Κατ’ ευτυχή συγκυρία και παρά τις ανυπέρβλητες αντιξοότητες η χειρόγραφη παράδοση της ελληνικής γραμματείας διέσωσε τη γνωστή τραγωδία του Σοφοκλή «Αντιγόνη» –ένα από τα εμβληματικότερα έργα του αττικού θεάτρου και ευρύτερα ένα απαράμιλλο καλλιτεχνικό ορόσημο του παγκόσμιου δραματολογίου. Αποτελεί επιπροσθέτως γεγονός ευφρόσυνο ότι αυτό το σοφόκλειο αριστούργημα παραμένει ένα από τα σημαντικότερα κείμενα που διδάσκονται ακόμη στις λυκειακές μας αίθουσες, διατηρώντας έτσι στο μέτρο του δυνατού το μαθητικό ενδιαφέρον άσβηστο για τα θεατρικά μεγαλουργήματα της αθηναϊκής δραματογραφίας. Δεν είναι όμως μόνον η υφολογική αρτιότητα και η δραματουργική τελειότητα της σοφόκλειας «Αντιγόνης» που δικαιολογούν την τεράστια απήχησή της στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ενδυναμωμένη εν πολλοίς μέσα από πολυάριθμες σκηνοθετικές δοκιμές και παραστασιακούς πειραματισμούς ανά την υφήλιο.
Αλλά επίσης έρχεται να ενισχύσει την επιδραστική του δύναμη η ύψιστη λειτουργία του έργου ως βαθυστόχαστης πραγματείας επί φλεγόντων ζητημάτων που άπτονται της δημοκρατικής διακυβέρνησης και εν γένει των λαοκρατικών θεσμών και προταγμάτων. Εύδηλο είναι ότι η πολυσυζητημένη προβληματική αυτής της τραγωδίας, η οποία ωσάν διυλιστήρια χοάνη αποστάζει τις επίμοχθες επιζητήσεις και τα φιλόδοξα εγχειρήματα των αθηναίων δημοκρατικών εκείνης της πολυκύμαντης εποχής, συνεχίζει να κρούει ευαίσθητες χορδές ακόμη και σήμερα στην παρακμιακή Ελλάδα της χαλεπής οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, όπου τα δημοκρατικά θεσπίσματα τίθενται υπό αμείλικτη αμφισβήτηση και οι προσδοκίες του λαού για τις ηγετικές ικανότητες των αρχόντων του φυλλορροούν στο πλαίσιο μιας γενικότερης παραλυτικής αποκαρδίωσης.
Ειδικότερα, στην «Αντιγόνη» ο τραγωδιογράφος από τον Κολωνό επιχειρεί να προσπελάσει στον ιδεολογικό πυρήνα της αθηναϊκής αυτοκυβέρνητης πολιτείας μέσα από μια καθηλωτική σύγκριση και σύγκρουση αντίρροπων θεωρητικών προσεγγίσεων στις ενίοτε δύσληπτες έννοιες του άρχειν και του άρχεσθαι. Αυτή η συγκλονιστική σκηνική απομίμηση αντικρουόμενων πολιτικών προτύπων αναδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας τη διαιώνια αλήθεια, ότι δηλαδή η δημοκρατία είναι ουσιαστικά και πρωτίστως κατεξοχήν μια αδιάλειπτη διαδικασία –άλλως ειπείν, έργο εν προόδω και φαινόμενο εν εξελίξει. Τυχαίο δεν είναι ότι η σύγχρονη έρευνα δεν έχει ακόμη δώσει πειστική απάντηση στο ερώτημα το σχετικό με τις απαρχές της δημοκρατίας στην αρχαία Αθήνα, διότι μια σειρά φωτισμένων νομοθετών και πολιτικών ηγετών από τον Σόλωνα και τον Κλεισθένη έως τον Εφιάλτη και τον Περικλή βαθμηδόν και κατά μεγάλες χρονικές περιόδους σφυρηλάτησε τα δημοκρατικά φρονήματα των πολιτών και προήγαγε την υψηλή ιδέα του κοινοβουλευτισμού.
Εξυπακούεται επομένως ότι η ερμηνεία της «Αντιγόνης» είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την ίδια την εξελικτική πορεία της αθηναϊκής δημοκρατικής ιδεολογίας, η οποία, παρά τις έντονες διακυμάνσεις στις επιμέρους πτυχές της αρχιτεκτονικής της κατά τη διάρκεια του έκτου και του πέμπτου αιώνα π.Χ., εδράζεται σε δύο ακλόνητες κρηπίδες: αφενός στην ανάγκη ενσωμάτωσης –με τον θεσμό της κλήρωσης –όλων των πολιτών στις ποικίλες βουλευτικές ομάδες της πόλης-κράτους και γενικότερα στα νευραλγικά κέντρα διοίκησης ανεξαρτήτως περιουσίας και κοινωνικής θέσης και αφετέρου στην ακράδαντη βεβαιότητα ότι η πλειονοψηφία λαμβάνει συνετές αποφάσεις και διατυπώνει ορθολογικές κρίσεις εν αντιθέσει προς κάθε είδους μειονοψηφία, η οποία συχνά στερείται των βασικών εργαλείων της διαλεκτικής μεθοδολογίας, με αποτέλεσμα να καταλαμβάνεται από φανατισμό και ενίοτε, σε κρίσιμες στιγμές, ή να περιάγεται σε δεινή αμηχανία περί του πρακτέου, ή, το χειρότερο, να καταλήγει σε άφρονα βουλήματα με μοιραίες συνέπειες.
Μολονότι κυρίαρχη πλέον είναι η πεποίθηση μεταξύ των ερευνητών ότι η εθελοθυσία της Αντιγόνης, η οποία περιφρονεί τη δεσποτική και αυθαίρετη συμπεριφορά του θηβαίου βασιλιά Κρέοντα, αποτελεί ανεπανάληπτο παράδειγμα αποτίναξης τυραννικού ζυγού και ταυτόχρονα περίπυστο κήρυγμα προσωπικής αυτοδιάθεσης και ανεξαρτησίας, μόλις πρόσφατα κατέστη προφανές το αμιγώς δημοκρατικό υπόστρωμα της πλοκής του εν λόγω έργου. Πιο συγκεκριμένα, ορθώς έχει υποστηριχθεί ότι το σοφόκλειο δράμα αυτό καθαυτό αποσκοπούσε στην πολιτική κατάφαση του αθηναϊκού κοινού, επειδή μέσα από τη συνταρακτική συμπλοκή των συναισθημάτων, των παθών και του ήθους των δρώντων προσώπων προβάλλει η ζωογόνος ακτινοβολία του βαθύτατα ηθικού και εν ταυτώ δημοκρατικού μεγαλείου της ψυχής της Αντιγόνης. Είναι βέβαιο ότι το αλαζονικό πρόσταγμα και οι μεγαλόστομες κοινοτοπίες του Κρέοντα θα έπρεπε αυτοστιγμεί να ήχησαν απάνθρωπες και αντιδημοκρατικές στα αφτιά των αθηναίων θεατών της εποχής εκείνης, οι οποίοι είχαν επί δεκαετίες γαλουχηθεί με τα δημοκρατικά κηρύγματα των εκλεγμένων αντιπροσώπων τους, ιδίως αυτών που κατά περίπτωση επιλέγονταν με βάση την πολιτική ακτινοβολία, το ηθικό κύρος και τη ρητορική δεινότητά τους για να εκφωνήσουν τους επιτάφιους λόγους στον Κεραμεικό.
Επομένως, λόγω της ευδιάκριτης ιδεολογικής συνάφειας του σοφόκλειου δράματος με προγονικούς θεσμούς της αθηναϊκής πολιτείας, η αλαζονική και συνάμα ανάλγητη στάση του Κρέοντα τον τοποθετεί ήδη από την έναρξη του έργου στους αντίποδες των αθηναίων θεατών, οι οποίοι ήταν αναπόφευκτο να νιώσουν έντονη απέχθεια για έναν τέτοιου είδους υπερφίαλο και στυγνό εξουσιαστή με αδόνητη καρδιά. Ωστόσο, πέρα από την πρόδηλα αντιδημοκρατική νοοτροπία του νέου άρχοντα της Θήβας, οι σύγχρονοι μελετητές εντόπισαν και άλλα στοιχεία στον χαρακτήρα του Κρέοντα, τα οποία αντιβαίνουν στο αθηναϊκό πρότυπο του δημοκρατικού ηγέτη, ο οποίος είναι πάντοτε έτοιμος να διδαχθεί από τα λάθη του και να επιδείξει διαλλακτική διάθεση, ήπια συμπεριφορά και μεγαλόψυχα αισθήματα, ιδιαίτερα απέναντι στις απαιτήσεις της λαϊκής βούλησης. Αυτή η ολέθρια αδυναμία της προσωπικότητας του Κρέοντα καθίσταται περισσότερο παρά ποτέ ένδηλη στη συγκλονιστική αντιπαράθεσή του με τον γιο του Αίμονα, ο οποίος εις μάτην προσπαθεί να τον μεταπείσει, προβάλλοντας σκόπιμα τη θέληση της κοινής γνώμης και τις μύχιες πεποιθήσεις των θηβαίων πολιτών· ωστόσο, ο Κρέων παραμένει αμετακίνητος στις θέσεις του, απαιτώντας αυταρχικά τυφλή υποταγή από τους συμπολίτες του, ακόμη και όταν η γνώμη του είναι ολωσδιόλου σφαλερή. Δεν είναι λίγα λοιπόν αυτά που μπορούμε να διδαχθούμε ακόμη και σήμερα από την αταλάντευτη θέληση της Αντιγόνης, αλλά και από την αυτοκαταστροφική αυταρέσκεια και την ολέθρια ισχυρογνωμοσύνη του Κρέοντα.
Ο κ. Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος είναι καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ