«­Λόγοισι πτερούνται; ­ Υπό λόγων ο νους μετεωρίζεται επαίρεται τ’ άνθρωπος».


[­ Οι λόγοι δίνουν φτερά; ­ Με τα λόγια ο νους υψώνεται κι αναφτερώνεται ο άνθρωπος»]


ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, Ορνιθες, στ. 1446.


Λένε και ξαναλένε πως η εποχή μας ζει την παγκυριαρχία της εικόνας και τον θάνατο του λόγου. Κι επικαλούνται την παμπάλαιη διαπίστωση για την υπεροχή της όρασης πάνω στην ακοή («Οφθαλμοί των ώτων ακριβέστεροι μάρτυρες», δεν έλεγε ο Ηράκλειτος1;) και της εικόνας πάνω στον λόγο («Μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις»). Στον καιρό μας, η τεράστια εξάπλωση των οπτικών «μέσων» – κινηματογράφου και, προπάντων, τηλεόρασης ­ μοιάζει να δικαιώνει τους εικονολάτρες και λεξιμάχους.


Είναι, όμως, έτσι; Την απάντηση δίνει ο πολύς Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες σ’ ένα πρόσφατο κείμενό του, γραμμένο με την ευκαιρία των 70 χρόνων του και δημοσιευμένο, εδώ, στο περιοδικό «Λέξη». «Μποτίλια στο πέλαγος για τον θεό των λέξεων» («Botella al mar para el dios de las palabras») είναι ο τίτλος του, και αρχίζει έτσι:


«Στα δώδεκά μου χρόνια, παρά λίγο να με χτυπήσει ένα ποδήλατο. Ενας καλός ιερωμένος που περνούσε με έσωσε με μία κραυγή: Προσοχή! Ο ποδηλάτης έπεσε το έδαφος. Ο καλός ιερωμένος, δίχως χασομέρι, μου είπε: Είδες, παιδί μου, ποια είναι η δύναμη της λέξης; Εκείνη την ημέρα το έμαθα καλά. Τώρα ξέρουμε, ακόμη, ότι οι Μάγια το γνώριζαν αυτό ήδη απ’ τα χρόνια του Χριστού, και με τέτοια απολυτότητα, που είχαν έναν θεό ειδικά για τις λέξεις.


Ποτέ όσο σήμερα δεν ήταν τόσο μεγάλη αυτή η δύναμη. Η ανθρωπότητα θα μπει στην τρίτη χιλιετηρίδα υπό την αυτοκρατορία των λέξεων. Δεν είναι αληθινό ότι η εικόνα τις παραμερίζει, ούτε ότι μπορεί να τις εξαλείψει. Το αντίθετο μάλιστα, τις ενισχύει: ποτέ δεν υπήρξαν στον κόσμο τόσες πολλές λέξεις τέτοιου βεληνεκούς, κύρους και πείσματος, όπως στην απέραντη Βαβέλ της σύγχρονης ζωής. Λέξεις εφευρημένες, κακομεταχειρισμένες ή θυσιασμένες απ’ τον τύπο, από τα απορριπτέα βιβλία, απ’ τις διαφημιστικές αφίσσες· μιλημένες και τραγουδισμένες στο ραδιόφωνο, την τηλεόραση, τον κινηματογράφο, το τηλέφωνο, τα δημόσια ηχεία· λέξεις κραυγαλέες με παχύ πινέλο στους τοίχους του δρόμου ή ψιθυρισμένες σε κάποιο αυτί στα ημίφωτα του έρωτος. Οχι: ο μεγάλος νικημένος είναι η σιωπή. Τα πράγματα έχουν τώρα τόσα ονόματα σε τόσες γλώσσες, που πια δεν είναι εύκολο να ξέρεις πώς λέγονται σε καμία…».


Φυσικά, οι Μάγια δεν ήταν οι μόνοι που θεοποίησαν τις λέξεις. Πριν απ’ αυτούς, οι Ελληνες, αν και δεν είχαν περιλάβει στο Δωδεκάθεό τους κάποιον θεό των λέξεων, είχαν αναγορεύσει τον λόγο ανώτατον άρχοντά τους: «Δεν δίνουμε την εξουσία σ’ έναν άνθρωπο, αλλά στον λόγο (τη λογική, αλλά και την ομιλία), επειδή οι άνθρωποι ασκούν την εξουσία για τον εαυτό τους και γίνονται τύραννοι» («Ουκ εώμεν άρχειν άνθρωπον αλλά τον λόγον, ότι εαυτώ τούτο ποιεί και γίνεται τύραννος»3). Τον μόνο θεϊκό «τύραννο» που αναγνώριζαν, ήταν ακριβώς ο λόγος, οι λέξεις: «Ο λόγος είναι ένας μεγάλος δυνάστης, που ενώ έχει το πιο μικρό και αφανές σώμα, επιτελεί τα έργα τα πιο θεϊκά· γιατί μπορεί και το φόβο να σταματήσει και τη λύπη να διώξει και χαρά να προκαλέσει και τον οίκτο να αυξήσει» («Λόγος δυνάστης μέγας εστίν, ος σμικροτάτω σώματι και αφανεστάτω θειότατα έργα αποτελεί· δύναται γαρ και φόβον παύσαι και λύπην αφελείν και χαράν ενεργάσεσθαι και έλεον επαυξήσαι»43).


Ο καλός παπάς που έσωσε τον μικρό Γκαμπριέλ με μια κρυαγή, ήταν ένας πρακτικός σωτήρας. Το σχήμα του, όμως, και η κοσμοθεώρησή του θα τον παρακινούσαν ίσως να προσυπογράψει τα λόγια του Νοβάλις: «Με μια μαγική λέξη, κάθε κατεστραμμένο ανθρώπινο ον μπορεί να πετάξει ψηλά και να λυτρωθεί». Οπου ο γερμανός ρομαντικός του 18ου αιώνα συναντιέται με τον «άσεμνο» Αριστοφάνη…


Στα παλιά ισπανικά χάνια, οι ταξιδιώτες έτρωγαν ό,τι φαΐ έφερναν μαζί τους. Το ίδιο γίνεται και με τις λέξεις. Προσφέρουν στον ταξιδευτή του πελάγους τους ό,τι εκείνος φέρει: γίνονται σωτήριες, καταστροφικές, διφορούμενες, απατηλές για τους άλλους και για σένα τον ίδιο.


Αυτή τη γνώση ­ και την ηθική ­ περιγράφει ο Αινείας στην Ιλιάδα:


«Του ανθρώπου η γλώσσα είναι γοργόστροφη, περίσσιες οι κουβέντες,


λογής λογής, κι ο κάμπος διάπλατος για να θερίζεις λόγια·


κι ο κάθε λόγος έχει αντίλογο, κι ό,τι θα πεις θ’ ακούσεις»


(«Στρεπτή δε γλώσσ’ εστί βροτών, πολέες δε μύθοι


παντοίοι, επέων δε πολύς νομός ένθα και ένθα·


οπποίον κ’ έπησθα έπος, τοίον κ’ επακούσαις»5)


Ο,τι πεις θ’ ακούσεις ­ και ό,τι πεις θα γίνεις. «Χάρη στις λέξεις, μπορέσαμε να υψωθούμε πάνω απ’ τα κτήνη· και χάρη στις λέξεις πέφτουμε στο επίπεδο των δαιμόνων», θα γράψει ο Ολντους Χάξλεϋ6.


Οι λέξεις φωτίζουν ­ και οι λέξεις σκοτίζουν… με τις λέξεις κυβερνιούνται οι άνθρωποι (έλεγε ο Ντισραέλι7) ­ με τις λέξεις αφιονίζονται οι μάζες… οι λέξεις ξεσηκώνουν σε δίκαιες εθνικοαπελευθερωτικές και κοινωνικές επαναστάσεις ­ οι λέξεις παρασύρουν σε εγκληματικούς, μισαλλόδοξους, φασιστικούς, ρατσιστικούς φανατισμούς…


Αυτοκρατορία των λέξεων ονομάζει ο Μάρκες την εποχή μας. Και δεν είναι μόνο οι αμέτρητες καινούργιες λέξεις που έχουν υπερπλουτίσει το λεξιλόγιό μας ­ λέξεις που επινόησε η φιλοσοφία, οι επιστήμες, η ψυχολογία, η τεχνολογία, ο σύγχρονος βίος. Τα ίδια τα «μέσα επικοινωνίας» ­ που τάχα εκτοπίζουν τον λόγο ­ ονομάζονται, διόλου τυχαία, «οπτικοακουστικά», αφού στηρίζονται τόσο στο «οράν» όσο και στο «ακούειν», αφού τα «μηνύματα» που μεταδίνουν δεν είναι πλήρη χωρίς τη συνοδεία του λόγου.


Η εικόνα απομονώνει και αποτυπώνει μια σκηνή, ένα γεγονός ­ ο λόγος τη συμπληρώνει, το εξηγεί, το ερμηνεύει, δίνει τις διαστάσεις του, τις αιτίες του, τις συνέπειές του, την κρυμμένη ή μισοκρυμμένη ουσία του. Αντίθετα απ’ ό,τι νομίζεται, η εικόνα από μόνη της ­ ακόμα και η κινούμενη εικόνα ­ είναι ανάπηρη, άψυχη. Ο λόγος τη ζωντανεύει, την ολοκληρώνει, τη βαθαίνει, την «ανοίγει» στο παρελθόν, ακόμα και στο μέλλον. Η εικόνα είναι στιγμή ­ ο λόγος της δίνει διάρκεια. Η εικόνα είναι στιγμιότυπο ­ ο λόγος κάνει ιστορία.


Ξέρουμε, φυσικά, πως η εικόνα μπορεί να παραπληροφορήσει, να παραποιηθεί, να πλαστογραφηθεί, χάρη στην τεχνολογία ή, και μόνο, χάρη στην κατάλληλη επιλογή και προβολή ορισμένων «πλάνων». Το ίδιο ­ και περισσότερο ­ ο λόγος, με τα σχόλιά του, μπορεί να διαστρεβλώσει την εικόνα, δίνοντάς της ερμηνείες που συμφέρουν τον λέγοντα.


Συνακόλουθα, ο λόγος πρέπει, πάνω απ’ όλα, να είναι τίμιος. Και δεν είναι τίμιος παρά όταν είναι σωστός (γλωσσικά, γραμματικά κλπ.). Και δεν είναι σωστός αν δεν είναι σαφής. Η ρήση του Μενέλαου στον ευριπιδικό Ορέστη (στ. 397) παραμένει ανέσπερη: «Σοφόν το σαφές, ου το μη σαφές» («Σοφία είναι η σαφήνεια, όχι η ασάφεια»). Και του Αριστοτέλη: «Ας δώσουμε τον ορισμό πως η κυριότερη αρετή του λεκτικού είναι η σαφήνεια. Κι απόδειξη γι’ αυτό είναι ότι ο λόγος που δεν περικλείει την απόδειξη του περιεχομένου του, δεν εκπληρώνει τον προορισμό του» («Ωρίσθω λέξεως αρετή σαφή είναι· σημείον γαρ ότι ο λόγος, ως εάν μη δηλοί, ου ποιήσει το εαυτού έργον»8). Φτάνει, βέβαια, να υπάρχει περιεχόμενο…


Οσες εικόνες κι αν σωρέψει ο άνθρωπος, όσα «μέσα» και «πολυμέσα» κι αν επινοήσει, δεν θα πάψουν οι λέξεις, η γλώσσα, να είναι «η πατρίδα μας» (όπως έλεγε ο Ντάντε), «το σπίτι μας» (όπως είπε ο Χάιντεγγερ), «το αίμα του πνεύματός μας» (όπως λέει ο Μιγκέλ ντε Ουναμούνο), αν δεν θέλουμε να είμαστε απάτριδες, άστεγοι, άνοες.


Αυτό το παμπάλαιο βίωμα αποτυπώνει κι ένα τσιγγάνικο τραγούδι, ανώνυμο όσο και θαυμάσιο:


«Πες μου, άνθρωπε, πού είναι η γη μας,


τα βουνά, τα ποτάμια, οι κοιλάδες


και τα δάση μας;


Πού είναι η χώρα μας; Πού είναι οι τάφοι μας;


Είναι στις λέξεις, στις λέξεις της γλώσσας μας»9.


1. Αποσπ. 101α. Το ίδιο και ο Ηρόδοτος, Ι, 81, και ο Λουκιανός, Περί ορχήσεως, 78. – 2. «Λέξη», τευχ. 140/Ιούλ. -Αύγ. 1997. Εισαγωγή – μετάφραση Γ. Λυκοτραφίτη. Θα ευχόμαστε, το αξιόλογο αυτό περιοδικό να δημοσιεύσει ολόκληρο το κείμενο του Μάρκες. – 3. Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, Ε, 11, 1334α, 41. – 4. Γοργίας, Ελένης εγκώμιον, 8. Μετάφρ. Π. Καλλιγά, σε Ν. Σκουτερόπουλου, Η Αρχαία Σοφιστική, Γνώση, 1994. – 5. Ιλιάς, Υ, 248. Μετάφρ. Ν. Καζαντζάκη – Ι. Θ. Κακριδή. – 6. Αδωνις και Αλφάβητο, 1956. – 7. Contarini Fleming, Ι, 21. – 8. Ρητορική, Γ, 2, 1404β. Μετάφρ. Ηλία Ηλιού, Κέδρος, 1984. 9. Το τραγούδι αυτό παραθέτει ο Σαράντος Καργάκος («Οικον. Ταχυδρόμος», 6.7.95), μεταφέροντάς το από το περιοδικό «Εμείς» του Γυμνασίου Σαπών Θράκης, τευχ. 4, αφιερωμένο στους τσιγγάνους, που αφθονούν στην περιοχή.