Πρόσφατα είδε το φως της δημοσιότητας ένα ακόμα γεγονός βίας από τα πολλά που, δυστυχώς, λαμβάνουν χώρα στους πανεπιστημιακούς χώρους και απασχολούν την κοινή γνώμη: ένας ενεργός, στον κοινωνικό και στον πολιτικό στίβο, συμπολίτης μας, άτομο με ειδικές ανάγκες, φέρεται να έπεσε θύμα βίας μέσα σε χώρο του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Το γεγονός αυτό έδωσε την ευκαιρία σε μια σχολάζουσα διανόηση να διατυπώσει μια σειρά από επικριτικά και πλήρη διδακτισμού σχόλια.
Το ερώτημα που κυριάρχησε ήταν: «Και ο πρύτανης τι κάνει;». Ωστόσο, μια καλόπιστη συζήτηση επί του θέματος θα απαιτούσε να προηγηθεί το ερώτημα: «Ο κάθε πρύτανης τι μπορεί να κάνει;».
Δυστυχώς, ο πρύτανης, με βάση την εκ προοιμίου λογική παραδοχή ότι δεν είναι δάσκαλος πολεμικών τεχνών, ελαχιστότατα μπορεί να πράξει. Τις εν δυνάμει δυνατότητές του περιορίζουν δραματικά η απουσία διοικητικού μηχανισμού για τη φύλαξη και την ασφάλεια των πανεπιστημιακών χώρων, το ισχύον θεσμικό πλαίσιο που η εφαρμογή του απαιτεί χρόνους δυσανάλογα μεγάλους σε σχέση με την ταχύτητα εξέλιξης των φαινομένων βίας και, βέβαια, οι κυρίαρχες τόσο στην κοινωνία όσο και στο ίδιο το πανεπιστήμιο αντιλήψεις περί μεθόδων αποτροπής της βίας.
Ετσι, εκ των πραγμάτων, αυτό που μπορεί μέχρι σήμερα να πράττει ο πρύτανης είναι να επιχειρεί την εκτόνωση των φαινομένων αυτών αποφεύγοντας να λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής της έντασης, να μεριμνά για την ελαχιστοποίηση των ούτως ή άλλως δυσμενών συνεπειών, να έχει ως προτεραιότητα τη συνέχιση της ακαδημαϊκής λειτουργίας, να αποφεύγει τις συγκρούσεις που δεν έχουν ορατή συνθήκη εξόδου και, βέβαια, στο μέτρο του δυνατού, να μην εξωθεί νέους ανθρώπους στην υιοθέτηση μιας στάσης διαρκούς και στείρας αντιπαράθεσης με την κοινωνία.
Αναμφίβολα, κάθε γεγονός βίας είναι καταδικαστέο, πολύ δε περισσότερο όταν αυτό λαμβάνει χώρα σε πανεπιστημιακό χώρο, σε έναν δηλαδή χώρο όπου διαμορφώνονται οι πνευματικές και ηθικές συνθήκες για τη νέα γενιά που αποτελεί κάθε φορά τον καταλύτη για τον προσδιορισμό του χαρακτήρα της κοινωνίας του αύριο.
Δυστυχώς όμως η βία σήμερα ενδημεί στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Μάλιστα, αυτή δεν είναι μόνο λεκτική ή συναισθηματική, αλλά συχνά γίνεται και σωματική, εκφραζόμενη με ομηρείες οργάνων διοίκησης του πανεπιστημίου, με απαγορεύσεις αδειοδοτημένων εκδηλώσεων και με πραγματοποιήσεις μη αδειοδοτημένων, με αποκλεισμό της ελεύθερης πρόσβασης σε πανεπιστημιακούς χώρους, με προπηλακισμούς, με βιαιοπραγίες, με βανδαλισμούς, με κλοπές, με παράνομη διακίνηση αγαθών και ουσιών και με άλλα πολλά.
Αυτή η κατάσταση δεν είναι χαρακτηριστική των πανεπιστημίων διεθνώς, αλλά εντοπίζεται στα ελληνικά πανεπιστήμια (και, πιθανόν, σε εκείνο της Καμπούλ ή σε κάποιο άλλο που βρίσκεται σε ιδιαίτερα ταραγμένη και ασταθή πολιτικά και κοινωνικά γωνιά του πλανήτη). Είναι προφανές ότι η πραγματικότητα αυτή υποβαθμίζει και αποσταθεροποιεί το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο, αποθαρρύνει πανεπιστημιακούς και φοιτητές να αφοσιωθούν στο έργο τους, ζημιώνει την ελληνική κοινωνία, βλάπτει το δημόσιο συμφέρον, και, βέβαια, ανοίγει τον δρόμο για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια ως εναλλακτικών φορέων που θα ήταν δυνατόν να μας απαλλάξουν από τέτοιες παθογένειες.
Ομως γιατί συμβαίνει αυτό στη χώρα μας; Το ερώτημα έχει μια εύκολη και μια δύσκολη απάντηση. Η εύκολη απάντηση είναι: «Επειδή φταίνε οι άλλοι». Η δύσκολη απάντηση απαιτεί ειλικρίνεια, γνώση και αντίληψη της πολυπλοκότητας τέτοιων φαινομένων.
Στο ελληνικό πανεπιστήμιο επιτρέπονται όλα, γιατί ως κοινωνία δεν έχουμε θέσει όρια ανοχής. Μάλιστα, αντιλαμβανόμαστε το όριο ως καταστρατήγηση της δημοκρατίας, και όμως η θεώρηση αυτή είναι ο καλύτερος τρόπος για να τεθεί η ελευθερία ως θεμελιώδης αρχή της δημοκρατίας σε αμφισβήτηση και σε σοβαρό κίνδυνο. Ως ακαδημαϊκό άσυλο δεν εννοούμε την ελευθερία διακίνησης ιδεών αλλά την απαγόρευση εισόδου δημόσιας δύναμης στον πανεπιστημιακό χώρο. Καλές πρακτικές και μεθόδους για την αποτροπή της βίας που εφαρμόζονται σε χώρες όπου τα πανεπιστήμια λειτουργούν ομαλά, όπως αρμόζει στην αποστολή τους ως φάρων γνώσης και πολιτισμού, είτε τις αγνοούμε είτε τις ξορκίζουμε. Το αποτέλεσμα είναι να ερχόμαστε αντιμέτωποι με φαινόμενα που όχι μόνο μας προσβάλλουν ως χώρα και ως λαό αλλά και που λειτουργούν ως τροχοπέδη για το πανεπιστήμιο, το οποίο θα είχε, αλλιώς, να επιδείξει ακόμα σπουδαιότερα επιτεύγματα από αυτά που σήμερα καταφέρνει παρά τις πολυεπίπεδες αντιξοότητες.
Η λύση δεν μπορεί να είναι οριστική και άμεση. Η κατάσταση είναι σύνθετη και οι αιτίες της πολλαπλές. Επομένως, η ριζική διευθέτηση δεν είναι δυνατόν να προκύψει απλώς με διοικητικά μέτρα. Περιττό, δε, να πούμε ότι παλικαρισμοί και λεκτικές υπερβολές με σκοπό τον εντυπωσιασμό δεν χωρούν εδώ. Αυτά που απαιτούνται είναι θέληση, χρόνος και η κατάλληλη επιλογή των ανθρώπων που θα ηγηθούν. Μέχρι τότε μην περιμένετε από τους πρυτάνεις να αποκαθάρουν τα πανεπιστήμια διά μαγείας. Μην αναμένετε από την Αστυνομία να συλλάβει τους «κακούς».
Πρώτα θα πρέπει να διαπιστώσουμε το πρόβλημα. Μετά, να συμφωνήσουμε στη λύση και ύστερα να την εφαρμόσουμε. Το θεσμικό πλαίσιο που ισχύει με διάφορες παραλλαγές τα τελευταία 40 χρόνια κατ’ ουσίαν δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα, αλλά περιορίζεται σε βερμπαλιστικές πλειοδοσίες, χωρίς να έχει στόχους και χωρίς βέβαια να έχει ποτέ αποτυπωθεί σε επιχειρησιακό σχεδιασμό, παραμένοντας επομένως πρακτικά μη εφαρμόσιμο.
Η επίκληση του ρωμαλέου φοιτητικού κινήματος ή η φαντασίωση επιχειρήσεων «τάξης και ηθικής» είναι απλώς υπεκφυγές. Οι αρχές και αντιλήψεις περί δημοκρατίας και ελευθερίας που κληροδότησε το σύμβολο του Πολυτεχνείου στο μεταπολιτευτικό πανεπιστήμιο τείνουν να παρερμηνεύονται συστηματικά από ορισμένους, και το αποτέλεσμα είναι ορατό ακόμα και στους χώρους του ίδιου του συμβολικού μνημείου.
Ας θεωρηθεί το παρόν κείμενο ως μια συμβολή σε έναν διάλογο που πρέπει επιτέλους να ξεκινήσει.
Ο κ. Εμμανουήλ Γιακουμάκης είναι πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ