Δαυρέντιος των Μεδίκων, ο Μεγαλοπρεπής. Σίμων Σίνας, ο Μέγας Ευεργέτης. Εγραφα στην προηγούμενη επιφυλλίδα μου (14.9) ότι «στη σημερινή Ελλάδα δύσκολα θα μπορούσε να αποκληθεί κάποιος «Μέγας Ευεργέτης», οσοδήποτε σημαντική και αν ήταν η δωρεά του· όπως ουδείς θα διενοείτο να ονομάσει «Μεγαλοπρεπή» έναν γάλλο Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Οι λέξεις αυτές, τόσο φυσικές στον καιρό τους, θα ήταν σήμερα αντίθετες προς το κοινό περί δημοκρατίας αίσθημα αλλά και προς τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της εποχής μας».


Δεν πρόλαβε να τυπωθεί η αφελής αυτή σκέψη μου και διαψεύστηκε. Μεγαλοπρεπής «σπόνσορας» των ευγενών Ολυμπιακών Αγώνων βαφτίστηκε ή αυτοανακηρύχθηκε «Μέγας Ευεργέτης». Και ακόμη δεν αρχίσαμε. Μέτρον άριστον; Μηδέν άγαν; Οχι δα! Αμετροέπεια και λεξιλαγνεία μέχρι μιθριδατισμού. Από την αρχαιοελληνική κληρονομία επιλέγουμε ό,τι μας συμφέρει.


Πλάι στις καλές επιπτώσεις του Ολυμπιακού Τσίρκου, η δήθεν επιστροφή σε αρχαιοελληνικές καταβολές θα είναι, φοβούμαι, η μεγαλύτερη ζημιά που θα μας κάνει. Δεν θα είναι οι πληθωριστικές πιέσεις· ούτε τα δισεκατομμύρια που θα πληρώσουν οι κατ’ εξοχήν φορολογούμενοι μισθωτοί· ούτε εκείνα που θα χρεωθούμε, το πρόσθετο δημόσιο χρέος που θα φορτωθούν τα παιδιά μας· ούτε οι σπατάλες, οι κλεψιές και οι κακοτεχνίες της βιασύνης. Θα είναι η αναβίωση της συμπλεγματικής ψευδαίσθησης περί «μεγαλείου της Φυλής»· δηλαδή, της ρατσιστικής μας ξιπασιάς· ότι στις φλέβες μας ρέει ανόθευτο το αίμα του Φειδιππίδη.


Περνώ σε άλλο, συναφές θέμα. Η δύσμοιρη εκείνη επιφυλλίδα είχε γραφτεί χωρίς να ξέρω ότι ετοιμαζόταν αφιέρωμα των «Νέων Εποχών» στην υπόθεση του Μουσείου Γουλανδρή. Ετσι, από τις στήλες της «Καθημερινής» ο κ. Α. Καρκαγιάννης μου κατελόγισε ότι αποσιώπησα το θέμα του Μουσείου, και μάλιστα «ακαδημαϊκά και αμήχανα». Επειδή δεν έχω λόγο να αντιμετωπίζω «ακαδημαϊκά και αμήχανα» το Ιδρυμα και το υπουργείο, με άλλα λόγια το χρήμα και την εξουσία, φαινόμενα που μου ήταν οικεία και προτού πάρω το πτυχίο Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών από τη Νομική μας Σχολή, ας πω κι εγώ μια γνώμη. Προσωρινή καθ’ ότι στηριγμένη, βέβαια, σε όσα στοιχεία είναι σήμερα γνωστά ­ και που μου φαίνονται ανεπαρκή για γνώμη οριστική.


Πολύ συνοπτικά, λοιπόν, συμφωνώ με όσους λένε ότι ένα τέτοιο Μουσείο, στεγασμένο μάλιστα σε ένα αρχιτεκτόνημα ολκής, ήταν σπουδαία δωρεά και θα ήταν απόκτημα για τη χώρα: είναι αυτονόητο. Συμφωνώ επίσης με όσους θεωρούν ότι το κράτος πρέπει να εφαρμόζει τον νόμο ισότιμα προς όλες τις κατευθύνσεις(*). Λυπάμαι, εξάλλου, για την κακομοιριά της διαδεδομένης άποψης που θεωρεί τον κάθε χορηγό απατεώνα έτοιμο να μας κοροϊδέψει. Και θλίβομαι για τις σημαντικές δωρεές που έχασε η χώρα στο παρελθόν από δυσκινησία και στενοκεφαλιά. Υπενθυμίζω, τέλος, ότι προ ετών το γαλλικό κράτος έλυσε με πολλή μαεστρία και χωρίς πολλή φασαρία το περίπλοκο και λεπτότατο πρόβλημα του Μουσείου Πικάσο ­ ο νοών νοείτω.


Αυτά επί της αρχής. Ως προς το ιστορικό της υπόθεσης, έχω την εντύπωση ότι στο παρελθόν υπήρξε υπερβολική καχυποψία και μεμψιμοιρία από την πλευρά των αντιπάλων του Μουσείου, υπερβολική καθυστέρηση και τυπολατρία από την πλευρά του κράτους, υπερβολική ανυπομονησία και ακαμψία από την πλευρά του Ιδρύματος. Τον φαύλο κύκλο ήλθε να ενισχύσει το τυχαίο γεγονός του αρχαιολογικού ευρήματος. Από εκεί και πέρα, μου φαίνεται ότι ο μεν σημερινός υπουργός Πολιτισμού δεν μπορούσε και δεν έπρεπε να λύσει βιαστικά ένα τόσο δύσκολο και λεπτό πρόβλημα· άρα, ορθώς έπραξε· το δε Ιδρυμα δεν ήθελε να δεχθεί παράταση των συζητήσεων· δικαίωμά του.


Τι μπορεί να γίνει τώρα; Πιθανότατα, τίποτε. Αν, όμως, υπάρχει έστω και μια ελπίδα να ξαναγίνουν διαπραγματεύσεις, πρέπει να γίνουν σε κλίμα καλής πίστεως και αμοιβαίας εμπιστοσύνης· που απαιτεί ορισμένες προϋποθέσεις.


Πρώτη προϋπόθεση: να κλείσει η παρελθοντολογία. Μόνο έτσι τα δύο μέρη θα συζητήσουν χωρίς αλληλοκατηγορίες για το παρελθόν που, αναμοχλεύοντας την καχυποψία και υποθάλποντας το φιλότιμο, κλείνουν τον δρόμο προς το μέλλον.


Δεύτερη προϋπόθεση: να απαλλαγεί η διαπραγμάτευση από κάθε προσωπικό στοιχείο. Ενα θέμα αυτής της σημασίας δεν είναι η προσωπική υπόθεση μεταξύ του κυρίου Βενιζέλου και της κυρίας Γουλανδρή. Είναι υπόθεση μεταξύ ενός κράτους (που εκπροσωπείται από έναν αξιόλογο υπουργό) και ενός Ιδρύματος (που εκπροσωπείται από μια γενναιόδωρη πρόεδρο).


Τρίτη προϋπόθεση: στις σχέσεις του με την ελληνική κυβέρνηση το Ιδρυμα να έχει την προσήκουσα υπομονή και να επιδείξει την ίδια εμπιστοσύνη και τον ίδιο σεβασμό που θα επεδείκνυε προς την κυβέρνηση και προς το εσωτερικό δίκαιο οποιασδήποτε άλλης χώρας ­ των Ηνωμένων Πολιτειών, της Γαλλίας, της Ελβετίας ή του Λιχτενστάιν.


Τέταρτη προϋπόθεση: ο υπουργός να είναι μεγαλόθυμος· έτσι, άλλωστε, μπορεί να μείνει στην ιστορία και ως Μεγαλοπρεπής.


(*) Αυτό σημαίνει, για το κράτος, ότι καλό είναι (όχι, όμως, υποχρεωτικό) να μοιράζει ισότιμα στους χορηγούς τα οικόπεδά του. Σημαίνει κυρίως, όμως, ότι οι περί ιδρυμάτων διατάξεις του Αστικού Κώδικα και των νόμων θα ισχύουν ισότιμα για όλους τους χορηγούς, μικρούς και μεγάλους. Οι διατάξεις αυτές ορίζουν, μεταξύ άλλων, ότι δωρητής που επιθυμεί να συστήσει Ιδρυμα με τη δωρεά του οφείλει να τάξει υπέρ αυτού περιουσία συγκεκριμένη και επαρκή για τους σκοπούς που ο ίδιος θέτει· άλλως, οι τρεις (3) υπουργοί που ελέγχουν τη σύσταση του Ιδρύματος οφείλουν να μην το εγκρίνουν. Βεβαίως, μια κυβέρνηση μπορεί, ρυθμίζοντας με ειδικό νόμο μια ειδική περίπτωση ιδιαιτέρως μεγάλης δωρεάς, να αποστεί από τους περιορισμούς αυτούς. Και το ερώτημα είναι πόσο θα αποστεί ­ χωρίς να θεωρηθεί, δικαίως ή αδίκως, ότι ζημιώνει το κράτος ή ότι χαρίζεται ή ότι, με προκάλυμμα τον ειδικό νόμο, καταργεί ουσιαστικώς την αρχή της ισονομίας.


Ο κ. Γ. Β. Δερτιλής είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.