Σε μία περίοδο που η κάθε ελληνική οικογένεια γονατίζει κάτω από το βάρος των δυσβάσταχτων φόρων και το κόστος ζωής, το μεγάλο ζητούμενο είναι ο οικονομικός πατριωτισμός.
Είναι ελπιδοφόρο το γεγονός ότι όπου παρατηρείται σημαντική παραγωγική δραστηριότητα με ελληνικό σήμα οι καταναλωτές, παρά τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν, προτιμούν το ελληνικό ή ακόμη και το ντόπιο προϊόν έναντι του εισαγόμενου.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η «άνθηση» στα χρόνια της κρίσης της μικροζυθοποιίας, με τουλάχιστον τέσσερις ετικέτες στη Θεσσαλία, δύο στον Βόλο και από μία σε Τρίκαλα, Καρδίτσα, στην Κομοτηνή, στην Αταλάντη, στη Σαντορίνη, στην Τήνο κ.α.
Αλλά ο καταναλωτής που θέλει να επιλέξει το ελληνικό προϊόν για να στηρίξει την εγχώρια παραγωγική δραστηριότητα αλλά και επειδή έχει εμπιστοσύνη στην ποιότητα π.χ. των ελληνικών τροφίμων, οφείλει να γνωρίζει και να μην παραπλανάται.
Πολύ περισσότερο τα τελευταία χρόνια όταν εξαιτίας της αδράνειας της Πολιτείας, ελληνικά προϊόντα ακόμη και ΠΟΠ όπως η φέτα παραποιούνται σε ξένες αγορές, ή το ελληνικό γιαούρτι γίνεται προϊόν εκμετάλλευσης ξένων πολυεθνικών, αφού δεν υπάρχει καμία κατοχύρωση.
Ενα φαινόμενο που επίσης παρατηρείται τα τελευταία χρόνια είναι πως όλη την προστιθέμενη αξία αγνών ελληνικών προϊόντων την καρπώνονται ξένες εταιρείες, όπως οι ιταλικές το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο καθώς αυτό πωλείται χύμα σε εμπόρους του εξωτερικού, λόγω οργανωτικών προβλημάτων στις τάξεις των παραγωγών. Εσχάτως υπάρχει ανησυχία στις τάξεις των αμπελουργών για οδηγία της ΕΕ που πρέπει να ενσωματωθεί από τη χώρα μας και η οποία επιτρέπει την πώληση χύμα τσίπουρου σε ξένες εταιρείες (πάλι ιταλικές ενδιαφέρονται) που θα το εμφιαλώνουν και θα το μεταπωλούν ως ελληνικό.
Οι αθρόες και ανεξέλεγκτες εισαγωγές, τα «βαφτίσια» ξένων αγροδιατροφικών προϊόντων σε ελληνικά, είναι η «μάστιγα» που έγειρε όλα αυτά τα χρόνια την πλάστιγγα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, έκλεισε υγιείς επιχειρήσεις και εν τέλει έφερε τη χώρα στη χρεοκοπία.
Εισαγόμενο αγελαδινό γάλα για το ελληνικό γιαούρτι, εισαγόμενο πρόβειο για τη φέτα, εισαγωγή αμνοεριφίων, εισαγωγή χημικής αλκοόλης από τη Βουλγαρία για παρασκευή τσίπουρου ή ούζου, ανεξέλεγκτη εισαγωγή κηπευτικών από Τουρκία, πατάτας από την Αίγυπτο, σταριού από Ουκρανία, καλαμποκιού από βαλκανικές χώρες και πάει λέγοντας.
Ακόμη μία ηγεσία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και τροφίμων έχει υποσχεθεί αυστηρούς ελέγχους με «σκανάρισμα» των προϊόντων που εισέρχονται στη χώρα, στα σύνορα και το ελληνικό σήμα για τα προϊόντα επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν ελληνική πρώτη ύλη στη μεταποίηση. Το θέμα όμως δεν είναι να αναληφθεί μία ακόμη νομοθετική πρωτοβουλία αλλά να λειτουργήσουν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί.
Για το γάλα, π.χ., υπήρχε το ισοζύγιο από τον ΕΛΟΓΑΚ, το οποίο ατόνησε, παρά το γεγονός ότι χρηματοδοτείται από εισφορές των κτηνοτρόφων.
Ο λόγος είναι απλός. Η Ελλάδα από συστάσεως του νεότερου ελληνικού κράτους είναι κράτος των εισαγωγέων, είναι οικονομία μεταπρατική, η επιχειρηματικότητά της είναι ρηχή και μέχρι πρότινος κρατικοδίαιτη και κυρίως το χρήμα από το εισαγωγικό εμπόριο πολλές φορές μετατρεπόταν σε «μαύρο πολιτικό χρήμα», για να διαβρώνει συνειδήσεις στους ελεγκτικούς μηχανισμούς.
Συμπερασματικά ο οικονομικός πατριωτισμός δεν αφορά μόνο τις καταναλωτικές συνήθειες, ούτε τη φορολογική συνείδηση. Αφορά και τις πολιτικές ηγεσίες, τους ελεγκτικούς μηχανισμούς και απαιτεί πάνω απ’ όλα ευσυνείδητους δημοσίους υπαλλήλους.
Ο κ. Γιάννης Κολλάτος είναι μηχανικός με μεταπτυχιακό στη Βιοτεχνολογία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ