Προκαλεί κατάπληξη η στάση που επέλεξε ο υπουργός Δικαιοσύνης να τηρήσει στην ετήσια γενική συνέλευση της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδας. Ο κ. Σταύρος Κοντονής εμφανίσθηκε με λυμένο το ζωνάρι του, έτοιμος για καβγά τρικούβερτο, κυρίως για το πόθεν έσχες των δικαστών, σε ένα θεσμικό περιβάλλον από το οποίο κανονικά θα έπρεπε να χειροκροτείται για τις τομές που επέτυχε κατά τη θητεία του. Δεν ήταν μόνον αυτά που είπε, ήταν και η ένταση (προφανής για όποιον ήταν παρών στην αίθουσα) με την οποία τα είπε, και μάλιστα ενώπιος ενωπίω με τους αποδέκτες των επικρίσεών του.
Η στάση Κοντονή είναι πρωτόγνωρη, ύποπτη –κατά μία άποψη – για το τι μπορεί να επακολουθήσει αλλά και βαθιά αντιφατική ως προς τον υπουργικό του ρόλο.
Και να γιατί:
Διαμάχες κυβερνήσεων με το ΣτΕ έχουν ασφαλώς υπάρξει και κατά το παρελθόν. Οι παλαιότεροι ίσως θυμούνται τη ρήξη με αφορμή θέματα Περιβάλλοντος κατά τη δεκαετία του 1990 ∙ ίσως θυμούνται και τη σύγκρουση της δεκαετίας του 2000, στην προσπάθεια να μεταβληθεί η λειτουργία τμημάτων του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου. Το ΣτΕ και οι αποφάσεις του, κόντρα στις εκάστοτε κυβερνητικές ατζέντες, έχουν προκαλέσει πλείστα όσα «προβλήματα»_ έτσι χαρακτήρισε ο κ. Κοντονής την απόφαση ακύρωσης ως προς το πόθεν έσχες των δικαστών.
Είναι όμως η πρώτη φορά κατά την οποία υπουργός, και δη πολιτικός προϊστάμενος της Δικαιοσύνης, στυλώνει τα πόδια, εμμένοντας σε μια σύγκρουση με το δικαστικό σώμα που έχει επικινδύνως οξυνθεί τα τελευταία δυο χρόνια, αρνούμενος να αποδεχθεί τη μέχρι τώρα έκβαση των πραγμάτων.
Διότι καλώς ή κακώς, η πρώτη απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ για το πόθεν έσχες των δικαστών είναι υπαρκτή και η υπόθεση είναι σε εξέλιξη, με διαρκείς διασκέψεις. Ο χρόνος αντίδρασης Κοντονή, και ενώ το θέμα έχει «παίξει» πολιτικά το φθινόπωρο, ωθεί έμπειρους δικαστές να τον χαρακτηρίζουν ύποπτο, φοβούμενοι ότι η χθεσινή «κριτική» του δεν συνιστά παρά πρελούδιο μιας μέλλουσας κυβερνητικής μη συμμόρφωσης στην απόφαση. Τακτική που θα επέκτεινε στο διηνεκές τη σύγκρουση με τους δικαστές, με την κατάθεση και άλλων πολλών αιτήσεων ακύρωσης από τις ενώσεις τους και ανυπολόγιστες συνέπειες για το δημόσιο τοπίο γενικότερα.
Πρόκειται ασφαλώς για σενάριο, στο ίδιο μήκος κύματος όμως με την έκρηξη του προέδρου του ΣτΕ κ. Νικόλαου Σακελλαρίου που τόνιζε, χτυπώντας το χέρι στο βήμα από το οποίο μιλούσε, ότι «δεν είναι δυνατόν ορισμένοι να διανοούνται ότι δεν υπάρχουν δικαστήρια στη χώρα» και «οι αποφάσεις, θέλει – δεν θέλει κανείς, πρέπει να γίνονται σεβαστές. Γιατί αυτό θέλειτο Σύνταγμα». Ποιος; Ο μειλίχιος κ. Σακελλαρίου, παρεμπιπτόντως πρόσωπο επιλογής της παρούσας κυβέρνησης…
Το βέβαιο είναι ότι ο κ. Κοντονής υπέσκαψε την Κυριακή το πρωί τον ρόλο του ως υπουργού Δικαιοσύνης. Ως υπουργού που θα έπρεπε να «στέργει» τους δικαστές και όχι να τους λιθοβολεί, που θα έπρεπε να έχει στραμμένη την προσοχή του στις λειτουργικές ανάγκες τους και όχι στο να τους κουνάει συστηματικά το δάχτυλο για τις αποφάσεις τους. Κατέχει άλλωστε τον θώκο, σε μία χώρα της οποίας οι εισαγγελείς διαφθοράς ερευνούν χωρίς τη βοήθεια πραγματογνωμόνων οικονομικά εγκλήματα βεληνεκούς, μεγάλα εφετεία αδυνατούν να φιλοξενήσουν πολυπρόσωπες δίκες, δικαστικοί υπάλληλοι λυγίζουν από τον φόρτο δουλειάς, δικαστικοί διερμηνείς κάνουν να πληρωθούν μήνες · με βουνό προβλημάτων που συνθέτουν τη χειρότερη εικόνα που έλαχε ποτέ σε ευρωπαϊκή Δικαιοσύνη.
Η επιλογή του υπουργού να συνδέσει καθοριστικά το όνομα του με μια σύγκρουση άνευ προηγουμένου, όχι με πολιτικούς του αντιπάλους, όπως θα ανέμενε κανείς, αλλά με εκπροσώπους θεσμών, όπως το ΣτΕ, δεν είναι ανεξήγητη σε έναν τέτοιο καμβά. Το σχήμα της «καλής κυβέρνησης» που έχει απέναντι της «κακούς δικαστές» είναι μία εύκολη και βολική εκδοχή της πολιτικής πραγματικότητας που θέλει να δημιουργήσει ο κ. Κοντονής, ικανής να θρέψει πολιτικές φιλοδοξίες, να ικανοποιήσει -όχι και τόσο – απαιτητικά πολιτικά ακροατήρια, να καλλιεργήσει ψευδοεντυπώσεις.
Πώς αλλιώς να εξηγήσει τις ανακριβείς αιχμές του υπουργού –του το επεσήμανε και η Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του ΣτΕ –περί την απόφαση για το πόθεν έσχες των δικαστών; Η οποία και δεν απαλλάσσει από την υποχρέωση υποβολής ηλεκτρονικού πόθεν έσχες τους δικαστές, ούτε βεβαίως τους εξαιρεί από άλλους υπόχρεους όσον αφορά τη δήλωση μετρητών και κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας. Ψιλά γράμματα. Ο καλός ο πολιτικός μύλος όλα τα αλέθει. Ακόμη και όταν τον γυρίζουν θαμπές (πλέον) υπουργικές φιγούρες.