Σπανίως γράφω άποψη για ταινία πριν από την στιγμή της επίσημης προβολής της στην αίθουσα, όμως σε όλα υπάρχουν εξαιρέσεις και το «Τελευταίο σημείωμα», η τελευταία (μέχρι σήμερα) ταινία του Παντελή Βούλγαρη που θα ανοίξει την ερχόμενη Πέμπτη 26 Οκτωβρίου στην χώρα μας, ανήκει σε αυτές τις εξαιρέσεις. Την Τετάρτη 18 του μηνός έγινε η δημοσιογραφική προβολή του «Τελευταίου σημειώματος» στο Ιντεάλ. Κι εκεί είδα ανθρώπους να κλαίνε και να λένε ότι είχαν χρόνια να κλάψουν σε ταινία. Είχα χρόνια να δω τόσους πολλούς θεατές να παραμένουν αγάλματα στα καθίσματά τους για να ρουφήξουν όλα τα «γράμματα τέλους» δηλαδή τα ονόματα όλων των συντελεστών.
Αυτό σημαίνει πολλά για την επιτυχία της ταινίας, την οποία θεωρώ δεδομένη.
Επιστρέφοντας σε μια τραγωδία του 1944 όταν 200 Ελληνες φυλακισμένοι των φυλακών Χαϊδαρίου εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς στην Καισαριανή ως αντίποινα για την δολοφονία από τους αντάρτες ενός γερμανού αξιωματικού και τριών στρατιωτών στους Μολάους της Λακωνίας, αυτή η ταινία, ξεφεύγει από τον κινηματογράφο και γίνεται κάτι πολύ ανώτερο, κάτι θεσπέσιο. Στην εποχή της κρίσης και της απαξίας των πάντων, το «Τελευταίο σημείωμα» μας θυμίζει την αληθινή, την αγνή ομορφιά του να είσαι Ελληνας. Και μας λέει ότι κάτω από ειδικές συνθήκες αυτή η ομορφιά μπορεί να αποκρυσταλλωθεί σε κάτι Αγιο. Αξιοπρέπεια, ανδρεία, αυτοθυσία, αγιοσύνη.
Χάρηκα που η ταινία χειροκροτήθηκε μετά το τέλος της προβολής (δεν συνηθίζεται στις δημοσιογραφικές) όπως επίσης μου άρεσε το ότι οι δύο βασικοί δημιουργοί της, ο ίδιος ο Βούλγαρης και η σύζυγός του συγγραφέας Ιωάννα Καρυστιάνη (συνυπογράφουν το σενάριό του «Σημειώματος») ήταν εκεί για να ανταλλάξουν μια – δυο κουβέντες με τον δημοσιογραφικό κόσμο. Το συνηθίζουν γιατί είναι καλλιτέχνες επικοινωνιακοί, καλλιτέχνες που ενδιαφέρονται ουσιαστικά για την γνώμη του άλλου, καλλιτέχνες που αγαπούν πάρα πολύ αυτό που δημιουργούν και αυτό που πάντα δημιουργούν είναι ο Ανθρωπος. Ο Ανθρωπος ήταν πάντα τα βιβλία της μεν και ο Ανθρωπος οι ταινίες του δε.
Μοιράστηκαν αρκετά πράγματα με το κοινό. Μίλησαν για το πώς ξεκίνησε η ταινία (ο Βούλγαρης ήθελε χρόνια τώρα να «ακουμπήσει» μια περίοδο –της γερμανικής Κατοχής – που κατά την γνώμη του δεν έχει δικαιωθεί κινηματογραφικά στην Ελλάδα), μίλησαν για την σημασία της μνήμης που όσο περνούν τα χρόνια χάνεται (η Καρυστιάνη πικραμένη που στα εκατοντάδες σχολεία τα οποία έχει επισκεφτεί για να μιλήσει τα παιδιά βλέπει ότι δεν γνωρίζουν τίποτα για την συγκεκριμένη τραγωδία). Μίλησαν και για όλους εκείνους τους σπουδαίους επωνύμους που έχουν ιστορίες από την Κατοχή αλλά είμαστε σίγουροι ότι όλοι τις θυμούνται σήμερα; Πηνελόπη Δέλτα, η Λέλα Καραγιάννη, ο Σκαλκώτας, ο Οικονομίδης, ο Αιμίλιος Βεάκης, ο Αλέξης Μινωτής).
«Στην Ελλάδα σαν να μην θέλουμε να θυμόμαστε» ειπώθηκε στη συζήτηση και πολύ φοβούμαι ότι είναι αλήθεια. Δεν είναι τυχαίο που το μότο στην αφίσα του «Τελευταίου σημειώματος» είναι «Αραγε θα μας ξεχάσουν;» Ναι όλα ξεχνιούνται όμως μια από τις μεγάλες δυνάμεις του κινηματογράφου (και δεν εννοώ μόνον τον κινηματογράφο τεκμηρίωσης αλλά και τον μυθοπλαστικό) είναι ότι έχει την δυνατότητα να διατηρήσει τη μνήμη ζωντανή.
Και αυτό ακριβώς μπορεί να πετύχει το «Τελευταίο σημείωμα»