Για δεύτερη φορά το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών αρνήθηκε να ελευθερώσει την Ηριάννα μη παρέχοντας το (γνωστό στους νομικούς) «ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης». Υπενθυμίζω σύντομα ότι η Ηριάννα είχε καταδικαστεί πρωτοδίκως σε 13 χρόνια κάθειρξης για συμμετοχή στην οργάνωση Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς.
Η υπόθεση τούτη άγγιξε πολλούς ανθρώπους. Μήπως λοιπόν η ελληνική Δικαιοσύνη με την ανωτέρω καταδικαστική της στάση κατασκευάζει μιαν άλλη υπόθεση «Ντρέιφους», σαν αυτήν που έγινε γνωστή στην ανθρωπότητα από την πένα του Εμίλ Ζολά;
Κεντρικό δικονομικό ζήτημα στην περίεργη αυτή ιστορία είναι η εξέταση του DNA, αφού βρέθηκε «μη πλήρες» βιολογικό υλικό σε έναν γεμιστήρα όπλου το οποίο ταυτοποιήθηκε με το δείγμα DNA που η ίδια η Ηριάννα είχε δώσει στις αρμόδιες αρχές.
Και σε σχέση με αυτό το θέμα θέλω να κάνω ορισμένες σύντομες παρατηρήσεις (που συνιστούν ταυτόχρονα και διεθνείς επιστημονικές παραδοχές από τότε που ο άγγλος γενετιστής Alec Jeffreys χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τη μέθοδο τούτη σε ποινικές υποθέσεις):
1. Η σύγκριση ληφθέντος DNA από έναν κατηγορούμενο και η ταυτοποίησή του με «εύρημα» από τον τόπο του εγκλήματος αποδεικνύει ένα πράγμα: ότι ο κατηγορούμενος βρισκόταν σίγουρα στον χώρο του εγκλήματος. Ομως σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατόν να κηρυχθεί η ενοχή ενός ανθρώπου με βάση μόνο την εξέταση του DNA .
Αν επομένως η ενοχή της Ηριάννας έχει στηριχθεί μόνο στην ανάλυση του DNA, τότε σίγουρα υπάρχει τεράστιο πρόβλημα (για το οποίο όμως κανένας δεν μπορεί να αποφανθεί εάν δεν έχει πλήρη εποπτεία του αποδεικτικού υλικού της δικογραφίας, και εγώ δεν την έχω).
2. Οπως είχε σημειώσει ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων σε γνωμοδότησή του το 2008 (2008/C 89/01), είναι δυνατόν ένας κατηγορούμενος να έχει συνδεθεί εσφαλμένα με συγκεκριμένο «προφίλ DNA». Και τούτο για διάφορους λόγους. Είτε, λ.χ., γιατί υπάρχει ανεπαρκής ποιότητα δειγμάτων DNA κατά τη συλλογή τους, είτε λόγω τεχνικών σφαλμάτων κατά την ανάλυση κ.λπ.
Για να άρει ακριβώς αυτή την επικίνδυνη αμφιβολία η Δικονομία μας παρέχει τη δυνατότητα μιας δεύτερης εξέτασης DNA, όταν η πρώτη αποβεί θετική (άρθρο 200Α ΚΠΔ).
Εάν επομένως στην ανωτέρω υπόθεση της Ηριάννας δεν είχε καταστεί δυνατό να διενεργηθεί μια δεύτερη εξέταση, τότε υπάρχει σίγουρα ένα σοβαρό πρόβλημα (μιλώντας φυσικά σε θεωρητικό επίπεδο).
Υπό αυτήν την έννοια, εάν έγιναν δικονομικά λάθη στην παραπάνω υπόθεση μπορούν να διορθωθούν στο μέλλον!
Ομως αυτό είναι έργο των αρμόδιων δικαστών, οι οποίοι αυτόνομα θα κρίνουν κατά το Σύνταγμα εάν έγιναν αστοχίες, ώστε να περιφρουρηθεί η ελευθερία των ατόμων, που είναι «το ανοιχτό παράθυρο μέσω του οποίου εισέρχεται… το φως της ανθρώπινης αξιοπρέπειας» (Hoover).
Ο κ. Γρηγόρης Π. Καλφέλης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ