Αναμφίβολα η Ελλάδα έχει να επιδείξει σημαντικά επιτεύγματα σε δημοσιονομικό επίπεδο και αξιοσημείωτη βελτίωση στα μακροοικονομικά μεγέθη. Η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων πάνω από τον στόχο για δεύτερη συνεχή χρονιά, η διατήρηση θετικών ρυθμών ανάπτυξης για τρίτο συνεχές τρίμηνο, για πρώτη φορά εδώ και δέκα χρόνια, η σταθερά πτωτική τάση της ανεργίας, αλλά και η διαμόρφωση των αποδόσεων των δεκαετών ομολόγων σε επίπεδα πριν από την κρίση αποτελούν τις καλύτερες αποδείξεις.
Ωστόσο, δεν έχει ανάλογη πορεία στην υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και θα προσελκύσουν επενδύσεις, που είναι απαραίτητες για την ανάταξη της οικονομίας. Η πρόοδος που έχει σημειωθεί στον τομέα αυτόν είναι μικρή και κυρίως αποσπασματική. Είναι προφανές ότι η χώρα χρειάζεται ένα αναπτυξιακό σχέδιο που να υπηρετεί ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, το οποίο να στηρίζεται στην εξωστρέφεια. Διότι μόνο με την υιοθέτηση ενός τέτοιου μοντέλου θα μπορέσουμε να δώσουμε οριστικό τέλος στις παθογένειες που μας οδήγησαν στη βαθιά κρίση που βιώνουμε, στα μνημόνια και στη διεθνή εποπτεία.
Ας μη γελιόμαστε. Καλοδεχούμενη η ανάπτυξη που καταγράφεται τα τελευταία τρίμηνα, αλλά δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε ότι στηρίζεται σε άνοδο της κατανάλωσης, η οποία είχε συμπιεστεί υπέρμετρα τα προηγούμενα χρόνια. Από εκεί που έχει οδηγήσει η ύφεση την οικονομική δραστηριότητα, είναι πολύ εύκολο να κινηθεί ελαφρώς ανοδικά.
Ομως, για να επιτύχουμε υψηλούς και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης, της τάξεως του 2,5%, που προβλέπεται στο πρόγραμμα και οι οποίοι θα μπορούν να παράγουν τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 3,5% τα επόμενα χρόνια, θα πρέπει να ανατρέψουμε το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Διότι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την αύξηση των εξαγωγών και την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων που θα οδηγήσουν στην ανάκαμψη της οικονομίας. Αυτός θα πρέπει να είναι ο βασικός στόχος του νέου αναπτυξιακού σχεδίου που έχει ανάγκη η χώρα. Και για να τον πετύχουμε θα πρέπει να υλοποιηθούν με ταχύτερο ρυθμό οι μεταρρυθμίσεις που περιέχονται στο Μνημόνιο, ειδικότερα για τη δημόσια διοίκηση και την απλούστευση των διαδικασιών που αφορούν την αδειοδότηση νέων επιχειρηματικών σχεδίων, την απονομή δικαιοσύνης και τη μείωση της γραφειοκρατίας.
Δυστυχώς όμως η υποχώρηση της Ελλάδας στην 87η θέση μεταξύ 137 χωρών στον δείκτη ανταγωνιστικότητας του WEF, η διολίσθηση κατά έξι θέσεις στον δείκτη ευκολίας ανοίγματος μιας επιχείρησης της Παγκόσμιας Τράπεζας και η κατρακύλα κατά 27 θέσεις στον Δείκτη Οικονομικής Ελευθερίας δείχνει ότι κινούμαστε προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Τάση που θα πρέπει να αναστραφεί άμεσα ώστε να εμπεδωθεί η ανάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών που καταγράφεται στις τιμές των ελληνικών ομολόγων και να μετουσιωθεί σε επενδύσεις, που είναι το ζητούμενο. Αν λοιπόν πράγματι η κυβέρνηση επιθυμεί μια «καθαρή έξοδο» από τα μνημόνια, τότε η υιοθέτηση της πλειοψηφίας των μεταρρυθμίσεων που προβλέπονται για το κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης αλλά και των υπολοίπων που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα και η άμεση εφαρμογή τους αποτελεί μονόδρομο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ