Τι εννοεί όμως η κυβέρνηση λέγοντας «καθαρή έξοδος»;

Εννοεί ότι η χώρα θα μπορεί να δανείζεται με χαμηλά επιτόκια, ανάλογα με τα σημερινά του ESM, για να εξυπηρετεί τις ανάγκες της και να μην εκτοξεύσει και πάλι το χρέος της στα ύψη;

Εννοεί έξοδο από τα μνημόνια, δηλαδή από τις πολιτικές που εφαρμόστηκαν και θα εφαρμοστούν μέχρι το 2020, σύμφωνα με τις περικοπές στα εισοδήματα, που ψήφισε την άνοιξη η κυβέρνηση;

Εννοεί έξοδο από την επιτροπεία;

Όποιος ισχυρίζεται ή προαναγγέλλει τέτοιες εξελίξεις, πρέπει να ζει σε διαρκή αυταπάτη, ή να είναι αθεράπευτα αφελής.

Η επίτευξη των συμφωνημένων πλεονασμάτων όχι μόνο του 3,5% του ΑΕΠ μέχρι και το 2022 αλλά και πάνω από 2% του ΑΕΠ μέχρι και το 2060 δεν θα αφεθεί στην καλή θέληση των ελληνικών κυβερνήσεων.
Αν δεν έχουμε νέο χρηματοδοτικό πρόγραμμα, δηλαδή νέο μνημόνιο, θα αλλάξουν μορφή και οι μηχανισμοί της διεθνούς επιτροπείας.

Η σκληρότητα της επιτροπείας δεν προκύπτει από τη σκληρότητα των διαδικασιών, αλλά από τη σκληρότητα των μνημονιακών στόχων.

Όταν πρέπει να επιτύχεις πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ επί σειρά ετών και στη συνέχεια διαρκώς πάνω από 2% του ΑΕΠ για μερικές δεκαετίες, δεν υπάρχει ήπιος τρόπος για να το επιτύχεις.

Επειδή αυτές οι τρεις μορφές της καθαρής εξόδου στις αγορές αποκλείονται, απομένει μία: η έξοδος στις αγορές χρήματος με υψηλά επιτόκια.

Δυστυχώς, αυτή είναι και η μόνη καθαρή έξοδος που βρίσκεται στο τραπέζι των συζητήσεων μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των εταίρων-δανειστών μας.

Μια τέτοια καθαρή έξοδος, όμως, είναι αμφίβολο εάν μας ωφελεί.

Μάλιστα, είναι πιθανό να μας σπρώξουν προς αυτήν την επιλογή κυρίως αυτοί που θέλουν να απαλλαγούν από την Ελλάδα.

Καθαρή έξοδος στις αγορές σημαίνει έξοδος χωρίς την εγγύηση ενός αποθέματος ρευστότητας που εξασφαλίζει η προληπτική πιστωτική γραμμή. Αυτό ισοδυναμεί με βουτιά στον ωκεανό χωρίς σωσίβιο.

Οι αγορές είναι πολύ σκληρή υπόθεση και σημαίνει:

Εκθέσεις των διεθνών οίκων αξιολόγησης, βαθμολόγηση και αναβαθμολόγηση του αξιόχρεου της χώρας και μια μεγάλη διαρκή απειλή- το ύψος του επιτοκίου δανεισμού, που δεν θα μπαίνει σε πολιτική διαπραγμάτευση, σε κανένα Eurogrοup, και από το οποίο δεν μπορεί να μας σώσει κανένας, όπως καλά το γνωρίσαμε το 2010.

Όταν μια τέτοια καθαρή έξοδος σημαίνει ήδη μια μεγάλη αύξηση του επιτοκίου δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου- από επίπεδα κάτω του 1%, που είναι το επιτόκιο των δανείων του ESM, σε επίπεδα άνω του 4%- τότε ο γκρεμός είναι κοντά.

Μόνο άσχετοι και τυχοδιώκτες μπορούν να λένε ότι μετά την καθαρή έξοδο στις αγορές θα υπάρχει η άνεση να εφαρμόζονται πολιτικές ουσιαστικών παροχών, που θα επηρεάζουν αρνητικά την επίτευξη των μνημονιακών στόχων.
Η επιτροπεία των αγορών θα είναι πιο σκληρή από την επιτροπεία του ESM σε μια οικονομία όπως θα είναι η δική μας το καλοκαίρι του 2018.

Μια αρνητική έκθεση ενός οίκου αξιολόγησης ή μια υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας μπορεί να εκτινάξει το επιτόκιο δανεισμού πάνω και από το 5 ή το 6% και τότε ή θα τρέχουμε να παρακαλάμε για νέα δάνεια από τους εταίρους και νέα μνημόνια, ή θα μπούμε στην κόλαση της πολιτικής και κοινωνικής κατάρρευσης, αγκαλιά με τη δραχμή.

Ποιος θα μπορεί να πει το καλοκαίρι του 2018 με γνώση και καθαρή συνείδηση ότι η Ελλάδα είναι θωρακισμένη απέναντι στις αγορές, όταν τις τελευταίες ημέρες υποβαθμίζεται η πιστοληπτική ικανότητα της Μ. Βρετανίας και της Κίνας;

Η επωφελής και με προοπτική έξοδος στις αγορές απαιτεί μεταβατική περίοδο και ουσιαστικές εγγυήσεις- όχι επικοινωνιακού περιεχομένου δηλώσεις και επαίνους.

Μετά τη δεύτερη αξιολόγηση, η περίοδος είναι δοκιμαστική∙ όταν όμως εκκρεμούν τόσο πολλά και σημαντικά, όπως κόκκινα δάνεια, μια νέα ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, πιθανόν νέα μέτρα και κυρίως αναπτυξιακή άπνοια, μοιάζει με «σάλτο μορτάλε» η έξοδος στις αγορές χωρίς ασφαλείς εγγυήσεις.

Επενδυτική άπνοια, έπειτα από οκτώ χρόνια ύφεσης και απώλεια ΑΕΠ, που πλησιάζει το 30% σε σχέση με το 2008, και παρά τις συνεχείς εισαγωγές πόρων από την ΕΕ και τον ΟΗΕ για την ανάπτυξη, τις ενισχύσεις των αγροτικών εισοδημάτων, την ανθρωπιστική βοήθεια και τη φροντίδα των προσφύγων.

Η κυβέρνηση έχει προφανείς λόγους να μιλάει για καθαρή έξοδο στις αγορές που θα λύσει όλα τα προβλήματα, ετοιμάζοντας το επικοινωνιακό σχέδιό της για τις εκλογές.

Το ερώτημα είναι θα τολμήσει- διακινδυνεύοντας να χτυπήσει σε τοίχο η χώρα- να προκηρύξει εκλογές, με την ελπίδα να ανατρέψει τους πολιτικούς συσχετισμούς ή να χάσει με διαφορά που θα την κρατήσει σε τροχιά γρήγορης επιστροφής στην εξουσία;

Την ίδια περίοδο θα κορυφώνονται οι συζητήσεις για την ΕΕ των πολλών ταχυτήτων.

Όσο θα προωθούνται οι ιδέες, όπως του Μακρόν, για περισσότερη Ευρώπη, τόσο θα σφίγγει η δημοσιονομική πολιτική της Ευρωζώνης και θα ενισχύονται οι θεσμοί της δημοσιονομικής εποπτείας των χωρών μελών της Ευρωζώνης.

Η προπαγάνδα των κόκκινων γραμμών θα επανέλθει με δριμύτητα.

Θα είναι το δεύτερο δίλημμα της κυβέρνησης, προστιθέμενο σε εκείνο που διατηρεί πάντα με ένταση ο πρωθυπουργός, και τόνισε τόσο εμφατικά στην τελευταία συζήτηση στη Βουλή, για την «Ασφάλεια και την Ανομία», που προκάλεσε η ΝΔ, μιλώντας για το «Ηθικό πλεονέκτημα των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ».

Ηθικό πλεονέκτημα και νέες κόκκινες γραμμές και όποιος αντέξει– η χώρα, πάντως, όχι.

Οι εκλογές είναι πριν από το καλοκαίρι του 2018, έκτος εάν στην Ευρώπη ή στη γειτονιά μας έχουμε έκτακτα γεγονότα.

Είναι πιο ισχυρό επικοινωνιακά το μήνυμα «Σας φέραμε λίγες ημέρες πριν την έξοδο από τα μνημόνια, δώστε μας μια νέα εντολή να βγούμε χωρίς εποπτεία και νέα μέτρα».

Από το «Σας βγάλαμε από τα μνημόνια, αλλά όχι από την πρόσθετη λιτότητα και την εποπτεία».