Πώς πετυχαίνεις ένα θετικό αποτέλεσμα (συμβιβασμό, συναίνεση, κ.λπ.) σε μια διαπραγματευτική ή πολιτική διαδικασία φαινομενικά αδιέξοδη, είτε πρόκειται για τη δημιουργία του νέου, ενιαίου φορέα για την Κεντροαριστερά / Σοσιαλδημοκρατία είτε για την επίλυση θεμάτων της εξωτερικής πολιτικής (π.χ. Κυπριακό, Ελληνοτουρκικά) είτε για την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια και την εποπτεία; Η απάντηση είναι «Οσλο». Το Οσλο είναι βέβαια πρωτεύουσα της Νορβηγίας, αλλά είναι και ο τίτλος ενός θεατρικού έργου (γραμμένου από τον J.T. Rogers) που παίζεται αυτόν τον καιρό στο Λονδίνο και είχα την ευκαιρία να δω την περασμένη εβδομάδα. Πρόκειται για το πιο συναρπαστικό πολιτικό θεατρικό κείμενο που αναπαριστά τη διαπραγματευτική διαδικασία που πραγματοποιήθηκε στη νορβηγική πρωτεύουσα μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων και που κατέληξε το 1993 στην ανταλλαγή της περίφημης χειραψίας ανάμεσα στον Γιάσερ Αραφάτ (τον ηγέτη των Παλαιστινίων –PLO) και τον Γιτζάκ Ράμπιν (τον πρωθυπουργό του Ισραήλ που δολοφονήθηκε το 1995 ακριβώς για τη χειραψία αυτή) και στα περίφημα Oslo Accords ως ένα σημαντικό βήμα για την επίλυση του Μεσανατολικού προβλήματος (σύγκρουση Ισραήλ – Παλαιστίνης).
Το έργο αναφέρεται στους πραγματικούς συντελεστές της διαπραγμάτευσης με τα πραγματικά τους ονόματα και ιδιαίτερα στον ρόλο τού τότε επικεφαλής του Ινστιτούτου Fato Terje-Rod-Larsen και της συζύγου του Mona Juul (πρεσβευτή της Νορβηγίας στο Η.Β. σήμερα) και στον ρόλο που έπαιξαν στο άνοιγμα, την προώθηση και την ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης με συγκεκριμένα θετικά αποτελέσματα. Υπάρχουν στιγμές που διερωτάσαι εάν παρακολουθείς απλά ένα θεατρικό έργο, ένα μεταπτυχιακό σεμινάριο διεθνών σχέσεων, ή μια πραγματική διαπραγμάτευση σε εξέλιξη, δοσμένα όμως με τέτοια πειστικότητα αλλά και χιούμορ που σε καθηλώνουν. Αλλά κυρίως σε διδάσκουν. Και αυτός είναι ο στόχος του έργου. Και βλέποντας ως Ελληνας την παράσταση αμέσως σκέπτεσαι ότι θα ήταν ιδιαίτερα σημαντικό και πολλαπλώς χρήσιμο εάν υπήρχε τρόπος να στείλεις όλη την ελληνική πολιτική ηγεσία (και όχι μόνο) να την παρακολουθήσει (έστω και με τα ατελή αγγλικά ορισμένων). Θα μάθαιναν πολλά και χρήσιμα. Τι διδάσκει όμως το «Οσλο»; Μεταξύ άλλων:
Πρώτον, ότι με τη δημιουργία ορισμένων βασικών προϋποθέσεων και το φαινομενικά πλέον δισεπίλυτο πρόβλημα μπορεί να βρει τη λύση του. Οι αφετηριακές προϋποθέσεις έχουν σχέση με τη γλώσσα που χρησιμοποιείς σε μια διαπραγματευτική προσπάθεια ή σε μια πολιτική διαδικασία δημιουργίας συναίνεσης (ή πλειοψηφίας) για τη λήψη αποφάσεων. Και η γλώσσα αυτή πρέπει να είναι γνήσια, αληθινή, αυθεντική. Η ψεύτικη γλώσσα μπορεί να σε οδηγήσει ενδεχομένως σε κάποια αποτελέσματα και ίσως σε αποφάσεις. Αλλά αποτελέσματα και αποφάσεις που είναι καταδικασμένες να καταρρεύσουν μόλις έλθουν σε επαφή με την πραγματικότητα. Τα παραδείγματα πάμπολλα: η πλειοψηφία που έφερε π.χ. τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία το 2015 προέκυψε από έναν ψεύτικο λόγο (σχίζω μνημόνια, καταργώ ΕΝΦΙΑ, κ.λπ.). Κατέρρευσε με το πρώτο φύσημα του ανέμου της αμείλικτης πραγματικότητας. (Το ίδιο συνέβη με τα ψεύτικα επιχειρήματα του ελληνικού δημοψηφίσματος του 2015 και συμβαίνει τώρα με το Brexit, την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ.)
Δεύτερον, η δημιουργία εμπιστοσύνης ανάμεσα σε όλες τις πλευρές που εμπλέκονται σε ένα εγχείρημα διαπραγματευτικής διαδικασίας συνιστά την άλλη απαραίτητη προϋπόθεση επιτυχούς αποτελέσματος. Είναι η προϋπόθεση που ποτέ π.χ. δεν κατάλαβε ο Γ. Βαρουφάκης όταν εμφανιζόταν για διαπραγμάτευση στo Eurogroup: όχι μόνο δεν δημιουργούσε εμπιστοσύνη αλλά ακριβώς το αντίθετο, δυσπιστία, κάτι που κόστισε κάπου 100 δισ. ευρώ στη χώρα. Η εμπιστοσύνη συνιστά τη βασική προϋπόθεση για την επιτυχία της επόμενης φάσης στη διαδικασία συγκρότησης του ενιαίου φορέα της Κεντροαριστεράς μετά την πετυχημένη εκλογή της ηγεσίας. Η εμπιστοσύνη ανάμεσα σε όλους τους συντελεστές και κυρίως ανάμεσα στην ηγεσία και στους λοιπούς συμπράττοντες για τον κοινό στόχο μπορεί να οδηγήσει στην επιτυχία ή στην ακύρωση (make or break) του εγχειρήματος. Οθεν η πρωταρχική ευθύνη της Φώφης Γεννηματά να δημιουργήσει με τον λόγο και τις πράξεις της την αναγκαία εμπιστοσύνη σε σχέση με όλους.
Τρίτον, για να τελεσφορήσει το οποιοδήποτε διαπραγματευτικό εγχείρημα θα πρέπει να ξεκινήσεις αναδεικνύοντας τα κοινά σημεία σύγκλισης και μόνο αφού τα ξεκαθαρίσεις περνάς στα σημεία απόκλισης. Συνήθως η σειρά είναι η αντίστροφη και η αποτυχία αναπόφευκτη. Στο Οσλο, π.χ. ο νορβηγός επικεφαλής του Ινστιτούτου που διευκολύνει τη διαπραγματευτική διαδικασία λέει κάποια στιγμή σε ισραηλινούς και παλαιστίνιους διαπραγματευτές κάπως χιουμοριστικά: «Εσείς, Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι, έχετε περισσότερα κοινά και ομοιότητες από ό,τι έχουμε εμείς με τους Σουηδούς. Γιατί λοιπόν δεν τα βρίσκετε;». Η ατάκα –που όντως έτσι διατυπώθηκε στην πραγματική διαπραγμάτευση –λειτούργησε καταλυτικά. Τα βρήκαν. Σκεφτείτε τις ομοιότητες ανάμεσα σε Ελληνες και Τούρκους ή ανάμεσα σε Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους και γιατί δεν τα βρίσκουμε. Η απάντηση απλή: η απουσία εμπιστοσύνης και η εμμονή να αναδεικνύονται οι διαφορές παρά οι ομοιότητες, οι αποκλίσεις παρά οι συγκλίσεις.
Τέταρτον, σε μια διαπραγμάτευση ή πολιτική διαδικασία είναι σημαντικό για να δημιουργήσεις συναινέσεις και να φέρεις αποτέλεσμα να αποφύγεις ευλαβικά οποιαδήποτε προσέγγιση που μπορεί να οδηγεί ή να δημιουργεί την πρόσληψη για νικητές και ηττημένους. Η έκβαση της προσπάθειας θα πρέπει πάντοτε να έχει και να προσλαμβάνεται ως αποτέλεσμα από το οποίο κερδίζουν όλοι (win-win game) και όχι ως αποτέλεσμα μηδενικού αθροίσματος (zero-sum game). Σημείο ιδιαίτερης προσοχής από τη Φώφη Γεννηματά επίσης για το μέλλον της Κεντροαριστεράς.
Ολα τα παραπάνω εγγυώνται σώνει και καλά την επιτυχία; Οχι βεβαίως. Αλλά το Οσλο διδάσκει ότι χωρίς αυτά έχεις εξασφαλισμένη οπωσδήποτε την αποτυχία.
Ο κ. Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ