Το μνημονιακό νομοθετικό πλαίσιο του συνταξιοδοτικού συστήματος στην Ελλάδα, όπως διαμορφώθηκε από το 2010, περιλαμβάνει μεταξύ των άλλων περικοπών των συνταξιοδοτικών παροχών τις περικοπές των κύριων συντάξεων από 1/1/2019 (ύστερα από 26 διαδοχικές μειώσεις –45% –την περίοδο 2010-2017, αφαιρώντας από τους συνταξιούχους τουλάχιστον 50 δισ. ευρώ) μέσω της διαδικασίας του επανυπολογισμού των συντάξεων σύμφωνα με τον Ν. 4387/2016. Και αυτό, προκειμένου ο δείκτης «συνταξιοδοτικές δαπάνες προς ΑΕΠ» να διαμορφωθεί στο ανώτερο όριο (16% του ΑΕΠ) μέχρι το 2060, συνδέοντας τις περικοπές αυτές περισσότερο με την εξυπηρέτηση του χρέους και τα πρωτογενή πλεονάσματα, παρά με την αναγκαία ανασύσταση του αποθεματικού κεφαλαίου του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.
Πιο συγκεκριμένα, η μεθοδολογία επανυπολογισμού των συντάξεων αφορά την καταβαλλόμενη ή καταβλητέα κύρια σύνταξη (δηλαδή το ποσό που προκύπτει μετά τις μειώσεις των Μνημονίων) κατά την 12/5/2016, η οποία χορηγήθηκε με προγενέστερες του Ν. 4387/2016 διατάξεις. Σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4387/2016, η κύρια σύνταξη θα αποτελείται από δύο μέρη: α) την εθνική σύνταξη, η οποία για 20 έτη ασφάλισης καθορίζεται στα 384 ευρώ και β) την ανταποδοτική σύνταξη. Για τον υπολογισμό των συντάξεων οι παράμετροι που είναι απαραίτητες είναι οι συντάξιμες αποδοχές, τα έτη ασφάλισης και το ποσοστό αναπλήρωσης για κάθε έτος ασφάλισης του εργαζομένου. Ετσι, για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους των συντάξεων του Ν. 4387/2016 δεν θα γίνει νέος υπολογισμός των συντάξιμων αποδοχών, αλλά θα χρησιμοποιηθούν οι συντάξιμες αποδοχές με τις οποίες υπολογίστηκαν οι ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις. Σε αυτές τις συντάξιμες αποδοχές υπολογίζονται κλιμακωτά ποσοστά αναπλήρωσης των άρθρων 8 και 28 του Ν. 4387/2016, ανάλογα με τα χρόνια ασφάλισης. Σε περιπτώσεις που ασφαλισμένοι, σύμφωνα με το προϊσχύον νομοθετικό καθεστώς, κατέβαλλαν υψηλότερες εισφορές από αυτές του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, προβλέπεται προσαύξηση σύμφωνα με τα άρθρα 30 και 94 παρ. 4.5 του Ν. 4387/2016.
Στην περίπτωση που το ποσό τής ήδη καταβαλλόμενης σύνταξης κατά την 12/5/2016 είναι μεγαλύτερο από το ποσό της κύριας σύνταξης που επανυπολογίστηκε, τότε η καταβαλλόμενη σύνταξη συνεχίζεται να καταβάλλεται και η διαφορά μεταξύ καταβαλλόμενης σύνταξης και επανυπολογισθείσης σύνταξης καταγράφεται και χορηγείται ως προσωπική διαφορά. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα σημαντικά σημεία που χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής αναφέρονται: α) στην εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-2021 του Ν. 4472/2017, σύμφωνα με το οποίο η προσωπική διαφορά περικόπτεται μέχρι και το 18% της διαφοράς μεταξύ της καταβαλλόμενης και της επανυπολογισθείσης σύνταξης, δηλαδή εάν ένας συνταξιούχος λαμβάνει σήμερα 1.400 ευρώ (μεικτά) μηνιαία σύνταξη και με τον επανυπολογισμό προκύψει σύνταξη 1.000 ευρώ (μεικτά) μηνιαίως, τότε σήμερα καταγράφεται ως προσωπική διαφορά 400 ευρώ τον μήνα.
Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 30% της καταβαλλόμενης κύριας σύνταξης. Ετσι από την 1/1/2019, σύμφωνα με τον Ν. 4472/2017, θα περικοπεί μέχρι και το 18% αυτού του ποσού, με αποτέλεσμα να λάβει μηνιαία σύνταξη 1.148 ευρώ, β) στον επανυπολογισμό των κύριων συντάξεων μπορεί να προκύψουν και συντάξεις οι οποίες να είναι μεγαλύτερες από τις ήδη καταβαλλόμενες. Σε αυτή την περίπτωση η αύξηση θα δοθεί σταδιακά εντός 5 ετών (1/5 κάθε έτος). Πιο συγκεκριμένα, από τα παραδείγματα που παρουσιάζονται στους πίνακες για συνταξιούχους του Δημοσίου, του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, των ελεύθερων επαγγελματιών του πρώην ΟΑΕΕ και των αυτοαπασχολουμένων των τομέων του πρώην ΕΤΑΑ (ΤΣΜΕΔΕ, ΤΣΑΥ και Ταμείο Νομικών), συμπεραίνεται ότι συνταξιούχοι οι οποίοι συνταξιοδοτήθηκαν με υψηλές (π.χ. υψηλότερες από 2.200 ευρώ μεικτά τον μήνα) συντάξιμες αποδοχές και με έτη ασφάλισης από 39 μέχρι 42, τότε ή θα υποστούν μικρές μειώσεις από το 2019 και μετά, λόγω της κατάργησης του 18% της προσωπικής διαφοράς, ή θα υπάρχουν περιπτώσεις όπου θα λαμβάνουν σχετικά μεγαλύτερη σύνταξη από την ήδη καταβαλλόμενη.
Αυτό συμβαίνει γιατί στις περιπτώσεις αυτές η συνολική μείωση από τα Μνημόνια προσέγγιζε ή ξεπερνούσε το 40% και αυτό γιατί οι περικοπές των συντάξεων πραγματοποιήθηκαν με κλίμακες ποσών και όχι οριζόντια. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι κύριες συντάξεις των 900 μέχρι 1.800 ευρώ (μεικτά), οι οποίες είχαν προκύψει με συντάξιμες αποδοχές μεταξύ 1.200 και 2.200 ευρώ και με χρόνο ασφάλισης 35 έτη ή λιγότερα, να υποστούν τις μεγαλύτερες απώλειες λόγω της κατάργησης του 18% της προσωπικής διαφοράς, γιατί οι συγκεκριμένες περιπτώσεις είχαν υποστεί μικρότερες μειώσεις από τα Μνημόνια.
Ετσι στις περιπτώσεις αυτές εμφανίζεται προσωπική διαφορά η οποία προσεγγίζει ή υπερβαίνει το 30%. Τέλος, στις ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις που ήταν 700 ευρώ (μεικτά) ή και λιγότερο, με τον επανυπολογισμό εμφανίζεται θετική προσωπική διαφορά, με αποτέλεσμα η κύρια σύνταξη που θα προκύψει μετά τον επανυπολογισμό να είναι σχετικά μεγαλύτερη λόγω της εθνικής σύνταξης.
Ο κ. Σ.Γ. Ρομπόλης είναι ομότιμος καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ο κ. Β.Γ. Μπέτσης υποψήφιος διδάκτορας στο ίδιο πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ