Πέρυσι στο σπίτι μου έζησα σκηνές από την «Μποέμ» του Πουτσίνι. Δεν ερωτεύτηκα κάτω από το φως του φεγγαριού, όπως γίνεται στο τρυφερό φινάλε της πρώτης πράξης, ούτε τα ήπια στο Café Momus της κεφάτης δεύτερης πράξης. Ξύλιασα όμως από το κρύο, όπως και οι ήρωες της δημοφιλούς όπερας στις υπόλοιπες πράξεις. Κατά τη συνήθεια της νέας εποχής (Ελλάδα της κρίσης κ.λπ.), και στην πολυκατοικία που μένω η κεντρική θέρμανση άναψε από καθόλου έως ελάχιστα, επειδή οι περισσότεροι ένοικοι δεν μπορούσαν (ή δεν ήθελαν) να πληρώσουν για πετρέλαιο.
Ετσι κι εγώ, που ψιλομπορούσα και που ήθελα (όχι επειδή μου περίσσευαν αλλά επειδή εξακολουθώ να θεωρώ πως ένα σπίτι πρέπει να είναι στοιχειωδώς ζεστό για να αισθάνεσαι στοιχειωδώς άνθρωπος), καταδικάστηκα σε κρυοπληξία διαρκείας: περνώντας όλον τον χειμώνα ως Ροδόλφος και Μιμή (από την «Μποέμ» πάντα) σε συσκευασία του ενός, μέσα στο ψύχος, φορώντας πιτζάμες, ρόμπες και παλτά το ένα πάνω από το άλλο, χωρίς καμία Μουζέτα να με επισκεφθεί για να μου κάνει δώρο ένα μανσόν για να ζεστάνω τα ξυλιασμένα χέρια μου, και διαρκώς κρυωμένος. Δεν είμαι διατεθειμένος να το ξαναζήσω. Αποφασισμένος εφέτος να αλλάξω ρεπερτόριο, πέταξα το σκουφί που φορούσα τα βράδια που το κρύο δυνάμωνε (ναι, σκουφί μέσα στο σπίτι) και έσπευσα να αγοράσω θερμαντικό σώμα.
Πρώτα μελέτησα. Εμαθα πόσο καίει ο θερμοπομπός, πόσο το καλοριφέρ λαδιού, πόσο το αερόθερμο, ποια σόμπα είναι πιο κατάλληλη για τα τετραγωνικά του σπιτιού μου, πώς πρέπει να τη λειτουργώ για να υπάρχει μια σχετική οικονομία. Αφού εμπέδωσα τη γνώση, πήρα σβάρνα τα καταστήματα ηλεκτρικών ειδών για να διαπιστώσω με έκπληξη πως διέθεταν μεγαλύτερη ποικιλία από εσπρεσιέρες παρά από σόμπες. Χωρίς θέρμανση μπορούμε, χωρίς τον ελληνικό παραδοσιακό εσπρέσο όχι! Οποιο, δε, μοντέλο μού έκανε είχε εξαντληθεί, έπρεπε να το παραγγείλω για να το φέρουν, δεν ξέρω πότε. Αν στο μεταξύ έκανε κρύο, πολύ απλά θα δάγκωνα ένα κρεμμύδι για να μη χτυπάνε τα δόντια μου (θυμήθηκα τη γιαγιά μου που το έλεγε) και θα περίμενα τον γιατρό να μου γράψει αντιβίωση για το κρύωμα. Ετσι, εξάλλου, είχα περάσει τον χειμώνα του 2016-2017.
«Ξανασκεφτείτε το, και ο εσπρέσο ζεσταίνει» είπε γελώντας η πωλήτρια που επέμενε να μου πασάρει μια ντιζαϊνάτη μηχανή του καφέ, η οποία έκανε και αφρόγαλο. Και ο φούρνος ζεσταίνει, αλλά δεν είμαι χοιρινό στη γάστρα για να μπω μέσα! Εκείνο που μου έκανε εντύπωση είναι πως μπορεί να είχαν ελάχιστες σόμπες αλλά είχαν δεκάδες αφυγραντήρες που «προσφέρουν ένα καθαρό και υγιεινό περιβάλλον, απαλλαγμένο από τη δυσάρεστη υγρασία, και συμβάλλουν στη μείωση του κόστους θέρμανσης». Μα, για να μειώσεις το κόστος θέρμανσης, πρέπει πρώτα να έχεις θέρμανση!
Δεν εξυπηρετήθηκα. Κάτι το σπίτι μου που είναι μονόχωρο στούντιο και δεν ζεσταίνεται εύκολα, κάτι η φτωχή αγορά, κάτι μια υπάλληλος-μυστική πράκτορας σε αποστολή μποϊκοτάζ, υποθέτω, που μου είπε συνωμοτικά «όλα τα φορητά σώματα καίνε πάρα πολύ, μην ακούτε τα ψέματα που λέμε», νομίζω ότι θα βγάλω και τον εφετινό χειμώνα με το κρεμμύδι. Πήρα όμως έναν κόφτη χειρός –πώς το λένε αυτό το μακρύ μαραφέτι με τις δολοφονικές λεπίδες; –
για να κάνω σούπες. Οι σούπες σε ζεσταίνουν, για λίγο έστω. Εχω και την ηλεκτρική κουβέρτα μου. «Και εγώ» λέει η Αννα με άγριο ενθουσιασμό στα μάτια: «Χάρη στην ηλεκτρική κουβέρτα μου έχω επιβιώσει τα τελευταία χρόνια! Κάθε μέρα μνημονεύω τον Αλφρεντ Σάουθγουικ που τη δημιούργησε».
Τον Σάουθγουικ; Αυτός δεν εφηύρε την ηλεκτρική καρέκλα; «Τι μου λες; Εγώ του ανάβω κεριά και αυτός έχει σκοτώσει τόσους ανθρώπους; Ντροπή!». Μας έπιασε νευρικό γέλιο, αυτό το γέλιο το υστερικό που πονάνε τα πλευρά σου, τρέχουν δάκρυα από τα μάτια σου και αρχίζεις να νιώθεις ζέστη. Θυμηθήκαμε και την περιπέτεια μιας φίλης, η οποία αγόρασε μια πολύ φτηνή ηλεκτρική κουβέρτα που το βράδυ πήρε φωτιά. Η άμοιρη έπαθε εγκαύματα στον πισινό και πέρασε δεκαπέντε ημέρες στο κρεβάτι, μπανταρισμένη, μπρούμυτα. Είναι, τελικά, το γέλιο μια κάποια λύση, την εποχή του κρύου. Λειτουργεί ως σόμπα, σε ζεσταίνει! Αν μπορείς ακόμη να γελάς, στον παγετό που σε περιτριγυρίζει.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ