Στις μέρες μας ο «χορηγός» αποκαλείται ενίοτε και «σπόνσορας». Λέξη που θα είχε επικρατήσει, ασφαλώς, αν δεν υπήρχε η ιδιότυπη εθνική μας ταυτότητα, με τις αναφορές της στην αρχαιότητα. Που εδώ μας βγαίνουν σε καλό. Ανασταίνουμε έναν αρχαίο όρο, με αποτέλεσμα αισθητικότερο: πώς να το κάνουμε, η λέξη «χορηγία» είναι ωραιότερη ­ αρκεί να μην τη σκιάζει η αρχαιοπρεπής ξιπασιά. Αλλωστε, η άντληση λέξεων από τον θησαυρό της ελληνικής έχει και πρακτικό εκτός από ωραίο αποτέλεσμα. Προσφέρει, π.χ., πλούτο παραγώγων: το «χορηγικός» είναι καλύτερο από το «σπονσορικός», το «χορηγώ» καλύτερο από το τίποτε.


Αντληση λέξεων και σύνθεση νεολογισμών: μάθημα του μεγάλου Κοραή. Ακολουθώντας το, οι πρόσφατοι πρόγονοί μας έστρωσαν τον δρόμο για τη σημερινή ενιαία γλώσσα: μπολιάζοντας καλά τη δημοτική και, κυρίως, πλάθοντας μια πλούσια καθαρεύουσα. Ενδιαφέρον θέμα, για άλλη φορά. Σήμερα, μένοντας στις λέξεις του τίτλου, ας δούμε πώς πορεύονται ιστορικά.


Ο όρος «χορηγός» ξαναχρησιμοποιείται τακτικά στη νεοελληνική γλώσσα από τις αρχές της δεκαετίας 1980· και μετά το 1990 γίνεται κοινός τόπος. Σποραδικά τον βρίσκουμε και νωρίτερα, ήδη στον 19ο αιώνα. Τότε, όμως, στη θέση του χρησιμοποιούνταν συστηματικά άλλος όρος: «ευεργέτης».


Καλές ενδείξεις: η εμφάνιση μιας λέξης ή (όπως εδώ) η αναβίωσή της και τελικώς η αντικατάστασή της από μιαν άλλη, μας βοηθούν να κατανοήσουμε την πορεία ενός θεσμού ή και μιας κοινωνίας.


Στον δυτικό πολιτισμό του εικοστού αιώνα, οι «χορηγικές» δραστηριότητες έχουν αποκτήσει τη σημασία που παρόμοιες πρακτικές είχαν για τους πολιτισμούς των ελληνικών πόλεων και της Ρώμης κατά την αρχαιότητα, των ιταλικών πόλεων κατά την Αναγέννηση. Το φαινόμενο δεν ήταν ακριβώς το ίδιο σε καθεμιά από τις ιστορικές αυτές εποχές· ούτε, όμως, εντελώς διαφορετικό. Ετσι και οι λέξεις που προσπαθούσαν εκάστοτε να το εκφράσουν: άλλαζαν· ή, παραμένοντας οι ίδιες, αποκτούσαν νόημα διαφορετικό.


Μαζί με την αρχαιότητα, κάποτε γύρω στον 5ο ή 6ο μ.Χ. αιώνα, έσβησαν οι χορηγοί και οι ευεργέτες των ελληνικών πόλεων και της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Στη χριστιανική Ανατολή, οι ιδιώτες χορηγοί, με την αρχαία έννοια του όρου, εκλείπουν. Αλλο είδος, διαφορετικό, είναι οι αξιωματούχοι που προσφέρουν θεάματα στον λαό. Πάντως, η εκκλησιαστική γλώσσα συντηρεί τις δύο αρχαίες λέξεις, παραλλάζοντας το νόημά τους: ο Πανάγαθος είναι «ζωής χορηγός»· είναι και «ευεργέτης»· όπως, κατά θεία παραχώρηση, είναι στο Βυζάντιο και ο αυτοκράτωρ· όπως θα αναγορεύονται, αργότερα, και οι μεγάλοι δωρητές της Εκκλησίας.


Στη Δύση, στις ιταλικές κυρίως πόλεις και λίγο πριν από την Αναγέννηση, εμφανίζονται νέοι «Μαικήνες». Ο όρος παραπέμπει στον ρωμαίο δωρητή και θα γενικευθεί αργότερα. Είναι οι ισχυροί και πλούσιοι προστάτες που συντηρούν τους καλλιτέχνες και τους λογίους και που τους αμείβουν ­ συνήθως με φειδώ, ενίοτε πλουσιοπάροχα. Είναι ακόμη, στην κορυφή της κοινωνικής και πολιτικής ιεραρχίας, οι Μεγαλοπρεπείς που εγείρουν τα δημόσια μνημεία ­ στη Βενετία και στη Γένοβα, στο Παλέρμο, στη Σιέννα και στη Λούκα, στην Πίζα και στη Φλωρεντία.


Στην Ανατολή, με την παρακμή και την πτώση του Βυζαντίου, ορισμένες από τις ορθόδοξες, ελληνόφωνες κοινωνίες παρακολουθούν κάπως την Αναγέννηση (από μακριά και από χαμηλά)· άλλες την αγνοούν. Σώζεται πάντως, πανίσχυρη, η γλώσσα. Σώζονται επίσης, ως φαίνεται, και κάποιες μορφές πλούτου. Σιγά σιγά αβγατίζουν, ξαναφέρνοντας μαζί τους το ενδιαφέρον για την επιστήμη και την τέχνη, τα γράμματα, τη λογιοσύνη. Συντελώντας στον ελληνικό Διαφωτισμό, ο πλούτος θα τροφοδοτήσει συνάμα και τη γενναιοδωρία. Ετσι ο Ερμής, κερδώος και λόγιος, θα συντελέσει και στην αναβίωση των λέξεων ή στη διολίσθηση της σημασίας τους. Ο όρος «ευεργέτης», με υποδηλώσεις χριστιανικές και διόλου αρχαιοελληνικές, επιστρατεύεται τώρα για να εκφράσει την ευσέβεια και τη φιλανθρωπία των πλούσιων Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Διασποράς.


Ως ευεργέτες, λοιπόν, περνούν στην ιστορία των εκκλησιαστικών και κοινοτικών θεσμών οι εύποροι δωρητές, πριν από την ανεξαρτησία· με τον ίδιο χαρακτηρισμό περνούν και στην ιστορία του ελληνικού βασιλείου, μετά το 1833. Τώρα πια, όμως, πλάι στην Εκκλησία υπάρχει και η Πολιτεία. Οι δωρεές αφορούν και αυτήν· και μόνο από τους δικούς της νόμους διέπονται.


Στο μεταξύ, εξάλλου, ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός και από κοντά η ελληνόφωνη λογιοσύνη έχουν επαναφέρει στο προσκήνιο την αρχαιότητα και έχουν αναγάγει τις ιδέες της σε κυρίαρχη ιδεολογία. Η αρχαιότητα αναβιώνει και στη γλώσσα. Ο όρος «ευεργεσία» παραμένει, αλλά αποκτά διπλή υπόσταση και σημασία. Οταν πρόκειται για μεγάλες δωρεές σε ιερούς ναούς, π.χ., η θρησκευτική του χροιά παραμένει επίσης. Οταν, όμως, πρόκειται για τον Ζάππα, τον Βαλλιάνο, τον Συγγρό, τον Σίνα, η θρησκευτική χροιά ξεχνιέται, οι συνειρμοί με την αρχαιότητα επικρατούν.


Ευεργέτες, λοιπόν, όχι όμως της Εκκλησίας ούτε μιας αρχαίας πολιτείας, αλλά του έθνους: εθνικοί ευεργέτες. Και η έννοια του έθνους στον 19ο αιώνα, όπως έχει πια διαμορφωθεί στον δυτικό κόσμο, στηρίζεται στο σύγχρονο κράτος.


Ετσι, φτάνοντας στις μέρες μας, διακρίνουμε μια πρώτη σημαντική διαφορά με το παρελθόν, ένα πρώτο καινοφανές χαρακτηριστικό του σύγχρονου «ευεργετισμού». Οπως παλαιότερα, έτσι και τώρα, οι ιδιώτες «χορηγοί» εξαρτώνται από το κράτος ­ αλλά με διαφορετικό τρόπο. Στην αρχαία Ελλάδα, στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, στη Φλωρεντία, των Μεδίκων, οι μεγάλοι χορηγοί σχεδόν ταυτίζονταν με την κρατική εξουσία, λόγω της θέσης τους στην κοινωνική και πολιτική ιεραρχία. Γι’ αυτό, άλλωστε, τις χορηγίες και τις ευεργεσίες διείπαν το ήθος και το έθιμο, όχι ο νόμος. Ενώ σήμερα τις διέπει η νομοθεσία του σύγχρονου, δημοκρατικού κράτους ­ κανονιστική και, ειδικότερα, φορολογική. Ετσι, στη σημερινή Ελλάδα τη λέξη «ευεργεσία» αντικαθιστά η «χορηγία»· επειδή δύσκολα θα μπορούσε να αποκληθεί κάποιος «ευεργέτης», οσοδήποτε σημαντική και αν ήταν η δωρεά του· όπως ουδείς θα διενοείτο να ονομάσει «Μεγαλοπρεπή» έναν γάλλο πρόεδρο της Δημοκρατίας, όσο μεγάλο και αν ήταν το πολιτιστικό του έργο. Οι λέξεις αυτές, τόσο φυσικές στον καιρό τους, θα ήταν σήμερα αντίθετες προς «το κοινό περί δημοκρατίας αίσθημα» αλλά και προς τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της εποχής μας.


Ερχόμαστε στη δεύτερη διαφορά: σήμερα, χορηγοί είναι όχι μόνο άτομα αλλά και επιχειρήσεις. Κοινοτοπία, που μας οδηγεί στην τρίτη διαφορά. Είναι η άμεση διαπλοκή της σύγχρονης χορηγίας με τα συστήματα μαζικής επικοινωνίας: φυσικό επακόλουθο της τεχνολογικής εξέλιξης αλλά και της σημασίας που έχουν αποκτήσει στον σημερινό κόσμο, δυστυχώς, η προβολή και η προπαγάνδα ως οικονομικά και πολιτικά όπλα. Σε όλες τις ιστορικές εποχές η δύναμη που αποκτούσαν με τις δωρεές τους οι χορηγοί και οι ευεργέτες ήταν σημαντική αλλά έμμεση, ιδεολογική, άυλη. Σήμερα η δύναμη που καρπώνονται οι «σπόνσορες» είναι αμεσότερη, μαζικότερη, απτή και εξαργυρώσιμη· άρα αυτοτροφοδοτούμενη και πολύ μεγαλύτερη, με όλο τον συνακόλουθο κίνδυνο.


«Σπόνσορες» εναντίων χορηγών: έτσι ανοίγει ένας νέος κύκλος λέξεων ­ ίσως και μελλοντικών επιφυλλίδων.


Ο κ. Γ. Β. Δερτιλής είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.