Η πρόσφατη επίσκεψη κορυφής της ελληνικής αντιπροσωπείας στις ΗΠΑ και οι συνομιλίες με την ηγεσία του αμερικανικού κράτους αποτελούν μια σημαντική στιγμή για τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις και για την ειρήνη και σταθερότητα στην ανατολική Μεσόγειο. Σε τέτοιου τύπου συναντήσεις συζητούνται πολλά και ανακοινώνονται λίγα. Οι κυβερνήσεις έρχονται και παρέρχονται όμως οι στρατηγικού χαρακτήρα μακροχρόνιοι κρατικοί σχεδιασμοί δημιουργούν πλαίσια δράσης και επιδιώξεων που δεν είναι απλό να αλλάξουν.

Αντί λοιπόν να σκεφτόμαστε και να συζητούμε πως μπορούμε να εμβαθύνουμε και να εμπλουτίσουμε τέτοιου είδους συνεργασίες με νέες πρωτοβουλίες πέραν των αμυντικών και ενεργειακών, βλέπουμε ότι ο κυρίαρχος δημόσιος λόγος στην Ελλάδα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, εγκλωβίζεται σε ρηχές προσεγγίσεις και σε εντυπωσιοθηρικές αντιπαραθέσεις. Επίσης, παρακολουθώντας τα σχετικά δημόσια γραπτά και απόψεις, έκπληξη προκαλεί και η επανεμφάνιση ενός δογματικού, μπανάλ και λαϊκίστικου επιθετικού αντιαμερικανισμού στο χώρο του αυτοαποκαλούμενου «μεταρρυθμιστικού κέντρου». Θεωρώ ότι η δογματική βορειοευρωκεντρική οπτική στελεχών αυτού του πολιτικού χώρου υπονομεύει την δυνατότητα τους να φανταστούν και να σχεδιάσουν μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική. Αυτή η αδυναμία περιορίζει και την όποια δυνατότητα αυτού του χώρου να συμβάλλει θετικά στην διασφάλιση των ελληνικών συμφερόντων στο μέλλον.

Μπορεί κανείς να συμπαθεί ή να αντιπαθεί τους κυρίους Τσίπρα και Τραμπ, τις ιδέες, τους συνεργάτες και τις κυβερνητικές πρακτικές τους. Μπορεί να χλευάζει και να ειρωνεύεται τις δημόσιες τοποθετήσεις και τις συμπεριφορές τους. Σαφώς και η δημόσια συμπεριφορά ενός ηγέτη κράτους εντός και ιδιαίτερα εκτός της χώρας είναι σημαντική. Δεν πρέπει όμως η δημόσια συζήτηση να εστιάζει σε αυτά και να ξεχνά τα υπόλοιπα, που είναι και τα ουσιώδη. Εκτός από εκτονωτικό χαβαλέ, η στάση αυτή δεν παράγει ουσιαστική πολιτική. Είναι ένδειξη πολιτικής και διανοητικής πενίας. Η σοβαρή κριτική και η συζήτηση πρέπει να χαρακτηρίζονται από ψύχραιμες και ορθολογικές πολιτικές εκτιμήσεις που στηρίζονται σε εμπειρικά δεδομένα και στοιχεία που αφορούν την ουσία της πολιτικής διαδικασίας ανά τομέα και όχι σε αισθητικού ή ψευδοϊδεολογικού τύπου ταυτίσεις και προτιμήσεις. Και αυτό πρέπει να ισχύει για όλους τους πολιτικούς χώρους. Ακόμα περισσότερο όταν πρόκειται για τις διεθνείς σχέσεις και την εξωτερική πολιτική της χώρας. Η πολιτική δεν είναι αξεσουάρ πολυτελείας ούτε χόμπι του σαββατοκύριακου.
Επιπλέον, ο ψυχρός πόλεμος έχει τελειώσει εδώ και χρόνια. Δυστυχώς όμως αρκετοί στη χώρα μας ακόμα πλατσουρίζουν στα ιδεολογικά του λασπόνερα κρατώντας εγκλωβισμένη την κοινωνία και το δυναμικό της. Οι φανατικοί -ισμοί και τα αντί- δεν προσφέρουν κάτι στη σημερινή δημόσια συζήτηση ούτε και στην κατανόηση και επίλυση των αναδυόμενων περίπλοκων προβλημάτων της ασταθούς γειτονιάς μας. Μπλοκάρουν την σκέψη και χουλιγκανοποιούν τις δημόσιες συμπεριφορές. Δυστυχώς όμως για ακόμα μια φορά, με αφορμή τις ελληνοαμερικανικές επαφές, είδαμε ανάγλυφη την ελαφρότητα αρκετών πολιτικών δρώντων και σχολιαστών στη χώρα μας.

Θα ήταν επίσης χρήσιμο να συνειδητοποιήσουμε ότι η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ε.Ε και στο Ευρώ, ακόμα και κατά την διάρκεια της πικρής μνημονιακής περιόδου, δεν σημαίνει ότι η χώρα μπορεί να κυβερνάται με αυτόματο πιλότο και εισαγόμενες συνταγές. Η εμμονή σε διαδικασιολογίες, σε έναν στείρο ευρωνομικισμό και στην ακατάσχετη θεσμολογία δεν είναι πολιτική ούτε παράγει λύσεις. Λειτουργεί παραλυτικά, ευνουχίζει την πολιτική μας φαντασία, ψαλιδίζει τις προσδοκίες και υπονομεύει την δυνατότητά μας να σχεδιάζουμε και να ασκούμε πραγματική πολιτική. Η αποξένωση των πολιτών και η απονομιμοποίηση του ελληνικού πολιτικού συστήματος οφείλεται, ανάμεσα στα άλλα, και σε αυτούς τους παράγοντες.

Από την άλλη, οι εξελίξεις στην ανατολική Μεσόγειο είναι ραγδαίες και ιστορικές. Η Ε.Ε αν και είναι εμπορικός γίγαντας, παραμένει γεωπολιτικά αδύναμος δρών. Η χώρα μας δεν έχει την πολυτέλεια να αναμένει πότε θα συντονιστούν τα κράτη-μέλη για να συγκροτήσουν ουσιαστική κοινή αμυντική και εξωτερική πολιτική. Ο κάθε πολίτης με στοιχειώδη αίσθηση της κρισιμότητας της περιόδου που διανύουμε μπορεί εύκολα να το αντιληφθεί. Οφείλουμε να κινηθούμε γρήγορα και αποτελεσματικά. Η συνεργασία Ελλάδας και ΗΠΑ μπορεί να προσφέρει πολλά στην ειρήνη, στην ανάπτυξη και στην ευημερία της χώρας μας και της περιοχής μας. Επιπλέον, αυτή η συνεργασία δεν υπονομεύει τον ρόλο και την συμμετοχή μας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Το αντίθετο μάλιστα, δύναται να τον ενισχύσει.
Πρέπει όμως να σκεφτούμε έξω από τα συμβατικά πλαίσια και να προτείνουμε νέες ελληνοαμερικανικές συνέργειες στους τομείς της εκπαίδευσης, της έρευνας, της μετανάστευσης, της ναυτιλίας, των τεχνών και της εμπορικής δραστηριότητας, αλλά και της συνεργασίας για την καταπολέμηση της διαφθοράς και την ενίσχυση του κράτους δικαίου στην ανατολική και νότια Ευρώπη και στην ανατολική Μεσόγειο.

Στον τομέα της έρευνας και της εκπαίδευσης, Ελλάδα και ΗΠΑ μπορούν να συνεργαστούν για να αναπτύξουν κοινά διεθνή προγράμματα. Από την ρομποτική και τις νέες τεχνολογίες μέχρι τις ελληνικές σπουδές, υπάρχει μεγάλο πεδίο συνεργασίας αλλά και πολλοί επιστήμονες, Έλληνες, Αμερικανοί και άλλοι, που μπορούν να το υπηρετήσουν. Για παράδειγμα θα ήταν εφικτή και χρήσιμη η περαιτέρω ανάπτυξη των Βυζαντινών σπουδών σε ολόκληρη την Ευρώπη και στον παρευξείνιο χώρο αλλά και σε χώρες της μεσογείου. Σε αυτό το πλαίσιο συνεργασίας τομείς όπως η θεολογία και η φιλοσοφία θα μπορούσαν να αποτελέσουν προνομιακά πεδία γόνιμου διαπολιτισμικού διαλόγου και έρευνας για πολίτες διαφορετικών χωρών. Επίσης ανάλογες συνεργασίες με κοινά προγράμματα σπουδών, υποτροφίες και ανταλλαγές φοιτητών και ερευνητών μπορούν να αναπτυχθούν και σε άλλους τομείς των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών έλκοντας νέα μυαλά από διαφορετικές χώρες της Μεσογείου και του Ευξείνου Πόντου. Βέβαια αυτό το εκπαιδευτικό όραμα προϋποθέτει την ανασυγκρότηση του ελληνικού δημοσίου πανεπιστημίου αλλά και την ίδρυση μη κερδοσκοπικών ιδιωτικών ερευνητικών κέντρων και πανεπιστημίων στη χώρα μας. Πρέπει όλοι οι Έλληνες να πειστούν ότι η πατρίδα μας έχει την δυνατότητα σε λίγα χρόνια να μετατραπεί σε εκπαιδευτικό και ερευνητικό κέντρο της ανατολικής Μεσογείου. Να υπερβούμε την φοβία και τις χαμηλές προσδοκίες και να επανασχεδιάσουμε τους εκπαιδευτικούς θεσμούς μας έχοντας κατά νου την μεγάλη εικόνα και το ευρύτερο πλαίσιο εντός του οποίου καλούμαστε να δράσουμε.

Σε ένα άλλο επίπεδο, θα ήταν, υπό προϋποθέσεις, εφικτή η σταδιακή επιστροφή και εγκατάσταση στην Ελλάδα νέων Ελληνοαμερικανών δεύτερης και τρίτης γενιάς οι οποίοι λατρεύουν την χώρα και διαθέτουν εργασιακή εμπειρία σε πολυπολιτισμικά περιβάλλοντα. Αρκετοί εξ αυτών έχουν ιδιαίτερη μόρφωση και βέβαια είναι απαλλαγμένοι από το συμπλεγματικό άγχος του «να γίνουμε Ευρωπαίοι». Πολλοί διαθέτουν τις δεξιότητες αλλά και τις οικονομικές δυνατότητες να δημιουργήσουν μικρές επιχειρήσεις με έδρα τις διάφορες περιφέρειες της Ελλάδας συμβάλλοντας στην αναζωογόνησή τους. Μια εμπνευσμένη ελληνοαμερικανική πολιτική συνεργασία θα έπρεπε να διευκολύνει και να ενισχύσει αυτό το δυναμικό. Άλλες χώρες του δικού μας μεγέθους, ακόμα και μικρότερες, το έχουν πράξει με επιτυχία. Αυτές οι νεανικές δημογραφικές ροές, συνδυαζόμενες και με άλλες πολιτικές, μπορούν να αποτελέσουν την ατμομηχανή για την επιστροφή και άλλων Ελλήνων μεταναστών, παλαιών και νέων, ώστε να μπολιαστεί η πατρίδα μας με νέες ιδέες, ενέργεια και δραστηριότητες, αλλά και με ένα πνεύμα πραγματικού κοσμοπολιτισμού. Η δημογραφική ενίσχυση της περιφέρειας και η αποσυμφόρηση του διοικητικού μας κέντρου, της Αθήνας, πρέπει να αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα μιας νέας στρατηγικής για την ανασυγκρότηση της χώρας μας.

Οι διαδοχικές πολιτικές και οικονομικές κρίσεις καθώς και οι αδυναμίες του πολιτικού προσωπικού και της κρατικής γραφειοκρατίας από την δεκαετία του ᾽40 οδήγησαν στη μαζική φυγή ανθρώπων από την Ελλάδα και στην κατάρρευση του ηθικού και της πίστης των πολιτών στις δυνατότητες της πατρίδας μας. Τώρα όμως ανοίγει ένα παράθυρο ευκαιρίας για να αντιστρέψουμε την ροή. Πρέπει να δημιουργήσουμε τις συνθήκες ώστε η Ελλάδα να γεμίσει σταδιακά με νέους που την αγαπούν, πιστεύουν σε αυτήν και επιθυμούν να εργαστούν σκληρά για να την αναστήσουν. Η ελληνοαμερικανική συνεργασία μπορεί να συμβάλλει θετικά προς αυτή την κατεύθυνση. Τώρα είναι η ώρα να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε, να σχεδιάζουμε και να μιλάμε για επιστροφή. Όχι μόνο κάποιων Ελλήνων του εξωτερικού, αλλά και την επιστροφή της Ελλάδας στη διεθνή πολιτική, στη Μεσόγειο, στην Ευρώπη και στον παρευξείνιο χώρο. Την επιστροφή στο νέο ραντεβού μας με την ιστορία.

Ο κ. Νίκος Κ. Μιχαηλίδης είναι διδάκτορας ανθρωπολογίας