Διακριτός τόπος στην ταξιδιωτική λογοτεχνία του 20ού αιώνα, το οδοιπορικό στη Σοβιετική Ενωση θα ξεφύγει από τα όρια του περιηγητικού κειμένου και θα αποβεί προνομιακό είδος αντιπαράθεσης μειζόνων διανοουμένων. Η αυτοψία στην ΕΣΣΔ θα αποδώσει πλήθος έργων εξαιρετικού ενδιαφέροντος, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως μέτρο διορατικότητας, παρρησίας, ηθικής συνείδησης. Μια μικρή μόνο επιλογή από πλήθος διαθέσιμων κειμένων ελλήνων και ξένων διανοουμένων στον ορίζοντα των τεσσάρων κρίσιμων δεκαετιών από την Οκτωβριανή Επανάσταση ως την αποσταλινοποίηση αποτυπώνει το εύρος της θεματικής και τα όρια της κριτικής.

Πρώιμοι επισκέπτες

Ο Νίκος Καζαντζάκης, για παράδειγμα, από τους πιο πρώιμους επισκέπτες της μετεπαναστατικής χώρας (1925-1930), εντοπίζει στο «Ταξιδεύοντας. Ρουσία» (εκδ. Καζαντζάκη) τη μετάπτωση του χριστιανικού στοιχείου σε κομμουνιστική κοσμική θρησκεία, από τις εικόνες των αγίων στην «άγια μορφή του Λένιν». Το τέλος ενός διεθνούς συνεδρίου που παρακολουθεί του προξενεί εκκλησιαστικούς συνειρμούς: «μια στιγμή πέρασαν από το νου μου οι Οικουμενικές Σύνοδες των πρώτων χριστιανών». Η λέσχη της φυλακής που επισκέπτεται είναι πρώην εκκλησία: στο βάθος «όπου μια φορά κι ένα καιρό ήταν η Αγία Τράπεζα, είναι τώρα η μαρμαρένια προτομή του Λένιν». Ενός Λένιν αλάθητου που «έσωσε τη σοβιετικήν Ιδέα» με τη Νέα Οικονομική Πολιτική. Τον διαδέχεται ο Στάλιν, «πεισματάρης, πανούργος, όλο πάθος Γεωργιανός, αρπάζει με τις σιδερένιες του τανάλιες τον αντίπαλο […], δε φωνάζει, δεν βιάζεται, δε νευριάζει. Προχωρά σίγουρος κι ανήλεος, σα φυσική δύναμη». «Τίποτα δεν μπορεί να γίνει πια, στην εποχή που ζούμε, είτε το θέλουμε είτε όχι, που να μη βοηθάει τη Σοβιετική Ρωσία» αποφαίνεται ο Καζαντζάκης, θέτοντας από νωρίς το ένα σκέλος του προβληματισμού πολλών –τη μετεπαναστατική κοινωνία ως εικόνα του μέλλοντος. Παρά τον θαυμασμό του για μια δεκαετία περίπου, ωστόσο, ο ίδιος αρνείται ότι υπέκυψε τελειωτικά στη γοητεία του κομμουνισμού: «Καθώς ξέρετε την πνεματική αυτή ψώρα δεν την έπαθα» θα γράψει μερικά χρόνια αργότερα στον Παντελή Πρεβελάκη.
Πνευματική ανεξαρτησία άλλης υφής έναντι του Κομμουνιστικού Κόμματος, του οποίου δεν έγινε ποτέ μέλος, διατήρησε και ο Κώστας Βάρναλης. Ο ποιητής επισκέπτεται την ΕΣΣΔ το 1934, όντας ο εμβληματικότερος εκπρόσωπος της λογοτεχνικής πρωτοπορίας του ΚΚΕ στον Μεσοπόλεμο. Οι εντυπώσεις του, που δημοσιεύονται σήμερα με τον τίτλο «Τι είδα εις την Ρωσσίαν των Σοβιέτ» (εκδ. Αρχείο), προέρχονται από κείμενα που δημοσίευσε στην εφημερίδα «Ελεύθερος Ανθρωπος» μετά την επιστροφή του. Προβάλλει εκεί την πραγμάτωση της σοσιαλιστικής κοσμογονίας: βιομηχανία, θεσμική μεταρρύθμιση, κοινωνική πρόνοια, οικογενειακό δίκαιο, εκδημοκρατισμός της τέχνης. Η μεταβολή της κοινωνικής συνθήκης αλλάζει δραματικά προς το καλύτερο τα υλικά δεδομένα της καθημερινής ζωής όσο και τις ηθικές στάσεις και τις συνειδήσεις. Στα νεότευκτα ιδρύματα με το ευφάνταστο όνομα «προφυλακτόριουμ», για παράδειγμα, οι πρώην πόρνες βιώνουν μια πρωτόγνωρη εμπειρία επανεκπαίδευσης: «με τη διδασκαλία, την εργασία και την ελευθερία, οι περισσότερες «αποκαθαίρονται» ηθικά και φτάνουν να γίνουν από τις καλύτερες «ουντάρνικες» στα εργοστάσια, μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος, δασκάλισσες, βιολινίστριες κ.τ.λ.».
Ο Βάρναλης καταγράφει τις αστοχίες: τις ουρές αξημέρωτα στα κρατικά καταστήματα, τη σπανιότητα των ταξί, την κρίση της κατοικίας στη Μόσχα. Επιλέγει όμως να μην τις σχολιάσει κριτικά ή να μην αποδώσει τις ανεπάρκειες στο καθεστώς. Αυτό συμβαίνει γιατί επιδίωξή του είναι η ένταξη των λεπτομερειών σε ένα συνολικό αφήγημα –τη χαρτογράφηση μιας ουτοπίας εν πορεία. Η στράτευση στην ουτοπία απαιτεί, όπως κάθε στράτευση, την ιεράρχηση των αξιών: μια ιστορία της ελπίδας προηγείται μιας ιστορίας χαμένων ευκαιριών, μια κριτική των πεπραγμένων στο παρόν υπονομεύει το μέλλον. Στην ουσία ο Βάρναλης ανάγει σε υπέρτερη αξία την πιθανότητα πραγμάτωσης ενός ιδανικού. Είναι αυτό που θα γράψει και ο Νικηφόρος Βρεττάκος αργότερα, το 1957: το σύστημα θα κριθεί με βάση «όχι τις υλικές του καταχτήσεις, τις παρούσες και ενδεχόμενες, αλλά κυρίως τις δυνατότητές του και τα ηθικά του φόντα». Εξ ου και η «Ρωσσία των Σοβιέτ» ενίοτε μεταφέρει ατόφια την κρατική προπαγάνδα: «Οι φυλακές δεν είναι τόποι τιμωρίας όπου το καθεστώς εκδικείται τους οχτρούς του. […] Είναι τόποι ηθικού καθαρμού, όπου οι εγκληματίες μεταμορφώνονται σε «καλούς», ήτοι χρήσιμους για το κοινωνικό σύνολο ανθρώπους».

Το αίτημα της Ουτοπίας

Εδώ ανακύπτει αναγκαστικά το ζήτημα της αντιπαραβολής των ματιών με άλλα μάτια. Ο γάλλος νομπελίστας Αντρέ Ζιντ, συμπαθών του κομμουνισμού τη δεδομένη χρονική στιγμή, θα επισκεφθεί την ΕΣΣΔ δύο χρόνια μετά τον Βάρναλη, το 1936. Μετά τον γυρισμό του στη Γαλλία θα δημοσιεύσει το πολύκροτο βιβλίο «Επιστροφή από τη Σοβιετική Ενωση» (εκδ. Ολκός), τερματικό σημείο ουσιαστικά της σχέσης του με την Αριστερά. Αντιπαραβάλλοντας τον Ζιντ με τον Βάρναλη αντιλαμβάνεται κανείς δύο αντιθετικούς τρόπους, δύο διακριτές στάσεις τού «να μείνουμε συνεπείς με τον εαυτό μας». Η πρώτη, αυτή του Ζιντ, ζητά από την ουτοπία να αρθεί στο ύψος της: «Ποιος θα πει τι ήταν για μας η Σοβιετική Ενωση; Περισσότερο από μια πατρίδα επιλογής: ένα παράδειγμα, ένας οδηγός». Διαπιστώνοντας με οξύνοια την απομόνωση από τον εξωτερικό κόσμο ως τεχνική ελέγχου της κριτικής στο καθεστώς, την κυριαρχία της «γραμμής του κόμματος», τη διανοητική ατολμία σε θέματα για τα οποία το κόμμα δεν έχει αποφανθεί, συνάγει ορθά, όπως αποδείχθηκε, ότι το πνεύμα είναι ήδη υποταγμένο, δουλοπρεπές, ανελεύθερο: «Εκείνο που επιζητούν σήμερα είναι η αποδοχή, ο κομφορμισμός. […] Από την άλλη, η παραμικρή διαμαρτυρία, η παραμικρή κριτική προκαλεί τις χειρότερες ποινές, κι εξάλλου καταπνίγεται αμέσως».
Η δεύτερη στάση, εκείνη του Βάρναλη, εστιάζει στο ορατό, το υλικό, το απτό, τις «νίκες του προλεταριάτου». Μέτρο σύγκρισης είναι το τσαρικό παρελθόν, το ελληνικό παρόν, ο «αστικός πολιτισμός», όχι όμως η επίκληση του σοσιαλιστικού ιδεώδους. Αν η ελληνική πραγματικότητα διέπεται από παραπληροφόρηση για τη σοβιετική κοινωνία, αν ο ευρωπαϊκός αστικός κόσμος την παρουσιάζει σαν κόλαση προκειμένου να εκφοβίσει την εργατική τάξη, τότε δεν υφίσταται ανάγκη αναμέτρησης με το καίριο ερώτημα του Ζιντ ως προς το κατά πόσο για τις στρεβλώσεις της ΕΣΣΔ ευθύνονται οι «αποκλίσεις», οι «παραβάσεις», οι «συμβιβασμοί» ή «οι αρχικές οδηγίες». Η μοναδικότητα της σοβιετικής Ρωσίας είναι αξία αφ’ εαυτής. Ο Βάρναλης δεν προτίθεται να αμφισβητήσει την αρχή του «σοσιαλιστικού πολιτισμού», την αρχή της ουτοπίας, γιατί δεν υπάρχει τίποτα να αμφισβητήσει. Γι’ αυτό και η μοναδική του αρνητική κρίση, τελικά, είναι μια νύξη για την προσωπολατρία του Στάλιν που θα παραμείνει αδημοσίευτη στις προσωπικές του σημειώσεις.

Από την Επανάσταση στη γραφειοκρατία

Μεταπολεμικά, επί Ψυχρού Πολέμου, η αυτοψία ως αποτίμηση της Επανάστασης διατηρεί αμείωτη τη σημασία της. Την επικαλείται το 1947 ο Τζον Στάινμπεκ στο «Α Russian Journal» (εκδ. Penguin), όπου συναντά τους γενικά πρόθυμους, φιλικούς και ικανοποιημένους κατοίκους μιας ολοκληρωμένης γραφειοκρατίας, στην οποία η λογιστική υπαγορεύει αναμονή δυόμισι ωρών ανάμεσα στην παραγγελία και το σερβίρισμα του φαγητού στα εστιατόρια. Την αναφέρει ρητά ο Νικηφόρος Βρεττάκος στο έργο του «Ο ένας από τους δύο κόσμους» (εκδ. Τρία Φύλλα), σημειώσεις ενός ταξιδιού στην ΕΣΣΔ το 1957. «Αυτή η αναδρομή στο οικονομικό, ηθικό και πνευματικό χάος του 1917, τότε που η Ρωσία δεν ήταν παρά ένα απέραντο πληγιασμένο κορμί, έχει μεγάλη σημασία για κείνον που θα θελήσει να τοποθετήσει τη νέα σοβιετική δύναμη». Ο Βρεττάκος βλέπει τη σοβιετική κοινωνία ως «μια νέα πραγματικότητα μέσα στην Ιστορία, που δεν αποκλείεται να κρίνει και την Ιστορία», «ένα σύστημα εξελισσόμενο ακόμα». Υπάρχουν «αυτά που με πολλή επιείκεια τα λέμε «λάθη»», υπάρχει όμως κι «ένας νέος τύπος ανθρώπου», ο άνθρωπος που «είναι πολύ φυσικό να δημιουργηθεί όταν η αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων έχει σαν αποτέλεσμα και την αλλαγή, φυσικά, των ανθρώπινων σχέσεων». Εναν χρόνο μετά το 20ό Συνέδριο και τη «μυστική ομιλία» του Νικίτα Χρουστσόφ, αναγνωρίζει «μια ελευθερία που καταχτιέται σταδιακά» έπειτα από τη «διχτατορία μιας κάστας ανθρώπων». Αν η κάστα, ή ο Στάλιν προσωπικά, ευθύνεται για τη «μεσαιωνική εκτροπή που είχε πάρει το καθεστώς αυτό», δεν αποσαφηνίζεται ακριβώς. Ας μην ξεχνάμε ότι «ο Ιωσήφ Στάλιν πρόσφερε σημαντικές εξυπηρετήσεις σ’ ό,τι αφορά τη βασική θεμελίωση του νέου καθεστώτος, έζησε όμως περισσότερο απ’ όσο θα ‘πρεπε αυτών του των εξυπηρετήσεων». Ολα τα παραπάνω, ωστόσο, όπως και τη «διανοητική και ψυχική ανανέωση», την «άνοδο σε σφαίρες ανθρωπινότερες», τον «εκπολιτιστικό οργασμό», την απουσία εξαθλίωσης, αναλφαβητισμού και πορνείας πρέπει πάντοτε κανείς να τα ανάγει στην καταστατική αρχή της ΕΣΣΔ, την Οκτωβριανή Επανάσταση.
Είναι χρήσιμο να δει κανείς και το κείμενο του Βρεττάκου σε αντιπαραβολή με αυτό ενός συγχρόνου του, πιο αποστασιοποιημένου ιδεολογικά, ο οποίος ωστόσο στο τέλος της ζωής του θα κατανοήσει περισσότερο την Αριστερά –την ελληνική Αριστερά, τουλάχιστον. Το 1962 ο Γιώργος Θεοτοκάς βλέπει τη Σοβιετική Ενωση ως «τόπο προβληματισμού». Για τον απροκατάληπτο παρατηρητή «το σύστημα παρουσιάζει ενεργητικό και παθητικό, […] έχει απέναντι στη Δύση πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα». «Είναι πάντα δικτατορία, αλλά όχι πια τρομοκρατία»: αυτό που ο συγγραφέας αποκαλεί «μαλάκωμα του καθεστώτος» υπό τον Χρουστσόφ δεν αναιρεί τη φύση του –«η δικτατορία είναι απρόσωπη, συλλογική, δικτατορία του ίδιου του συστήματος ή μάλλον του πολύπλοκου κομματικού μηχανισμού». Παρά τη διασφάλιση εργασίας, μισθού, ιατρικής περίθαλψης, σύνταξης, παρά τη μόρφωση με αξιοκρατικά κριτήρια, η εκπαίδευση «κατευθύνεται με πνεύμα ολοκληρωτικό», η ατομική πρωτοβουλία είναι απαγορευμένη, η ελευθερία της τέχνης, των ιδεών, των φιλοσοφικών και κοινωνικών πεποιθήσεων ανύπαρκτη. Καταληκτικά, τι είδους κοινωνία διαμορφώνει αυτό το πολιτικό πλαίσιο; Οχι το επερχόμενο ιδεώδες, αλλά κάτι πολύ πιο πεζό από το όραμα της ουτοπίας: «έναν μικροαστισμό σχετικά ικανοποιημένο, μες στα στενά πλαίσια της προσωπικής ζωής που επιτρέπει το σύστημα. Ο μέσος σοβιετικός πολίτης δεν θυμίζει τον έλληνα προλετάριο, αλλά μάλλον, θα έλεγα, τον έλληνα δημόσιο υπάλληλο».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ