρων που ευαγγελίζεται. Ο μεν κ. Τσίπρας θεωρεί αόριστα ότι αρκεί η ανάκαμψη της οικονομίας, το δε σχέδιο που παρουσίασε ο κ. Μητσοτάκης στη ΔΕΘ για μείωση φόρων 1,9 δισ. ευρώ στη διετία στηρίζεται σε περικοπές δαπανών, χωρίς ουσιαστική αλλαγή στη δομή και λειτουργία του υπέρογκου και δαιδαλώδους κρατικού μηχανισμού.
Μίλησε για κατάργηση και συγχώνευση φορέων του Δημοσίου, χωρίς ωστόσο να παρουσιάσει συγκεκριμένο σχέδιο για το πώς φαντάζεται τη νέα οργάνωση του κράτους. Ενδεικτικά ανέφερε πως θα εξοικονομήσει 200 εκατ. ευρώ από τη μείωση των καταναλωτικών δαπανών του Δημοσίου, 400 εκατ. από τη βελτίωση των αποτελεσμάτων των ΔΕΚΟ, 150 εκατ. ευρώ από την ηλεκτρονική διακυβέρνηση και τις ηλεκτρονικές προμήθειες, 140 εκατ. ευρώ από τη μείωση των δαπανών για τόκους στα έντοκα γραμμάτια και άλλα τόσα από τον εξορθολογισμό της κρατικής επιχορήγησης στα ευγενή Ταμεία!
Παρόμοιες εξαγγελίες έχουμε ακούσει από όλους όσοι διεκδίκησαν την εξουσία στα χρόνια της κρίσης. Με το αντίθετο, ωστόσο, αποτέλεσμα από τη μείωση της φορολογίας. Διότι, παρά τη σημαντική μείωση των δημοσίων δαπανών, η υπερφορολόγηση για την κάλυψη της λειτουργίας του αδηφάγου κράτους συνεχίζεται. Γιατί τα έσοδα από τους φόρους πάνε αποκλειστικά για να ταϊστεί το «τέρας». Πουθενά αλλού!
Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι με περιορισμό δαπανών και διατήρηση των ίδιων δομών στη Δημόσια Διοίκηση, στην Υγεία, στη Δικαιοσύνη, στις Ενοπλες Δυνάμεις κ.λπ. δεν πρόκειται να μειωθεί η φορολογία. Το γνωρίζουμε πλέον καλά, καθώς πληρώνουμε όλο και υψηλότερους φόρους και απολαμβάνουμε όλο και χειρότερες υπηρεσίες στη λειτουργία του κράτους και του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Οσοι λοιπόν πραγματικά επιθυμούν να μειωθούν οι φόροι θα πρέπει παράλληλα να παρουσιάσουν και ένα τολμηρό σχέδιο για τη μείωση του κράτους. Ενα σχέδιο για έναν διαφορετικό δημόσιο τομέα, που να μην έχει σχέση με αυτό που γνωρίζουμε σήμερα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ