«Αλλάζουμε ή βουλιάζουμε!». Αυτή η αναφορά πριν χρόνια είχε κυριαρχήσει στο ΠΑΣΟΚ, το οποίο πάλευε τότε να κατακτήσει την πρωτιά. Μετά την έλευση του μνημονίου, το άλλοτε κραταιό ΠΑΣΟΚ υπέστη συντριπτική ήττα σε όλα τα επίπεδα και πλέον το ερώτημα «αλλάζουμε ή βουλιάζουμε» δεν έχει καμία απολύτως τύχη.

Το ΠΑΣΟΚ βούλιαξε και μαζί του χάθηκε και μια εποχή. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε, όσο και εάν προσπάθησε, να γίνει το νέο ΠΑΣΟΚ και να έχει τα χαρακτηριστικά του Κινήματος, ειδικά στην πρώτη του φάση.

Η Δημοκρατική Συμπαράταξη έχει μια τελευταία ευκαιρία να ξαναμπεί στο πολιτικό παιχνίδι. Οι επικείμενες εκλογές αποτελούν την πιο δυνατή πολιτική άσκηση και από την απήχηση που θα έχει στους ψηφοφόρους της κεντροαριστεράς θα φανεί κατά πόσο αυτός ο χώρος έχει μέλλον.

Σε μια χρονική στιγμή που στα περισσότερα κράτη της Ευρώπης, η κεντροαριστερά ανασυντάσσεται, αφού πρώτα έχει κάνει την αυτοκριτική της και συζήτησε ιδεολογικά για το τι ακριβώς εκφράζει, η Δημοκρατική Συμπαράταξη αναλώθηκε σε διαδικαστικά ζητήματα.

Ακόμα και σήμερα, ο λόγος που εκφέρουν τα περισσότερα στελέχη που διεκδικούν την ηγεσία είναι κατώτερος άλλων εποχών και απουσιάζει το σαφές ιδεολογικό στίγμα. Περισσότερο δίνουν την εντύπωση ότι μιλάνε τεχνοκρατικά και η πρόταση τους είναι θολή με αποτέλεσμα να μην προκαλείται και το ενδιαφέρον του κοινού της κεντροαριστεράς.

Από τις δημόσιες παρουσίες τους, διαπιστώνει κανείς, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ότι περισσότερο ενδιαφέρονται για την προσωπική τους επιβίωση, παρά για την αναγέννηση του χώρου που την επόμενη των εκλογών είναι αυτονόητο ότι δεν θα πρέπει να υπάρχουν τα υφιστάμενα κόμματα.

Δυστυχώς από την προεκλογική κούρσα των υποψηφίων, περισσότερο έχουν έρθει στο φως διαφωνίες που αφήνουν αδιάφορους τους πολίτες, παρά αυτές που έχουν πολιτικό στίγμα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι υπάρχει μούδιασμα ή ακόμα και αδιαφορία στους πολίτες που τοποθετούνται στην κεντροαριστερά για τις εκλογές.

Με τον Αλέξη Τσίπρα ή με τον Κυριάκο Μητσοτάκη; Υπάρχει τρίτος δρόμος και ποιος; Πολλά είναι τα ερωτήματα που δεν έχουν απαντηθεί. Ακόμα δεν υπάρχει πολιτικό υπόβαθρο σε αυτή τη διαδικασία και δεν έχει πολιτικοποιηθεί η διαδικασία, ενώ δεν δίνεται απάντηση στο ερώτημα τι εκφράζει η κεντροαριστερά την επομένη των εκλογών και ποιο το στίγμα της, αλλά και ποιος είναι δυνητικά στρατηγικός σύμμαχος και ποιος αντίπαλος.

Μένει να φανεί εάν οι κεντροαριστεροί πολίτες θα συμβάλλουν να σηκωθεί και πάλι ο ήλιος πάνω από την κεντροαριστερά και την βοηθήσουν να βγει από την πολιτική εποχή των παγετώνων! Μόνο που για να γίνει αυτό χρειάζεται όραμα και από τους υποψηφίους για να πείσουν και σηκώσουν από τους καναπέδες τους ψηφοφόρους.

Σε διαφορετική περίπτωση θα είναι νομοτέλεια ο ρόλος του κομπάρσου και οι διάφοροι παράγοντες και υποψήφιοι θα έχουν ως προοπτική μικρά πολιτικά «μαγαζάκια».