Ο παππούς έχει
­ ξανά ­ πίεση». Για δεύτερη χρονιά, στο θέατρο «Αμιράλ», η Δήμητρα Παπαδοπούλου με ανανεωμένη διανομή επιμένει στην κωμωδία, την οποία μάλιστα έγραψε η ίδια. «Το έργο «πέρασε», όπως λέμε, στο κοινό, άρεσε και γι’ αυτό συνεχίζουμε». Ικανοποιημένη που η συγγραφική επιστροφή της έκανε το κοινό να γελάσει, σε εποχές που το έχει τόση ανάγκη, η ηθοποιός δεν σκέφτεται το επόμενο βήμα της ούτε αγωνιά: «Εχω παρατηρήσει πως όταν δεν με πιάνει άγχος με την επιτυχία, τα πράγματα πάνε καλύτερα».


Συνηθισμένη όμως από το (πέρυσι) γεμάτο θέατρο, περιμένει τη νέα περίοδο. «Το γεμάτο θέατρο σε επηρεάζει πολύ. Κατ’ αρχήν, χωρίς να το καταλαβαίνεις, όταν είσαι πάνω στη σκηνή βάζεις διπλή δύναμη. Η κούραση είναι μεγάλη γιατί δίνεις διπλή ενέργεια. Ωστόσο είναι μια τόσο γλυκιά κούραση, μια κούραση που σε κάνει να επικοινωνείς με το κοινό, να παίζεις μαζί του».


* Το πείραμα της μετάβασης


Μετά τους «Απαράδεκτους» η Δήμητρα Παπαδοπούλου… εξαφανίστηκε. Για δύο χρόνια απείχε από τα καλλιτεχνικά κοινά. «Καθόμουν, δεν έκανα τίποτε». Μετά άρχισε να ενεργοποιείται αλλά δεν ήξερε πού θα την οδηγήσει αυτή η κατάσταση. «Αφησα τον εαυτό μου απλώς να περιφέρεται και να υπάρχει. Αλλαξα χωρίς να το καταλάβω. Επανήλθα χωρίς να έχω συνειδητοποιήσει τις αλλαγές. Εφέτος είναι η πρώτη φορά που αρχίζω να έχω επίγνωση της καινούργιας μου ταυτότητας. Για μένα ο «Παππούς» ήταν το πείραμα της μετάβασης. Μόλις ολοκληρώσω αυτόν τον κύκλο τα πράγματα θα πάρουν τη θέση τους».


Η σωματική, κυρίως, κούραση ήταν η αιτία της εξαφάνισής της. Παράλληλα όμως ήταν και το βάρος της επιτυχίας. «Δεν ήμουν σε θέση» λέει τώρα «να εκμεταλλευθώ, με την εμπορική έννοια του όρου, τη στιγμή μου. Και εκείνη η στιγμή ήταν πολύ δυνατή. Οι προτάσεις και οι προσφορές που έφθαναν σ’ εμένα, σε οικονομικό επίπεδο, ήταν απίστευτες. Θεωρήθηκα το άλογο που στην κούρσα θα τερματίσει πρώτο, ό,τι κι αν γίνει. Αλλά το άλογο ήταν τόσο κουρασμένο και οι άλλοι δεν το ήξεραν». Ακουγε τις προτάσεις χωρίς ενδιαφέρον ή διάθεση για ανταπόκριση. Στο τέλος έπαψε να σηκώνει το τηλέφωνο και άφησε τον χρόνο να περάσει. «Χρειαζόμουν ανάπαυση». Ξέρει όμως ότι λειτούργησε με τρόπο ανάποδο από τον συνηθισμένο. Οπως ξέρει και ότι προστάτευσε τη Δήμητρα, όχι την καλλιτέχνιδα. Και αυτό ήταν που την ένοιαζε.


«Χωρίς να είμαι εγώ καλά δεν θα μπορούσε να γίνει τίποτε. Εμμέσως όμως ­ και αυτό πρέπει να το ομολογήσω ­ περνούσε και από το μυαλό μου η πονηρή σκέψη ότι «στο κάτω κάτω και η αποχή δεν βλάπτει». Η σχέση με το κοινό είναι λίγο σαν τον έρωτα. Εχει απαιτήσεις. Δεν είναι μια σχέση άνευ όρων, όπως συμβαίνει όταν αγαπάς. Και εγώ δεν ένιωθα ότι μπορούσα να ικανοποιήσω τις απαιτήσεις του κοινού». Στο θέατρο επέστρεψε με το έργο «Μάνα, μητέρα, μαμά» που ανέβασε ο Σταμάτης Φασουλής. Μετά ήρθε και η τηλεόραση: «Μια τηλεόραση όμως που δεν είχε την αγνότητα της πρώτης φοράς. Ούτε όμως κι εγώ. Εφταιξα κι εγώ. Το κατάλαβα και σταμάτησα».


Ενας παππούς με πίεση που γίνεται μπαλάκι ανάμεσα στις τρεις εγγονές του την επανέφερε στο θέατρο: δική της η κωμωδία, δικός της και ο ένας από τους δύο βασικούς ρόλους. Κατέληξε στο σχήμα «τρεις αδελφές και ένας παππούς» αφού είδε την ταινία «Εγκλήματα καρδιάς». Αρχικά επρόκειτο να συνεργασθεί με την Ελένη Ράντου ­ τελικά χώρισαν επαγγελματικά πριν από την πρεμιέρα. «Ολα αυτά όμως ήταν διαδικαστικά. Μέσα μου ήξερα ότι ήμουν έτοιμη να γράψω ένα έργο. Υπήρχε μέσα μου και έπρεπε να βγει». Επηρεασμένη από την τηλεόραση η Δήμητρα Παπαδοπούλου είχε μάθει στην πειθαρχία: «Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να «μου παραδώσω» το κείμενο σε δύο δόσεις και μάλιστα με συγκεκριμένες ημερομηνίες. Τόσο απλά. Οχι ότι δεν ζορίστηκα, ότι δεν πέρασα δύσκολες ώρες. Ηξερα όμως ότι όλα θα προχωρήσουν, ότι θα «γεννήσω»». Στις πρόβες (πέρυσι) το έργο πήρε την τελική του μορφή (στην αρχή και με τις παρεμβάσεις τής Ράντου). «Οταν γράφεις πρέπει να γίνεσαι μαθητής και να ακούς τη γνώμη των άλλων. Συνήθως από τις πολλές γνώμες μπορώ και επιλέγω τη σωστή».


* «Διακωμωδώ και γελώ»


Κωμωδία καταστάσεων και χαρακτήρων με αρκετά επιθεωρησιακά στοιχεία χαρακτηρίζει η Δήμητρα Παπαδοπούλου το έργο της. «Η εμπειρία μου από την επιθεώρηση, που ήταν το ξεκίνημά μου και που παραμένει, ίσως, και τρόπος ζωής μου, υπάρχει μέσα στον «Παππού». Και δεν θέλω να χάσω αυτά τα στοιχεία. Εξακολουθεί να μου αρέσει να διακωμωδώ τα πράγματα και να γελώ». Σπουδάστρια ήδη στη Δραματική Σχολή του Θεοδοσιάδη έγραψε και έπαιξε το πρώτο της κείμενο. Η Αννα Βαγενά την πρόσεξε και την πήρε μαζί της. Υστερα όλα πήραν τον δρόμο τους. «Την εποχή εκείνη πολλοί έγραφαν. Ηταν η Ελεύθερη Σκηνή, ο Λαζόπουλος. Σκέφθηκα λοιπόν να το κάνω κι εγώ». Και έτσι έγινε. Από τότε συνεχίζει, ανάλογα όμως με τη διάθεση και την ψυχική της κατάσταση.


Εχει εμπιστοσύνη στην κωμωδία. Πιστεύει όμως ότι ο νεοέλληνας έχει αλλάξει και δεν λειτουργεί όπως άλλοτε. «Οι συγγραφείς της παλιάς ελληνικής κωμωδίας ζούσαν όπως έγραφαν: με τις παρέες τους, έκαναν πλάκες και κυρίως δεν έπαιρναν τον εαυτό τους στα σοβαρά. Είχαν μια άνεση στη συμπεριφορά τους που δεν υπάρχει πια. Το γέλιο είναι πάντα εκ του περισσού· το δράμα έρχεται από τη στέρηση. Πόσοι έχουν σήμερα περίσσευμα χαράς; Αντίθετα, περισσεύει λύπη, άγχος, στρες, αγωνία, συσσώρευση πλούτου, μάζεμα δόξας. Κακά τα ψέματα: για να κάνει κανείς σήμερα κωμωδία πρέπει να είναι και λίγο αλήτης, να ζει σαν τσιγγάνος. Και μιλώ για τη δική μας κωμωδία ­ γιατί σαφώς έχει σχέση με τον τόπο και τον χρόνο. Σήμερα η κωμωδία είναι η επιθεώρηση του θεάτρου».


Θέατρο «Αμιράλ»: «Ο παππούς έχει πίεση» της Δήμητρας Παπαδοπούλου. Σκηνοθεσία Γιώργος Θεοδοσιάδης, σκηνικά Νίκος Κασαπάκης, κοστούμια Εβελύν Σιούπη. Παίζουν: Δήμητρα Παπαδοπούλου, Μιχάλης Μητρούσης, Ελένη Καστάνη, Νίκος Κάπιος, Οδυσσέας Σταμούλης, Μαριάννα Λαγουρού, Ντίνος Στούπης.