Στο twitter «ουκ εν τω πολλω το ευ»

«Πωλούνται παιδικά παπούτσια. Δεν φορέθηκαν ποτέ». Αυτή είναι μια φανταστική ιστορία, όχι πολύ μακριά από την πραγματικότητα, που ο συγγραφέας της κατάφερε να την κλείσει μέσα σε έξι λέξεις. Αποδίδεται στον Ερνεστ Χεμινγκγουέι. Και υποτίθεται ότι την έγραψε, άγνωστο πότε ακριβώς, επάνω σε μια χαρτοπετσέτα κερδίζοντας με αυτήν ένα στοίχημα 10 δολαρίων από τον καθένα που καθόταν μαζί του γύρω από το ίδιο τραπέζι.
Είδε το φως της δημοσιότητας το 1991, τριάντα χρόνια μετά τον θάνατο του γνωστού αμερικανού συγγραφέα, και έχει κάνει από τότε μυθική καριέρα. Αναρίθμητες ιστορίες των έξι λέξεων έχουν γραφτεί και μερικές είναι και πολύ επιτυχημένες: «Εζησαν ευτυχισμένοι, από τότε που χώρισαν» «Δείπνο για δύο. Χήρος και αναμνήσεις», «Αλκοόλ. Μας ένωσε και μας χώρισε». Το Διαδίκτυο είναι γεμάτο από αυτές και συχνά δίδεται και ως άσκηση σε σεμινάρια για μέλλοντες συγγραφείς.
Παλιό αλλά καλό λοιπόν. Καινούργιο αλλά κακό όμως φαίνεται να είναι, αν κρίνω και από την υποδοχή που του έκαναν αρκετοί αρθρογράφοι στο Διαδίκτυο, το νέο για τον διπλασιασμό των χαρακτήρων στο Twitter. Από 140 στους 280.
Παρατηρώντας αυτό το ποτάμι της ανοησίας, που ρέει καθημερινά, φουσκωμένο ιδιαίτερα από τη γενναία συνεισφορά των ανθρώπων της πολιτικής και των δορυφόρων τους, δεν είναι λίγοι αυτοί που θα ήθελαν και θα ήλπιζαν ο κ. Τζακ Ντόρσι, ο 41χρονος εκτελεστικός διευθυντής του Twitter, να ανακοινώσει ότι μάλλον περιορίζει στο μισό την έκταση των επιτρεπόμενων χαρακτήρων και όχι το αντίθετο. Αλλά όχι, δεν το έκανε. Πέρα όμως από το συμφέρον του οργανισμού Twitter να αυξήσει ακόμα περισσότερο τη ροή αλλά και τον όγκο των μηνυμάτων απέναντι στους ανταγωνιστές του (Twitter 330 εκατομμύρια, Instagram 800 εκατομμύρια, Facebook 2 δισεκατομμύρια λογαριασμοί περίπου), φαίνεται ότι παίζει ρόλο και η ηλικία. Αυτά τα 41 χρόνια που μόλις συμπλήρωσε και ο κ. Ντόρσι.
Διότι αν επιχειρήσεις μια μικρή σφυγμομέτρηση στις ηλικίες κάτω από τα 30 το τουιτάρισμα δεν είναι και πολύ δημοφιλές. Αυτοί οι μεγαλύτερης ηλικίας άνθρωποι νομίζουν πως έχουν πολύ σημαντικά πράγματα να πουν (οι νέοι φαίνεται πως έχουν σημαντικά πράγματα «να δείξουν», αν κρίνω από το Instagram).
Εξαιρώ εδώ κάποιους επαγγελματίες, όπως γιατρούς, νοσηλευτές, πυροσβέστες, οδηγούς φορτηγών, που μερικές φορές θα είχαν πραγματικά μεγάλη ανάγκη από ένα μέσο ταχύτατης αποστολής μηνυμάτων για να σώσουν ζωές, να καλέσουν άμεσα κάποιον ή να αποτρέψουν ατυχήματα. Εξαιρώ επίσης κάποιους πολιτικούς, που όμως δεν ζουν πια, όπως τον Καραμανλή, τον θείο προφανώς, ή τον Χαρίλαο Φλωράκη, που ο λόγος τους ήταν πραγματικά λακωνικός, αποτελεσματικός και αξιοπρόσεκτος. Οι άλλοι όμως;
Για αυτούς τους άλλους αναπόφευκτα θα προστρέξεις σε ένα βιβλίο γραμμένο ήδη το 1953 από τον Ρολάν Μπαρτ με τίτλο «Ο βαθμός μηδέν της γραφής», μια μελέτη των σχέσεων λογοτεχνίας και εξουσίας που τα λέει σαν να γράφτηκε για αυτό: «Υπάρχει επομένως ένα αδιέξοδο της γραφής, που είναι το αδιέξοδο της ίδιας της κοινωνίας: οι σημερινοί συγγραφείς το νιώθουν. Για αυτούς η αναζήτηση ενός μη ύφους ή ενός ύφους προφορικού, ενός βαθμού μηδέν, ή ενός καθομιλούμενου βαθμού γραφής, είναι τελικά η προϊδέαση μιας απόλυτα ομογενούς κατάστασης της κοινωνίας. Οι περισσότεροι καταλαβαίνουν ότι δεν μπορεί να υπάρξει «γλώσσα» καθολική έξω από μια συγκεκριμένη καθολικότητα, και όχι πια μυστική ή κατ’ όνομα, του κόσμου των απλών πολιτών. […] Η γραφή, ενώ νιώθει ακατάπαυστα ένοχη για την ίδια της τη μοναξιά, δεν παύει ωστόσο να είναι και φαντασία άπληστη για μια ευτυχία των λέξεων…».
Και ο βαθμός 0 του tweet θα είναι ίσως το «δείξε μου τι γράφεις στο Twitter, να καταλάβω ποιος είσαι».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ