Η μεγάλη οικονομική κρίση που βιώνει η χώρα μας τα τελευταία επτά χρόνια οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, οικονομικούς και πολιτικούς. Οι κύριοι οικονομικοί παράγοντες που προκάλεσαν την κρίση και επίσης εξηγούν, σε σημαντικό βαθμό, την ένταση και τη διάρκειά της είναι δύο:
˜
πρώτον, τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα επί σειρά ετών που οδήγησαν σε εξαιρετικά υψηλό και μη βιώσιμο δημόσιο χρέος, και
˜
δεύτερον, η πολύ χαμηλή διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, η οποία μάλιστα είχε διαβρωθεί σημαντικά κατά τα δέκα χρόνια πριν από την εκδήλωση της κρίσης.
Ο συνδυασμός των υψηλών δημοσιονομικών ελλειμμάτων και της χαμηλής ανταγωνιστικότητας είχε ως συνέπεια τη μεγάλη διεύρυνση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών και την αύξηση του εξωτερικού δημόσιου χρέους, που οδήγησαν αναπόφευκτα στην κρίση.
¢
Υστερα από επτά χρόνια επώδυνης δημοσιονομικής και διαρθρωτικής προσαρμογής, η ελληνική οικονομία εμφανίζει σημάδια ανάκαμψης. Η κυβέρνηση, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και οι διεθνείς οργανισμοί προβλέπουν αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος κατά 1,6% εφέτος και κατά 2,5% τα επόμενα δύο έτη, βεβαίως υπό την προϋπόθεση ότι θα εφαρμοστεί αποτελεσματικά η οικονομική πολιτική που έχει συμφωνηθεί, θα υλοποιηθούν οι προγραμματισμένες μεταρρυθμίσεις και θα αποφευχθούν αναταράξεις που ενδέχεται να προκληθούν από απροσδόκητα – εγχώρια ή εξωγενή – γεγονότα.
¢
Αν και οι προβλέψεις για την οικονομική δραστηριότητα τα επόμενα δύο έτη διαγράφονται γενικώς θετικές, υπό τις προϋποθέσεις που ανέφερα, η αναπτυξιακή προοπτική της οικονομίας σε μακροχρονιότερο ορίζοντα εξαρτάται ουσιαστικά από το αν η διεθνής ανταγωνιστικότητα της Ελλάδος θα βελτιωθεί σημαντικά και γρήγορα. Προκειμένου (1) να ενισχυθεί και συνεχιστεί η ανάκαμψη και (2) να επιτευχθούν σταθερά υψηλοί ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης, ώστε να αποκατασταθεί (σε σχετικά εύλογο χρονικό διάστημα) η μεγάλη μείωση των πραγματικών εισοδημάτων (κατά 25% περίπου) την περίοδο της κρίσης, είναι αναγκαίο να εφαρμοστούν πολιτικές και να υλοποιηθούν μεταρρυθμίσεις που θα κάνουν τη χώρα περισσότερο ανταγωνιστική στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Αλλος τρόπος για να επιτευχθεί ισχυρή και βιώσιμη ανάπτυξη δεν υπάρχει.
¢
Σε μια σχετικά μικρή, ανοικτή οικονομία όπως η ελληνική, η εγχώρια αγορά είναι πολύ περιορισμένη για να στηρίξει συνεχή και σημαντική άνοδο των εισοδημάτων και της συνολικής ζήτησης, ενώ η εγχώρια παραγωγή υφίσταται πίεση από τη διείσδυση των εισαγωγών ξένων προϊόντων. Χρειάζεται, επομένως, ουσιαστική διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της οικονομίας και αύξηση των επενδύσεων εκείνων που θα συντελέσουν στη δυναμική αύξηση των εξαγωγών και την υποκατάσταση των εισαγωγών. Η επιδιωκόμενη αύξηση των εξαγωγών και των επενδύσεων – ικανού μεγέθους και υψηλής ποιότητας – δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί απλά και μόνο με την ψήφιση νόμων, τη θέσπιση κινήτρων και την ενθάρρυνση των επενδυτών – Ελλήνων και ξένων. Απαιτούνται ενέργειες που να ευνοούν την υλοποίηση νέων επενδύσεων με μακροχρόνιο ορίζοντα. Απαιτούνται δράσεις που θα συντελέσουν ώστε να υιοθετηθεί και εφαρμοστεί ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο και να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον, ένα οικοσύστημα, τα οποία θα προάγουν ουσιαστικά και αποτελεσματικά τη βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

Κατάταξη και επιδόσειςτης Ελλάδος

Η ανταγωνιστικότητα είναι έννοια ευρεία και σύνθετη, με πολλές συνιστώσες. Διαμορφώνεται βασικά από το μακροοικονομικό περιβάλλον, τους θεσμούς, το ανθρώπινο κεφάλαιο και τις υποδομές της χώρας, καθώς και από όλους τους άλλους παράγοντες που προσδιορίζουν τη συνολική παραγωγικότητα της οικονομίας. Η αποτελεσματική λειτουργία των αγορών, η αποδοτικότητα όλων των συντελεστών παραγωγής, που περιλαμβάνει και τη συμβολή της τεχνολογίας και της καινοτομίας, η ανάπτυξη και η ευρωστία του χρηματοπιστωτικού συστήματος καθορίζουν τελικά, μαζί με ορισμένους άλλους παράγοντες, το κόστος, τις τιμές, την ποιότητα και το εύρος των προϊόντων και των υπηρεσιών που παράγει η εθνική οικονομία και, επομένως, τη διεθνή ανταγωνιστικότητά της και τον ρυθμό βιώσιμης ανάπτυξής της.
¢
Στην αρχή της τρέχουσας δεκαετίας, η χαμηλή ανταγωνιστικότητα της Ελλάδος ήταν συνέπεια δυσμενών μακροοικονομικών συνθηκών και διαρθρωτικών αδυναμιών, με αποτέλεσμα το υψηλό κόστος παραγωγής και τις υψηλές τιμές, καθώς και το περιορισμένο εύρος και τη συγκριτικά χαμηλή ποιότητα των προϊόντων. Σήμερα, ύστερα από μακρόχρονη και επίπονη δημοσιονομική και διαρθρωτική προσαρμογή, έχει βελτιωθεί σημαντικά η δημοσιονομική θέση της χώρας και έχει αποκατασταθεί πλήρως η ανταγωνιστικότητα σε όρους κόστους εργασίας, ενώ έχουν βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα σε όρους τιμών και η ποιότητα των παραγόμενων αγαθών. Οι εξελίξεις αυτές έχουν συμβάλει στην άνοδο των εξαγωγών και στη σταθεροποίηση της οικονομίας.
¢
Ωστόσο, άλλοι προσδιοριστικοί παράγοντες της ανταγωνιστικότητας, όπως οι συνθήκες χρηματοδότησης, το κόστος της ενέργειας, το θεσμικό πλαίσιο, η αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης κ.λπ., δεν έχουν μεταβληθεί ουσιαστικά προς τη σωστή κατεύθυνση. Για τον λόγο αυτόν, η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδος έχει σημειώσει μικρή μόνο βελτίωση σε σχέση με το εξαιρετικά χαμηλό επίπεδό της στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας και σε σύγκριση με την εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας σε άλλες χώρες της ευρωζώνης, οι οποίες εφάρμοσαν προγράμματα οικονομικής προσαρμογής, όπως η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Κύπρος.
¢
Σύμφωνα με τους βασικούς διαθέσιμους δείκτες μέτρησης της ανταγωνιστικότητας και της καινοτομίας, η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα σε εξαιρετικά δυσμενή θέση. Ο Δείκτης Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας για το 2017, που καταρτίζεται από το World Economic Forum, κατατάσσει την Ελλάδα στην 87η θέση μεταξύ των 137 χωρών που αξιολογούνται και στην τελευταία θέση μεταξύ των 28 κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Γειτονικές χώρες που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπως η Τουρκία, η Σερβία, η Αλβανία και η Κροατία, έχουν υψηλότερη κατάταξη ανταγωνιστικότητας.
¢
Εξίσου απογοητευτική, αν και ελαφρώς καλύτερη, είναι η κατάταξη της Ελλάδος σύμφωνα με τον Δείκτη Καινοτομίας του World Economic Forum, όπου βρίσκεται στην 75η θέση μεταξύ των 137 χωρών, αλλά και πάλι στην τελευταία θέση μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ. Αυτή η κατάταξη αντανακλά τις εξαιρετικά χαμηλές επιδόσεις στην ικανότητα της χώρας μας να καινοτομεί (85η), στη δαπάνη των επιχειρήσεων για έρευνα και ανάπτυξη (87η), στη συνεργασία πανεπιστημίων και επιχειρήσεων στην έρευνα και ανάπτυξη (129η) και στη ποιότητα της ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης (106η), παρά το θετικό γεγονός ότι η αξιολόγηση της χώρας μας είναι πολύ ικανοποιητική, ή σχετικά καλή, όσον αφορά τη διαθεσιμότητα επιστημόνων και μηχανικών (10η), τον αριθμό των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας (που χορηγούνται βάσει των διαδικασιών της διεθνούς Συνθήκης Συνεργασίας για το θέμα) (37η), την ποιότητα των επιστημονικών ερευνητικών ινστιτούτων (65η) και την ποιότητα της ανώτατης εκπαίδευσης στα μαθηματικά και τις θετικές επιστήμες (53η).
¢
Διαχρονικά, ο Δείκτης Ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας και ο Δείκτης Καινοτομίας διατηρήθηκαν γενικά σε πολύ χαμηλά επίπεδα τη δεκαετία από το 2007 έως το 2016. Παρατηρούνται, ωστόσο, ορισμένες μικρές αλλά ενδιαφέρουσες διακυμάνσεις. Η ανταγωνιστικότητα της χώρας εμφάνισε μείωση για 4 συνεχή έτη (από το 2008 έως το 2012), αύξηση το 2013 και το 2014 και υποχώρηση πάλι τη διετία 2015-2016. Στην ίδια δεκαετία, ο Δείκτης Καινοτομίας παρουσίασε διαφορετική διακύμανση: υποχώρησε κατά τα τρία χρόνια πριν από την εκδήλωση της κρίσης και άρχισε να αυξάνεται βαθμιαία από το 2011 έως το 2016.
¢
H ανταγωνιστικότητα της χώρας μας είναι η χαμηλότερη μεταξύ όλων των χωρών της ΕΕ. Ενδιαφέρον έχει η διαχρονική της εξέλιξη την τελευταία δεκαετία, ιδιαίτερα την περίοδο της κρίσης, σε σύγκριση με την εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας των κρατών που εφάρμοσαν προγράμματα οικονομικής προσαρμογής (της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας, της Κύπρου), καθώς και της Ισπανίας και Ιταλίας. Επιπλέον, η περιορισμένη συνολική βελτίωση τα προηγούμενα 5 χρόνια ήταν αισθητά μικρότερη από αυτή που επιτεύχθηκε σε άλλες χώρες, ιδίως στην Ιρλανδία, όπου η άνοδος της ανταγωνιστικότητας αλλά και της καινοτομίας είναι εντυπωσιακή.

Ανταγωνιστικότητα και οικονομική ανάπτυξη

¢
Ποιες είναι οι πραγματικές συνέπειες των χαμηλών επιδόσεων της χώρας μας ως προς την ανταγωνιστικότητα και την καινοτομία για τις προοπτικές βιώσιμης ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας; Η απάντηση προκύπτει από την εξέταση της σχέσης των αναπτυξιακών επιδόσεων των χωρών και του βαθμού ανταγωνιστικότητας της οικονομίας τους. Εχει διαπιστωθεί σαφής συσχέτιση που συνδέεται με το γεγονός ότι η ανταγωνιστικότητα, με την ευρεία έννοια, προσδιορίζει τον ρυθμό αύξησης της συνολικής παραγωγικότητας της οικονομίας και, συνεπώς, τον ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης μακροπρόθεσμα.
¢
Μια χαρακτηριστική εμπειρική διαπίστωση προκύπτει από τη σύγκριση του βαθμού ανταγωνιστικότητας των χωρών –προηγμένων και αναδυομένων –το 2007, πριν από την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση, με τον μέσο ρυθμό ανάπτυξής τους κατά τα επόμενα 10 έτη. Οι 3 πιο ανταγωνιστικές οικονομίες το 2007 σημείωσαν σημαντικά υψηλότερο μέσο ρυθμό ανάπτυξης τη δεκαετία που ακολούθησε, ενώ οι 3 λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες σημείωσαν τον μικρότερο ρυθμό ανάπτυξης. Στην περίπτωση των προηγμένων οικονομικά χωρών, οι 3 χώρες με τη χαμηλότερη ανταγωνιστικότητα, που συμπεριλαμβάνουν την Ελλάδα και την Ιταλία, είχαν αρνητικό ρυθμό ανάπτυξης.
¢
Είναι γεγονός ότι η κοινωνική ευημερία δεν προσδιορίζεται αποκλειστικά από την οικονομική ανάπτυξη, δηλαδή τον ρυθμό μεγέθυνσης του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ). Εχει και άλλες συνιστώσες. Τα τελευταία χρόνια έχουν προταθεί και κατασκευαστεί ευρύτεροι δείκτες κοινωνικής ευημερίας και ανθρώπινης ανάπτυξης, οι οποίοι περιλαμβάνουν, εκτός από το ΑΕΠ, και άλλους προσδιοριστικούς παράγοντες, όπως το κατά κεφαλήν εισόδημα, η μέση διάρκεια ζωής, δείκτες εκπαίδευσης και υγείας, καθώς και άλλους παράγοντες που διαμορφώνουν την ποιότητα ζωής και επηρεάζουν τόσο τις συνθήκες ισότητας κατά τον σχηματισμό του ανθρώπινου κεφαλαίου όσο και την ποιότητά του, δηλαδή τελικά την ένταξη στην κοινωνία και την αγορά εργασίας.
Ενα σημαντικό εύρημα πρόσφατης εμπειρικής ανάλυσης είναι η στενή και θετική συσχέτιση δεικτών «ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς» και «ανθρώπινης ανάπτυξης» σε μια χώρα με τον βαθμό ανταγωνιστικότητάς της. Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από τη χαμηλότερη επίδοση «ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς» και βαθμό ανταγωνιστικότητας, αλλά από αισθητά υψηλότερο ρυθμό «ανθρώπινης ανάπτυξης» με δεδομένο τον βαθμό ανταγωνιστικότητας της οικονομίας της. Το δεύτερο εύρημα είναι πιο ικανοποιητικό και αισιόδοξο. Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι η αύξηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας συνοδεύεται από υψηλότερο ρυθμό «ανθρώπινης ανάπτυξης» και «ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς».

Καινοτομία και οικονομική ανάπτυξη

¢
Οσον αφορά τον ρόλο και τη συμβολή της καινοτομίας στην ανάπτυξη, έχουν διατυπωθεί συγκρουόμενες απόψεις. Ασφαλώς, η ποσοτικοποίηση και η μέτρηση της καινοτομίας δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Ωστόσο, οι σύγχρονες θεωρίες της ανάπτυξης και τα ευρήματα της εμπειρικής ανάλυσης γενικώς καταδεικνύουν πειστικά ότι η «γνώση» και οι «ιδέες», που οδηγούν στη δημιουργία καινοτομικών προϊόντων και στην υιοθέτηση και εφαρμογή καινοτομικών διαδικασιών παραγωγής, αποτελούν βασικούς προσδιοριστικούς παράγοντες της βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης.
¢
Ενα αξιοπρόσεκτο συμπέρασμα που προκύπτει από πρόσφατες εμπειρικές μελέτες είναι ότι η αύξηση της παραγωγικότητας και ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης δεν εξαρτώνται μόνο από τη δημιουργία νέων ιδεών και νέων τεχνολογιών. Εξαρτώνται επίσης από την εφαρμογή των νέων τεχνολογιών από επιχειρήσεις σε άλλες χώρες και σε άλλους τομείς προκειμένου να βελτιώσουν τη δική τους παραγωγικότητα.
¢
Δυστυχώς, η χώρα μας γενικώς υστερεί συγκριτικά με άλλες αναπτυγμένες οικονομίες και στην εφαρμογή και τη διάχυση των νέων τεχνολογιών και της καινοτομίας. Υπάρχουν, ευτυχώς, αρκετές λαμπρές εξαιρέσεις και σχετικές πρωτοβουλίες, αλλά δεν επαρκούν για να ανατρέψουν τη γενικότερη κατάσταση. Στη σύγχρονη εποχή, όταν η οικονομία της γνώσης και της ραγδαίας τεχνολογικής προόδου διαμορφώνουν μια νέα βιομηχανική επανάσταση, η σημερινή σχετική θέση της Ελλάδος στους τομείς της έρευνας, της ανώτατης εκπαίδευσης και των άλλων συντελεστών της καινοτομίας δεν εμπνέει αισιοδοξία για τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας.

Ενίσχυση της ανταγωνιστικότηταςκαι της καινοτομίας

¢
Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι η ανάγκη για ουσιώδη και ταχεία ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδος είναι τεράστια. Ταυτόχρονα, όμως, πιστεύω ότι η δυνατότητα της χώρας μας να επιτύχει αυτόν τον στόχο είναι μεγάλη. Τόσο το κράτος όσο και ο ιδιωτικός τομέας έχουν ισχυρά κίνητρα για ένα μεγάλο άλμα που θα συντελέσει στη δυναμική ανάπτυξη της οικονομίας. Ειδικότερα, όσον αφορά την ενίσχυση της καινοτομίας, μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι επειδή έχουμε το ανθρώπινο κεφάλαιο, έχουν θεσμοθετηθεί νομοθετικές ρυθμίσεις και υπάρχουν κρατικά και ευρωπαϊκά προγράμματα, ενώ αναπτύσσονται διάφορες πρωτοβουλίες του ιδιωτικού τομέα που αποσκοπούν και συμβάλλουν στην ενίσχυση της έρευνας, της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας.
¢ Ομως, προκειμένου να αξιοποιηθούν οι διαθέσιμοι πόροι και να αποδώσουν προγράμματα και πρωτοβουλίες, είναι απαραίτητο να υιοθετηθεί μια ολιστική προσέγγιση και να δημιουργηθεί ένα οικοσύστημα που προάγει τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και την ενίσχυση της καινοτομίας. Απαιτούνται παράλληλες δράσεις σε πολλά μέτωπα και από τον δημόσιο και από τον ιδιωτικό τομέα, οι οποίες εκτιμάται ότι θα επενεργήσουν συμπληρωματικά, με αλληλοενισχυόμενες θετικές επιδράσεις στην οικονομία.
¢
Συγκεκριμένα, πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην:
˜
Bελτίωση της αποτελεσματικότητας και της ποιότητας των υπηρεσιών της δημόσιας διοίκησης και γενικότερα του δημόσιου τομέα.
˜
Aποδοτικότερη λειτουργία του συστήματος απονομής δικαιοσύνης.
˜
Aναμόρφωση του φορολογικού συστήματος ώστε να γίνει απλούστερο, διεθνώς ανταγωνιστικό και κοινωνικά πιο δίκαιο.
˜
Bελτίωση της ποιότητας του εκπαιδευτικού συστήματος.
˜
Διαμόρφωση ενός πρόσφορου θεσμικού, εκπαιδευτικού και επιχειρηματικού περιβάλλοντος που θα δώσει ώθηση στην καινοτομία και τον υγιή ανταγωνισμό.
¢ Ειδικότερα, προκειμένου να αναπτυχθεί ένα οικοσύστημα που θα ενθαρρύνει και θα προάγει αποτελεσματικά την έρευνα, τη δημιουργία καινοτομικών προϊόντων και υπηρεσιών, την υιοθέτηση καινοτομικών διαδικασιών, την ευρεία εφαρμογή προηγμένων τεχνολογιών, είναι απαραίτητες διάφορες ενέργειες που συμπεριλαμβάνουν:
˜
Εξάλειψη των εμποδίων που δημιουργούνται από πολύπλοκες και άκαμπτες κανονιστικές ρυθμίσεις, την αναποτελεσματική γραφειοκρατία, την υπερβολική προστασία των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, την εσφαλμένη κατανομή των επιδοτήσεων και τον πολύπλοκο φορολογικό κώδικα.
˜
Αύξηση των δαπανών τόσο του κράτους όσο και των επιχειρήσεων για έρευνα και ανάπτυξη, οι οποίες είναι απογοητευτικά χαμηλές.
˜
Βελτίωση του τρόπου διοίκησης και της ποιότητας των επιστημονικών ερευνητικών ιδρυμάτων.
˜
Αναβάθμιση και αύξηση του εύρους της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης.
˜
Επέκταση και ενίσχυση της συνεργασίας των πανεπιστημίων, των ερευνητικών κέντρων και των επιχειρήσεων και
˜ παροχή περισσότερων και νέων μορφών χρηματοδότησης και ευρύτερης στήριξης σε νεοφυείς και γενικότερα καινοτόμες επιχειρήσεις.

Ερευνητικές και εκπαιδευτικές δραστηριότητες

¢
Ερευνητικές και εκπαιδευτικές δραστηριότητες μπορούν να συμβάλουν σημαντικά στην ενίσχυση της έρευνας και της καινοτομίας, με τη μεταφορά και εφαρμογή νέων τεχνολογιών, την αποδοτικότερη διασύνδεση της έρευνας με την παραγωγή, ιδιαίτερα σε τομείς με παγκόσμιες προοπτικές ανάπτυξης, στους οποίους η Ελλάδα έχει ή μπορεί να αποκτήσει συγκριτικό πλεονέκτημα.
¢
Οι δραστηριότητες αυτές περιλαμβάνουν:
˜ Συστηματική συνεργασία μεταξύ ελληνικών και ξένων ερευνητικών κέντρων σε συγκεκριμένα θέματα που θα συντελέσουν στη «μεταφορά τεχνολογίας» στην Ελλάδα.
˜
Μεταπτυχιακή εκπαίδευση και επαγγελματική κατάρτιση σε θέματα που αφορούν τη διαδικασία της καινοτομίας, την εφαρμογή των νέων τεχνολογιών στην παραγωγή και τη βελτίωση της ποιότητας της επιχειρηματικότητας.
˜
Στενή συνεργασία ερευνητικών κέντρων και επιχειρήσεων με ξένα πανεπιστήμια που δίνουν έμφαση στην καινοτομία, την αξιοποίηση της τεχνολογικής προόδου και των αποτελεσμάτων της έρευνας για την παραγωγή καινοτομικών αγαθών και υπηρεσιών.
˜
Δραστηριότητες που θα ενθαρρύνουν τη δημιουργία νεοφυών επιχειρήσεων (startups), ιδίως για την αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων και των τεχνολογικών επιτευγμάτων, και θα στηρίξουν τη βιώσιμη ανάπτυξή τους πέρα από το αρχικό στάδιο σχεδιασμού και παραγωγής νέων προϊόντων.
¢
Οι δραστηριότητες αυτές και τα προγράμματα συνεργασίας μπορούν να προωθηθούν σε διάφορους τομείς της επιστήμης και της οικονομίας.
Είναι σκόπιμο, όμως, να δοθεί έμφαση σε ορισμένους τομείς, όπως είναι:
˜ Η βιοϊατρική επιστήμη και τεχνολογία.
˜ Η παραγωγή, αποθήκευση και διανομή της ενέργειας.
˜ Οι τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνίας (ICT).
˜ Τομείς συνδεόμενοι με την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, καθώς και
˜ τομείς όπου η Ελλάδα ήδη έχει συγκριτικό πλεονέκτημα και προοπτική περαιτέρω ανάπτυξης, π.χ. η ναυτιλία, η παραγωγή και μεταποίηση αγροτικών προϊόντων και ο πολιτιστικός και ιατρικός τουρισμός.
* Βασικά σημεία της ομιλίας του κ. Λουκά Παπαδήμου σε επιστημονική ημερίδα της Ακαδημίας Αθηνών.
Ο κ. Λουκάς Παπαδήμος είναι πρώην πρωθυπουργός, πρώην αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ