Ο ευρωπαϊκός εικοστός αιώνας –ο «αιώνας των άκρων» κατά τον E. Hobsbawm –γνώρισε ουσιαστικά δύο μεγάλες επαναστάσεις: τη βίαιη μεγάλη Ρωσική, Oκτωβριανή Επανάσταση του 1917 (7 Νοεμβρίου 1917 με το νέο ημερολόγιο) και την ειρηνική επανάσταση της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης του 1957, σαράντα χρόνια μετά, με τη δημιουργία για πρώτη φορά στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια Ιστορία μιας υπερεθνικής, οιονεί κρατικής οντότητας, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (25 Μαρτίου 1957 – Συνθήκη της Ρώμης). Οταν πριν από μερικά χρόνια ρωτήθηκε ο Τσου Εν Λάι να αποφανθεί για τη Γαλλική Επανάσταση του 1789, απάντησε ότι ήταν «πολύ νωρίς ακόμη για τέτοια κρίση», και ας είχαν περάσει διακόσια χρόνια περίπου από το μεγάλο αυτό ιστορικό γεγονός. Εκατό χρόνια που συμπληρώνονται αυτές τις ημέρες από τη Ρωσική Επανάσταση και εξήντα που συμπληρώθηκαν από την «Ευρωπαϊκή Επανάσταση της ενοποίησης» είναι βέβαια ακόμη λιγότερα. Επομένως, προσοχή στις οριστικές, τελεσίδικες κρίσεις. Ωστόσο το ερώτημα τίθεται: ποια από τις δύο επαναστάσεις υπήρξε σημαντικότερη για την Ευρώπη; Αυτή του 1917 ή εκείνη του 1957; Ποια επανάσταση άφησε (ή αφήνει) βαθύτερα το αποτύπωμά της στην ευρωπαϊκή Ιστορία, όχι απλώς ως ένα ανατρεπτικό γεγονός αλλά ως ευεργετική αφετηρία υπέρβασης των τραυμάτων της Ιστορίας της «Σκοτεινής Ηπείρου»;
Τις πραγματικές συνέπειες, «επιδιωκόμενες ή μη επιδιωκόμενες» (intended or unintended), της Ρωσικής Επανάστασης αλλά και το τέλος της (στο μέτρο που έχει γραφτεί) λίγο-πολύ τα γνωρίζουμε. Και είναι ενδιαφέρον ότι η Ρωσική Επανάσταση είναι μία από αυτές που θεωρείται ότι γνώρισε ένα τέλος, γιατί κατά κανόνα οι επαναστάσεις δεν έχουν τέλος. Είναι διαδικασίες λίγο-πολύ σε εξέλιξη. «Διαρκείς» κατά μία έννοια, όπως θα έλεγε και ο Μάο Τσε Τουνγκ. Η Ρωσική Επανάσταση τελείωσε με έναν νέο τσάρο –τον Βλαδίμηρο Πούτιν. Ενώ πορεύθηκε με τρόπο που κατέληξε όμως σε αίμα και δάκρυα. Είναι η επανάσταση που η ίδια η Ρωσία προτιμά σήμερα να ξεχάσει. Και πάντως να ξεχάσει ο Βλαντίμιρ Πούτιν –o τσάρος του 21ου αιώνα, όπως τον χαρακτήρισε ο «Economist». «1917, το έτος που ο Βλαντίμιρ Πούτιν προτιμά μάλλον να ξεχάσει» έγραψε ο T. Barber πριν από λίγους μήνες στους «Financial Times» (3 Αυγούστου 2017). Και όπως ο ίδιος ο Πούτιν διακήρυξε πριν από λίγες μόλις ημέρες, «διαπιστώνουμε τώρα πόσο αμφίσημα υπήρξαν τα αποτελέσματά της (της Επανάστασης) και πόσο στενά διαπλεκόμενες οι θετικές και αρνητικές συνέπειές της». Και –ακόμη σημαντικότερο –συνέχισε: «Η σταδιακή, εξελικτική πορεία θα εξυπηρετούσε πολύ καλύτερα τη Ρωσία από την επαναστατική ανατροπή του 1917 με την καταστροφή των κρατικών δομών και την επώδυνη απώλεια εκατομμυρίων ανθρώπινων ζωών που προκάλεσε» («Financial Times», 25 Οκτωβρίου 2017). Ο Β. Πούτιν και η ρωσική ηγεσία απέχουν πλήρως από τις εορταστικές εκδηλώσεις για τα εκατό χρόνια της Επανάστασης.
Η προσφιλής τους ημερομηνία είναι αυτή της 9ης Μαΐου 1945 –ήμερα που τελείωσε «ο μεγάλος πατριωτικός πόλεμος», όπως περιγράφεται ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο Πούτιν, που χρησιμοποιεί τόσο ασύστολα την Ιστορία για να ενισχύσει την εξουσία του, να νομιμοποιήσει την προσπάθειά του για μια νέα «μεγάλη Ρωσία», προτιμά εν τούτοις να ξεχνά το κομβικό γεγονός της Οκτωβριανής Επανάστασης στη ρωσική Ιστορία.
Τελικά, όπως γράφει και ο E. Hobsbawm, μια επανάσταση κρίνεται από το εάν τέμνει, ξεπερνά την Ιστορία, εάν οδηγεί σε ένα νέο ιστορικό κεφάλαιο, διαφορετικό από το προηγούμενο. Ενα κεφάλαιο, για να το πούμε απλά, καλύτερο για ένα ανθρώπινο σύνολο, για την ανθρωπότητα ίσως. Και από την άποψη αυτή είναι σαφές ότι η Ρωσική Επανάσταση δεν έκλεισε μεγάλα κεφάλαια στην ιστορική της διαδρομή, ούτε οδήγησε σε πράγματι κάτι νέο, απαλλαγμένο από τις μεγάλες, οδυνηρές αντιφάσεις, τραύματα, συγκρούσεις της Ιστορίας. Τα όποια θετικά της εξαϋλώθηκαν μέσα στις ολέθριες συνέπειές της.
Αντίθετα, η ειρηνική επανάσταση του 1957 ξεπέρασε την Ιστορία. Από την εκκίνησή της η επανάσταση αυτή, με τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (που μετεξελίχθηκε σε Ευρωπαϊκή Ενωση), υπήρξε ένα συγκλονιστικό μετα-ιστορικό γεγονός. Μετα-ιστορικό, με την έννοια ότι δεν οικοδομήθηκε πάνω σε έναν ιστορικό μύθο (όπως γίνεται με τα εθνικά κράτη) αλλά πάνω σε κάποιον βαθμό «ιστορικής αμνησίας», όπως λέγει ο T. Judt στην περίφημη μεταπολεμική Ιστορία της Ευρώπης (T. Judt, Postwar, A History of Europe Since 1945). Οικοδομήθηκε όχι πάνω στην ηρωοποίηση της ευρωπαϊκής Ιστορίας αλλά μάλλον στην απόρριψή της ως «ιστορίας εμφύλιων συγκρούσεων, αίματος και ερειπίων» που έπρεπε να ξεπεραστεί, να κλείσει. Και την έκλεισε. Μεγάλα κεφάλαια της ευρωπαϊκής Ιστορίας (σύγκρουση Γαλλίας – Γερμανίας κυρίως, υπερβολές εθνικών κρατών, εμφύλιες, εθνικιστικές συγκρούσεις, κ.λπ.) πέρασαν στο παρελθόν. Οι συγκρούσεις αντικαταστάθηκαν από τη σταθερότητα και την ειρήνη. Και τελικά δημοκρατία και ευημερία. Αυτό είναι όντως επανάσταση κοπερνικών διαστάσεων.
Την έκλεισε οριστικά όμως; Πολύ νωρίς για να πει κάποιος. Εχουν περάσει μόλις εξήντα χρόνια. Και η Ευρώπη έχει μια ισχυρή τάση να επιστρέφει στην (κακή) Ιστορία της. Το δείχνουν οι πρόσφατες εξελίξεις. Η άνοδος του ακραίου εθνικισμού, λαϊκισμού, ευρωσκεπτικισμού, τα αποσχιστικά κινήματα (Καταλωνία, κ.λπ.) που απειλούν την ενότητα των εθνικών κρατικών μονάδων, αλλά και την ίδια την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Το 1957 έκλεισε κεφάλαια της Ιστορίας αλλά σε καμία περίπτωση δεν έφερε το τέλος της Ιστορίας. Αυτό περίμενε ο F. Fukuyama ότι θα έλθει με το τέλος της Ρωσικής Επανάστασης –την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, αλλά βέβαια δεν ήλθε. Η ιστορία έχει την κακή συνήθεια να επιστρέφει, και να εκδικείται ενίοτε…
Ο κ. Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ