Στη διαδικτυακή «διαμάχη» που προκάλεσε ανάμεσα στον Απόστολο Δοξιάδη και στον καθηγητή Διομήδη Σπινέλλη ο ξυλοδαρμός από αντιεξουσιαστές φοιτητή με αναπηρία στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο (βλ. Τα Νέα, 16 Οκτωβρίου), η αλήθεια ως προς την ευθύνη αυτού του ανοσιουργήματος βρίσκεται περισσότερο με το μέρος του Δοξιάδη. Λέω περισσότερο γιατί, καθώς ο Δοξιάδης δεν είναι πανεπιστημιακός και δεν έχει εσωτερική γνώση του πλαισίου μέσα στο οποίο τελέστηκε ο ξυλοδαρμός, ήταν αναμενόμενο να θεωρεί ως προς το θέμα της «προσωπικής ευθύνης» κύριο υπεύθυνο «τον πρύτανη ή το πρυτανικό Συμβούλιο». Οσο για τον Σπινέλλη, επειδή δεν είναι αμέτοχος στην εγκαθίδρυση αυτού του πλαισίου, η προσπάθειά του να ρίξει την αποκλειστική ευθύνη στους υπουργούς Παιδείας και Προστασίας του Πολίτη αποτελεί απέλπιδα επιθυμία υπεράσπισης των πανεπιστημιακών.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: από τη θεσμοποίηση με τον νόμο 1268/1982 του ΠαΣοΚ της φοιτητικής συμμετοχής στη σύνθεση των οργάνων της διοίκησης των πανεπιστημίων. Ηταν μια σκέψη ορθή για τον εκδημοκρατισμό της λειτουργίας των ΑΕΙ, τα οποία τότε βρίσκονταν υπό την καταχρηστική εξουσία της πανεπιστημιακής έδρας. Ομως η σκέψη αυτή μαγαρίστηκε ήδη από την αρχή όταν, με τον νόμο αυτόν, το ποσοστό συμμετοχής των φοιτητών στη ΓΣ του Τμήματος οριζόταν στο 35% των μελών της, αναλογία που αποτελούσε όχι «από τις πιο υψηλές στον κόσμο», όπως περηφανεύονταν οι συντάκτες του νόμου, αλλά το απόλυτο και ανυπέρβλητο ρεκόρ από κτίσεως κόσμου (και μέχρι τέλους του).
Η σκέψη ευτελίστηκε ακόμη περισσότερο με τον τροπολογικό νόμο 1566/1985, ο οποίος εισήγαγε αύξηση του ποσοστού των μεταπτυχιακών φοιτητών και ορισμό αναπληρωματικών εκπροσώπων των φοιτητών (ενώ κάτι τέτοιο δεν οριζόταν για τους διδάσκοντες), διατάξεις με τις οποίες η συμμετοχή των φοιτητών αυξήθηκε σε 45%. Επιπλέον: σύμφωνα με την παραπάνω τροποποίηση, οι πρυτανικές αρχές εκλέγονταν από ειδικό Σώμα Εκλεκτόρων, στο οποίο συμμετείχαν προπτυχιακοί φοιτητές ίσοι σε αριθμό με τους διδάσκοντες και μεταπτυχιακοί κατά 25% − δηλαδή οι εκλέκτορες φοιτητές οριζόταν να είναι 25% περισσότεροι από τους διδάσκοντες.
Θα περίμενε κανείς οι πανεπιστημιακοί να αντιδράσουν σε αυτή την άγρια παραβίαση κάθε έννοιας λογικής ως προς τη διοίκηση των ΑΕΙ. Αντ’ αυτού συνέβη το αντίθετο. Οι φιλοδοξότεροι άδραξαν την ευκαιρία να προβληθούν ευρύτερα εκλεγόμενοι πρυτάνεις με την υποστήριξη κυρίως της φοιτητικής εκλογικής πελατείας τους, καταντώντας έτσι υποχείριά της (οι ελάχιστοι –παρ’ ελπίδα εκλεγέντες –σοβαροί πρυτάνεις ήταν θεσμικά ανίσχυροι να αναστρέψουν την κατάσταση). Οι δημοκρατικότεροι ανέχτηκαν την υποβάθμισή τους από φόβο μήπως θεωρηθούν συντηρητικοί. Οι συντηρητικοί δέχτηκαν τη μοίρα τους από φόβο μήπως δεν θεωρηθούν δημοκρατικοί. Οι ελαχιστότατοι διαμαρτυρόμενοι δημοσίως για όλα αυτά εισέπρατταν τις λοιδορίες των δημοκρατικότερων και των πρυτάνεων γιατί «έριχναν νερό στον μύλο της Δεξιάς». Ηταν η κυριαρχία των φοιτητών στα πανεπιστήμια εκείνο που οδήγησε στην περιττή και άφρονα διάταξη του νόμου 1268 περί πανεπιστημιακού ασύλου (ο σκοπός του οποίου προστατευόταν, άλλωστε, από το άρθρο 16 του Συντάγματος) στην ιεροποίησή του. Και από αυτήν ξεκινούν όλα τα υπόλοιπα.
Το άσυλο, με τη μετατροπή του σε άβατο μόνο για τα όργανα της τάξεως, μεταβλήθηκε σε τόπο πάσης αταξίας, πανεπιστημιακής και θύραθεν, στον οποίο μπορούσε να ιερουργεί ανενόχλητος κάθε καρυδιάς τραμπούκος, με προεξάρχοντες τους αυτοαποκαλούμενους αντιεξουσιαστές (κι αυτό γιατί στην αρμόδια επιτροπή για την άρση του, η απόφαση της οποίας έπρεπε να είναι ομόφωνη, συμμετείχαν και φοιτητές). Και το σπουδαιότερο: με την ανοχή των προηγούμενων κυβερνήσεων και με την ενθάρρυνση τώρα του ΣΥΡΙΖΑ το άσυλο διαχύθηκε στην πόλη (σε κάθε πόλη που διαθέτει πανεπιστήμιο). Το ανεξάρτητο κράτος των Εξαρχείων δεν θα υπήρχε σήμερα αν οι ένοπλες δυνάμεις του δεν είχαν τη βάση τους στα υπόγεια του Πολυτεχνείου. Η «αντιεξουσιαστική» τρομοκρατία δεν θα είχε τις απίστευτες διαστάσεις που έχει σήμερα αν δεν υπήρχε το υποτιθέμενο πανεπιστημιακό άσυλο.
Και αυτό μάς φέρνει στο ερώτημα της αρχής, στην απόδοση της ευθύνης ως προς το άσυλο. «Οι κύριοι υπεύθυνοι είναι οι πρυτάνεις» λέει ο Δοξιάδης. Οι πραγματικοί υπεύθυνοι δεν είναι οι πρυτάνεις, απαντά ο Σπινέλλης, αλλά η κυβέρνηση. Το γεγονός ότι οι του ΣΥΡΙΖΑ ποτέ δεν κατόρθωσαν να κρύψουν αποτελεσματικά τις σχέσεις τους με την τρομοκρατία δεν σημαίνει, βέβαια, ότι είναι οι κύριοι υπεύθυνοι. Η απάντηση για έναν πανεπιστημιακό που έχει ζήσει την ιστορία του ασύλου από το 1982 έως σήμερα βρίσκεται, όπως είπαμε, πλησιέστερα στον Δοξιάδη. Γιατί αυτός, διαφορετικά από τον Σπινέλλη που την απεκδύεται, θέτει το θέμα της προσωπικής ευθύνης των πρυτάνεων. Θα ήταν ακριβέστερος αν μιλούσε για προσωπική ευθύνη των πανεπιστημιακών (προσωπικά του καθενός).
Διότι οι πραγματικοί υπεύθυνοι για αυτή την τραγική κατάσταση είναι απαξάπαντες οι πανεπιστημιακοί. Οι οποίοι, ενώ είναι στο χέρι τους να την αναστρέψουν, δέχονται μοιρολατρικά τον εξευτελισμό τους. Αλήθεια, ποια τάξη εργαζομένων θα ανεχόταν να εργάζεται υπό συνθήκες ανάλογες με αυτές των ανώτατων εκπαιδευτικών μας χωρίς να αντιδρά και χωρίς να προσπαθεί να επιβάλει τον σεβασμό των δικαιωμάτων της, πλην της ψοφοδεούς τάξης των πανεπιστημιακών;

Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.{IDI}

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ