Βιβλία. Κάθε χρόνο σημειώνω όσα μοιάζουν ξεχωριστά στις προθήκες των βιβλιοπωλείων και στις ειδικές στήλες των εφημερίδων. Κάθε χρόνο αγοράζω λιγότερα από όσα σημειώνω, διαβάζω λιγότερα από όσα αγοράζω και απολαμβάνω ελάχιστα από όσα διαβάζω. Κάμποσα τα βρίσκω χρήσιμα, μα βαρετά· τα περισσότερα ούτε καν χρήσιμα· εκδίδονται ως φαίνεται μόνο για να φουσκώσουν κάποιο βιογραφικό ή τη ματαιοδοξία του συγγραφέα τους. Διατρέχω τις σελίδες τους από επαγγελματική υποχρέωση· είμαι πανεπιστημιακός, άρα εξοικειωμένος με κακογραμμένα κείμενα: με άτεχνες διπλωματικές, πρωτόλειες διατριβές και ιστορικές μελέτες που εξαντλούν την επιστημοσύνη τους στον εξοβελισμό κάθε ίχνους ικμάδας και ύφους. Συμβαίνει ευτυχώς μια στο τόσο να ανταμείβομαι αισθητικά και γνωστικά. Αφήνομαι τότε στην απόλαυση της αργής, της στοχαστικής ανάγνωσης. Να μοιραστώ, λοιπόν, μαζί σας τρεις από αυτές τις φετινές αναγνώσεις μου:

Η Ιστορία είναι μια σύγχρονη λογοτεχνία, του γάλλου ιστορικού Ιβάν Ζαμπλονκά (εκδόσεις Πόλις, 2017). Μπορούν να συνδυαστούν η αυστηρότητα της ιστορικής έρευνας με τη γοητεία της γραφής; Η επιθυμία για την αλήθεια με την έγνοια για το ύφος; «Η μεγάλη πρόκληση του ύφους, για τον ιστορικό, είναι να συγκρατήσει τον θυμό της αλήθειας» απαντά ο Ζαμπλονκά. «Αν αφεθεί, αυτός ο θυμός ξεσπά ως ρομαντική οργή. Αν καταπνιγεί, μετατρέπει την έρευνα σε σχολαστικότητα, σε επαγγελματική μηχανική». Υφος στην ιστορική γραφή δεν σημαίνει βέβαια ρητορικές εξάρσεις και καταιγισμός επιθέτων. Η λιτή, στρωτή, ξεκάθαρη γραφή που πρόκρινε ο αμερικανός ιστορικός Τόμας Γκάλαντ στο βιβλίο του Νεότερη Ελλάδα (εκδόσεις Πεδίο, 2017) αποδείχθηκε γερός σύμμαχος στο στοίχημά του να ανασυνθέσει την Ιστορία της χώρας μας «με τρόπο που λαμβάνει υπόψη τόσο την ενδεχομενικότητα όσο και το ιστορικό πλαίσιο». Κάθε φράση του βιβλίου αποζητά την κριτική μας εγρήγορση, εκλεπτύνει την κριτική μας σκέψη. Το δικό της στοίχημα κερδίζει και η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ. Σε κουβεντιαστό ύφος, με τον τρόπο της σοφής γηραιάς κυρίας, απαντά στα κρίσιμα για την εθνική μας αυτοσυνειδησία ερωτήματα: Πόσο ελληνικό είναι το Βυζάντιο; Πόσο βυζαντινοί οι νεοέλληνες; (εκδόσεις Gutenberg, 2016). Αποδομεί το σχήμα της συνέχειας, για να το ξαναστήσει εντέχνως, σε ένα πιο σύνθετο τοπίο. Το βυζαντινό κράτος θα καταλήξει να είναι «η οργανική συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας [και] η τέχνη του χρωστά πολλά στο ελληνιστικό κατόρθωμα και στην ανατολική εμπειρία των χρόνων εκείνων, αλλά ως πολιτιστική συνέχεια (και όχι μόνο γλωσσική) εγγράφεται το Βυζάντιο μονάχα ως βίωμα του Ελληνισμού». Δεν χρειάζεται να συμφωνήσουμε, μα αξίζει να συνομιλούμε μαζί της.
Ο κ. Χάρης Αθανασιάδης είναι ιστορικός, καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής του μεταπτυχιακού προγράμματος «Δημόσια Ιστορία» του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ