Δεν χρειάζονται ειδικές γνώσεις για να συμφωνήσει κανείς με τη διαπίστωση ότι η κοινωνία μας βρίσκεται σε μια βαθιά και εκτεταμένη σύγχυση. Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να ενταχθεί και η σύγχυση, που το τελευταίο διάστημα εντάθηκε, στις σχέσεις μεταξύ Εκκλησίας και Κράτους. Καθώς είναι γεγονός ότι η αμοιβαία δυσπιστία επιτάθηκε με άστοχες ή/και αδέξιες κινήσεις και από τις δύο πλευρές.
Αποδεικνύεται έτσι, όλο και εναργέστερα, ότι η σύμπτωση των δύο θεσμών στις διακηρύξεις τους περί «διακριτών ρόλων» είναι τελικώς φενάκη, αφού κατά τον προσδιορισμό των επί μέρους ρόλων κάθε θεσμός προσδίδει διαφορετικό περιεχόμενο!.. Οι σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους είναι συνταγματικά, αλλά και νομοθετικά ρυθμισμένες, με τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας, που είναι νόμος της Πολιτείας! Δεν είναι όμως και «πολιτικά» ρυθμισμένες, καθώς μεγάλο μέρος του πληρώματος της Εκκλησίας επηρεάζεται από τις απόψεις της διοικήσεώς της κατά την άσκηση του εκλογικού του δικαιώματος.
Αυτό έχει ως συνέπεια τα κόμματα, και ιδίως τα κόμματα εξουσίας, ανεξαρτήτως διακηρύξεων ή/και προθέσεων, να λαμβάνουν σοβαρώς υπόψη στη διαδικασία της νομοθετήσεως τις απόψεις της Εκκλησίας και όχι σπάνια να τροποποιούν καταλλήλως τα σχέδια νόμων που υποβάλλονται προς ψήφιση στην Εθνική Αντιπροσωπεία. Μια σύντομη ιστορική αναδρομή στις τελευταίες δεκαετίες θα βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση και θα καταδείξει ότι οι παρεμβάσεις αυτές δεν συνδέονται με τα πρόσωπα των εκάστοτε Αρχιεπισκόπων…
Οι παλαιότεροι θα θυμούνται ασφαλώς ακόμη τις πολλές, επιτυχημένες ή ατυχήσασες, παρεμβάσεις της Εκκλησίας στη νομοθετική διαδικασία επί Αρχιεπισκοπίας Σεραφείμ [Τίκα], η έναρξη των οποίων συνέπεσε με την ανάληψη της εξουσίας από τον Ανδρέα Παπανδρέου και το ΠαΣοΚ.
Η προσπάθεια καθιερώσεως του πολιτικού γάμου ως υποχρεωτικού προκάλεσε την τόσο έντονη αντίδραση της Εκκλησίας, ώστε η κυβέρνηση αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να δεχθεί τον πολιτικό και τον θρησκευτικό γάμο ως ισοκύρους (1982), παρά τα προβλήματα που η λύση αυτή δημιουργεί, ιδίως στο πεδίο της ασφάλειας δικαίου…
Δεν είχε την ίδια τύχη η προσπάθεια της Εκκλησίας, το ίδιο έτος, να παρεμποδίσει την αποποινικοποίηση της μοιχείας, παρότι ασφαλώς για την Εκκλησία εξακολουθεί να συνιστά κανονικό αδίκημα και να θεωρείται κώλυμα γάμου, με θεωρητική όμως πλέον αξία, αφού δεν μπορούν να υπάρξουν καταδικαστικές αποφάσεις!..
Η μεγάλη μάχη, βεβαίως, δόθηκε στο ζήτημα της μοναστηριακής περιουσίας (1987), με την Πολιτεία να υπαναχωρεί (1988), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου να δικαιώνει τις θέσεις της Εκκλησίας (1994) και τελικώς το τεράστιο αυτό ζήτημα να παραπέμπεται στις «ελληνικές καλένδες»…
Επί Αρχιεπισκοπίας Χριστόδουλου [Παρασκευαΐδη], έναυλοι παραμένουν ακόμη οι πύρινοι λόγοι του και η συγκέντρωση εκατομμυρίων υπογραφών για το ζήτημα της αναγραφής ή μη του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες, επί κυβερνήσεως Κ. Σημίτη (2000). Παρά τις σφοδρές αντιδράσεις της Εκκλησίας, η κυβέρνηση ενέμεινε στη θέση της, η δε τότε αξιωματική αντιπολίτευση, η «Νέα Δημοκρατία», που υπερασπίστηκε με πάθος τη θέση της Εκκλησίας, δεν είδε κανέναν λόγο να αλλάξει τα πράγματα, όταν ήρθε στην εξουσία το 2004…
Στην περίοδο της Αρχιεπισκοπίας Ιερώνυμου Β’ [Λιάπη] η Εκκλησία έχει, και πάλι, επιχειρήσει σειρά παρεμβάσεων στη διαδικασία της νομοθετικής λειτουργίας, παρά την προσπάθεια της διοικήσεώς της να εμφανίσει μια εικόνα καταλλαγής με την πολιτική εξουσία…
Σταχυολογώ την ίδρυση μουσουλμανικού τεμένους, την αποτέφρωση των νεκρών, το σύμφωνο συμβίωσης και τελευταίο στη μακρά σειρά το πρόσφατο θέμα της δηλώσεως αλλαγής φύλου για τα διεμφυλικά άτομα.
Ασφαλώς, το γεγονός ότι οι απόψεις της στα θέματα αυτά δεν επικράτησαν δεν σημαίνει ότι η Εκκλησία παραιτείται από την προσπάθεια να τις επιβάλει. Και τούτο κατορθώνεται με την πολλές φορές επιτυχή φαλκίδευση της εφαρμογής των ήδη νομοθετηθέντων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, για να περιοριστώ σε ένα, η αποτέφρωση. Παρότι η σχετική νομοθετική ρύθμιση χρονολογείται από το 2006, έως σήμερα δεν έχει καταστεί δυνατό να λειτουργήσει ούτε ένα αποτεφρωτήριο στη χώρα μας!..
Η Εκκλησία, λοιπόν, ακολουθεί μια πάγια πολιτική που κατατείνει στην επιβολή των δικών της απόψεων, όπως τις ορίζουν οι κανόνες της και η μακραίωνη παράδοσή της, στο πλαίσιο της αυτοδιοικήσεως των θρησκευτικών κοινοτήτων που καθιερώνει το Σύνταγμα και ισχύει ασφαλώς και για τη θρησκεία της συντριπτικής πλειονότητας των ελλήνων πολιτών.
Το δικαίωμα όμως αυτό της Εκκλησίας αναφέρεται στους πιστούς της, στο «χριστεπώνυμο» αλλά όχι αναγκαίως και «χριστοσυνείδητο» ποίμνιό της, καθώς η θέσπιση καθολικής ισχύος κανόνων δικαίου επιφυλάσσεται στην εκάστοτε δημοκρατικά νομιμοποιημένη κυβέρνηση.
Αλλά οι πολιτικές ηγεσίες, διαπαραταξιακά και διαχρονικά, για λόγους προφανώς ψηφοθηρικούς, δεν αποδεικνύονται ικανές, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, να εμμείνουν στην υλοποίηση νομοθετικών μέτρων που η εξέλιξη της κοινωνίας επιβάλλει, συχνά μάλιστα υπό την πίεση και των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Ο κ. Ιωάννης Μ. Κονιδάρης είναι ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ