Σε δύο καίρια πεδία κρίθηκε και επικρίθηκε η Εκκλησία της Ελλάδος κατά το τελευταίο έτος: στο μάθημα των θρησκευτικών και στην ταυτότητα του φύλου. Η ιεραρχία έδωσε «εξετάσεις» ενώπιον της κοινωνίας μας και παταγωδώς απέτυχε να αποσπάσει την επιδοκιμασία της.
Οι ελπίδες που εναποτέθηκαν στο πρόσωπο του προκαθημένου της διαψεύστηκαν οικτρά. Απορεί όποιος αναζητεί διαφορά ποιότητας μεταξύ του νυν αρχιεπισκόπου και του μακαριστού προκατόχου του. Κάποιοι διαπιστώνουν μείζονα συνέπεια του μακαριστού προκαθημένου στον δηλωμένο συντηρητισμό του. Πολλοί εκπλήσσονται από την εμφανή ασυνέπεια και την ύπουλη θεοκρατία του σημερινού διαδόχου του.
Στην τωρινή αναμόρφωση του θρησκευτικού μαθήματος στη δημόσια εκπαίδευση αναβίωσε ανατριχιαστικά το φάντασμα του καρατομημένου υπουργού Παιδείας αείμνηστου Αντώνη Τρίτση με δήμιο τον τότε «σοσιαλιστή» πρωθυπουργό και συναυτουργό τον αρχιεπίσκοπο του 1987. Απειλήθηκε δημόσια η επιβίωση της κυβέρνησης του 2016 εξαιτίας της ιδεολογικής σύμπλευσης της ιεραρχίας με τη δεξιά συνιστώσα της «αριστερής» κυβέρνησης που επιβίωσε με τη «θυσία» του έντιμου υπουργού Παιδείας.
Η θεοκρατία της ελλαδικής Εκκλησίας εκδηλώθηκε με την απειλητική παρέμβασή της σε ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη νομοθέτηση της ταυτότητας του φύλου. Από δημόσιες διαμαρτυρίες μέχρι απειλές έξωσης πολιτικών από ναούς δίκην αφορισμού ωρυόταν η ελλαδική ιεραρχία «διαρρηγνύοντας τα ιμάτιά της» εναντίον μιας πανευρωπαϊκά καθιερωμένης πολιτικής αυτοπροσδιορισμού του ανθρώπου που εφαρμοζόταν άλλωστε από καιρό στη χώρα μας χωρίς νομοθέτηση.
Οι δυο περιπτώσεις τέτοιας δημόσιας παρουσίας της Εκκλησίας δίνουν την εικόνα επικράτησης μιας επικίνδυνης και αξιοκατάκριτης θεοκρατίας στην πατρίδα μας σαν το φονταμενταλιστικό ισλαμικό Ιράν ή όπως το ορθόδοξο ιουδαϊκό Ισραήλ. Η θεοκρατία είναι στον αντίποδα της δημοκρατίας που εκπροσωπείται αποκλειστικά και μόνο από αιρετούς και ανακλητούς άρχοντες και όχι από «θεόπνευστους» ηγέτες με «αγιοπνευματική» ανάρρηση στον θρόνο τους.
Σε τέτοιο πλαίσιο μπορεί να ενταχθεί και η αντισυνταγματικότητα της αγιορείτικης απαγόρευσης εισόδου του εκλεγμένου πρωθυπουργού της χώρας σε έδαφος της ελληνικής επικράτειας.
Φαντάζεστε τι θα σήμαινε μια παρόμοια χειρονομία από ηγέτη ξένου δόγματος (ημεδαπό μουσουλμάνο στη Θράκη π.χ.) ή από επικεφαλής τοπικής αρχής (περιφερειάρχη ή δήμαρχο)! Η παραβίαση της ελευθεροκοινωνίας των πολιτών και η προσβολή του κράτους θα επέσυραν την εισαγγελική παρέμβαση, αν δεν προκαλούσαν λαϊκή αγανάκτηση και δικαίως μάλιστα.
Στο αθωνικό κρούσμα δεν ακούστηκε ίχνος διαμαρτυρίας, επειδή η θεοκρατία εκλαμβάνεται δεδομένη στα «αγιασμένα χώματα» του τόπου μας. Ετσι όμως η δημοκρατία πάει περίπατο στην Ελλάδα σήμερα. Κι αυτό συμβαίνει ανεπαίσθητα και αδιαμαρτύρητα.
Είναι απλό τυχαίο συμβάν; Μάλλον πρόκειται για νοσηρό πολιτικό σύμπτωμα εθνικολαϊκισμού. Αυτή είναι η μεγαλύτερη απειλή τόσο της πατρίδα μας (ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ) όσο και της λοιπής Δύσης (γαλλογερμανική Ακροδεξιά έναντι νεοφιλελευθερισμού στην ΕΕ, βρετανικός αντιευρωπαϊσμός και αμερικανικός απομονωτισμός).
Ο δημόσιος ρόλος της Εκκλησίας επιβάλλεται να υπάρχει και να λειτουργεί, αλλά ως κοινωνική πνευματικότητα και όχι ως πολιτική θεοκρατία. Η δημοκρατία χρειάζεται την Εκκλησία και η Ιεραρχία επίσης χρειάζεται τη δημοκρατία μέσα στους κόλπους της.
Κοινωνική πνευματικότητα σημαίνει ότι η Εκκλησία έχει διπλό δημόσιο ρόλο. Πρώτιστα σε κοινωνικό επίπεδο οφείλει να ανακουφίζει τα δοκιμαζόμενα πλήθη συνανθρώπων μας, αλλοδαπών και ημεδαπών, προσφύγων ή μεταναστών, απόρων και αστέγων, με το ανθρωπιστικό έργο της που είναι όντως αξιοσημείωτο.
Δεν αρκεί όμως η φιλανθρωπία που κάποτε μοιάζει με άλλοθι της κοινωνικής αδικίας. Επιπλέον χρειάζεται κοινωνική δικαιοσύνη και συγκεκριμένη ασπίδα απέναντι στη διογκούμενη φτωχοποίηση της χώρας μας. Πρώτη φορά στη μεταπολεμική 50ετία οι Ελληνες πείνασαν καταφεύγοντας σε συσσίτια σχολείων ή στρατώνων, δεν θερμάνθηκαν στο σπίτι τους επινοώντας ευτελή θερμαντικά. Ακόμα εξαντλούνται στην ορθοστασία της ουράς προ του τραπεζικού μηχανήματος πληρωμών για τον επιούσιό τους.
Η πνευματικότητα μαζί με την κοινωνικότητα είναι ο άλλος πυλώνας της δημόσιας παρουσίας της Εκκλησίας. Επείγει η υπαρξιακή ανακούφιση της καθημερινής αγωνίας του αγωνιζόμενου βιοπαλαιστή που υποβαθμίζεται ως άνεργος ή υποαπασχολούμενος, νέος ή μεσήλικος.
Η πνευματικότητα μπορεί να αποτρέψει την εσωτερίκευση της οικονομικής βίας (κατάθλιψη, αυτοκτονία, εθισμός). Με αυτόν τον τρόπο προλαμβάνεται η εξωτερίκευση της βίας της αγοράς με την αντικοινωνική διαμαρτυρία (Εξάρχεια, βιαιοπραγία κατά κρατικών λειτουργών).
Πνευματικότητα είναι η υπαρξιακή νοηματοδότηση της ζωής μας καθημερινά. Η Εκκλησία μας δεν αποδεικνύεται ικανή για αυτό το περιούσιο έργο. Αναλίσκεται στην επίδειξη θεοκρατικής δύναμης για να καλύψει το έλλειμμα πνευματικότητας που υφέρπει στους κόλπους της. Δυστυχώς αυτό ακριβώς εκφράζεται από τον προκαθήμενό της οσημέραι με τον πιο αξιοθρήνητο τρόπο για τον ίδιο, ο οποίος «μεριμνά και τυρβάζει περί πολλά» χωρίς το «εν ου έστι χρεία».

Ο κ. Μάριος Μπέγζος είναι προκοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ