Στον πηγαιμό (δηλαδή, στο γυρισμό) για την αθηναϊκή Ιθάκη, ο φίλος συνταξιδιώτης άφησε απότομα κάτω την εφημερίδα που διάβαζε.


­ «Τι έπαθες;», ρώτησα.


­ «Είμαι συγκινημένος», είπε ο φίλος, που είναι και μέχρι παθήσεως αισθη(μα)τικός.


­ «Γιατί;».


­ «Για μια αποκάλυψη. Και από ευγνωμοσύνη».


­ «Σε ποιον;».


­ «Στους Τούρκους».


­ «Ελα!».


­ «Μα δες! Ο Ετσεβίτ είπε προχτές πως ο Κεμάλ θα μπορούσε να ξαναπάρει την αγαπημένη του γενέτειρα, τη Θεσσαλονίκη, αλλά, από μεγαλοψυχία, μας την παραχώρησε… Και πως, αν ήθελε η Τουρκία, θα μπορούσε να πάρει τα νησιά του Αιγαίου, στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά, και πάλι από γενναιοφροσύνη, μας τα άφησε… Και πως, το ’74, θα μπορούσαν να καταλάβουν ολόκληρη την Κύπρο, αλλά, από ευγένεια, «σταμάτησαν σε μια συγκεκριμένη γραμμή»».


­ «Λοιπόν;».


­ «Τι λοιπόν; Οπως ξέρεις, έχω γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη, ο πατέρας μου ήταν Χιώτης, η μητέρα μου Μυτιληνιά, η γυναίκα μου Κυπρία… Αν οι Τούρκοι δεν ήταν τόσο μεγάθυμοι, όλοι εμείς ­ γονείς, γυναίκα, παιδιά, σκυλιά ­ θα ήμαστε τούρκοι υπήκοοι. Δηλαδή, το ότι είμαστε σήμερα Ελληνες και το καυχόμαστε, το χρωστάμε αποκλειστικά στην τουρκική γενναιοδωρία. Πώς να μην τους ευγνωμονώ, λοιπόν;».


Ηταν τόση η συγκίνηση του φιλοπάτριδος φίλου, που δεν θέλησα να τη μολύνω με σχολαστικές επιφυλάξεις. Απόμεινα, λοιπόν, ν’ αγναντεύω βουβός τα γαλαζοπράσινα νερά του Αιγαίου ­ που, σήμερα, θα ήταν μάλλον γαλαζοκόκκινα, αν δεν είχε μεσολαβήσει το τούρκικο κουβαρνταλίκι…


Ελα, όμως, που οι μνήμες τρέχουν πιο γρήγορα απ’ τα ταχύπλοα του Αργοσαρωνικού. Και γυρίζουν στην εποχή, όπου ο Κεμάλ μάς «χάρισε» τη Θεσσαλονίκη, όχι βέβαια επειδή ήθελε αλλά επειδή δεν ήθελαν οι τότε «Σύμμαχοι» κι επειδή όλες οι δυνάμεις του ήταν συγκεντρωμένες στην εκδίωξη του ελληνισμού απ’ τη Μικρά Ασία και στην οικοδόμηση της δικής του προσωπικής εξουσίας.


Ή γυρίζουν στον καιρό του Δεύτερου Πολέμου, εκεί τον Μάιο του 1941 ­ την ώρα της Μάχης της Κρήτης ­, όπου οι απόλεμοι Τούρκοι ακόνιζαν τα λεπταίσθητα γιαταγάνια τους για να καταλάβουν (αμαχητί, βέβαια) τα νησιά του Αιγαίου ­ και μάλιστα, κατά σύσταση της Αγγλίας ­ ώστε, λέει, να μην πέσουν στα χέρια των Γερμανών! Και δεν πέτυχαν στο φιλάνθρωπο έργο τους, όχι από μεγαλοψυχία, αλλά επειδή τους πρόλαβαν τα γερμανικά στρατά, που κατάπιαν όλο το Αιγαίο1… Και για τον ίδιο στόχο, με την ίδια γενναιοδωρία, βυσσοδομούσαν και με τους Γερμανούς και με τους Ρώσους, αλλά και για τα Δωδεκάνησα, και για ό,τι άλλο προηρείτο η μεγαλοφροσύνη τους…


Φυσικά, ο καθένας αναρωτιέται: Ολοι αυτοί οι αφέντες της Αγκυρας, ένστολοι και άστολοι και ασύστολοι, πιστεύουν πως απευθύνονται σε αμνήμονες και κρετίνους, όταν ξεστομίζουν τέτοιες ουρανομήκεις «μπαρούφες»; Κι ωστόσο, με το δίκιο τους το πιστεύουν. Ή, σωστότερα, πιστεύουν πως, όσο αναίσχυντα κι αν είναι τα ψεύδη τους, όσο ιταμές κι αν είναι οι πράξεις τους, θα γίνουν δεκτές από την ευώνυμη εταιρεία των «μεγάλων» με αιδήμονα σιωπή ή/και με αβρή συγκατάβαση. Εφ’ ω και ξεσαλώνουν κατά πάντα και κατά πάντων.


Αυτή η «σιωπή των λύκων» επιτρέπει λ.χ. στον Μεσούτ Γιλμάζ να δηλώνει στην «Washington Post» (4.6) ότι «το Αιγαίο αποτελεί ειδική περίπτωση, όπου δεν μπορεί να ισχύσει το Διεθνές Δίκαιο». Και κανένας δεν παρατηρεί στον δικαιοπλάστη πρωθυπουργό πως ο καθένας μπορεί να ισχυρισθεί ότι τα εδάφη ή οι θάλασσες των γειτόνων του αποτελούν «ειδική περίπτωση» ­ και πως, μ’ αυτή την αλά φούρνο του Νασρεντίν Χότζα λογική, το Διεθνές Δίκαιο θα ίσχυε μονάχα όπου και όποτε θα κάπνιζε σε κάθε ενδιαφερόμενο…


Η ίδια λυκο-σιωπή υποδέχεται (και αποδέχεται) την αριστουργηματική κομπορρημοσύνη του τούρκου υπουργού Εξωτερικών Ισμαήλ Τζεμ. Ο οποίος Ισμαήλ διαλαλεί urbi et orbi πως η Τουρκία διαθέτει μέγαν «ιστορικό και πολιτιστικό πλούτο», «εμπειρία και μεγαλοσύνη…», πως έχει τα χαρακτηριστικά «παγκόσμιου κράτους», πως έχει «οικουμενικό προορισμό» και «πρωτότυπη συμβολή στη μεγάλη οδό της ανθρωπότητας», πως «μπορεί να καταστεί υπόδειγμα για άλλες χώρες» και να «γίνει ένα από τα σημαντικότερα κέντρα έλξης στον κόσμο με τη δημοκρατία της, την οικονομία και το πνεύμα εκσυγχρονισμού που απορρέουν από τον ανθρωπισμό και την κοινωνική δικαιοσύνη»2!!!


Και κανένας δεν θα θυμίσει στον μεγάλαυχο πρωθυπουργό πως ο «ιστορικός πλούτος» της Τουρκίας είναι καρπός απαιώνιων εξανδραποδισμών, σφαγών και λεηλασιών… πως ο «πολιτιστικός πλούτος» της είναι η εξαφάνιση του πολιτισμού από τις περιοχές όπου πάτησε Τούρκου πόδι… πως ο «οικουμενικός προορισμός» της, η «πρωτότυπη συμβολή της στη μεγάλη οδό της ανθρωπότητας», η «εμπειρία, η επιστήμη και η τεχνολογία της» δεν είναι παρά η τελειοποίηση των γενοκτονιών, των πογκρόμ και των βασανιστηρίων… πως «η οικονομία» της τρέχει με πληθωρισμό 80% (ενώ το 44% του προϋπολογισμού της αφιερώνεται σε εξοπλισμούς)… πως αποτελεί «υπόδειγμα για άλλες χώρες» ο συνεταιρισμός πολιτικού κατεστημένου και οργανωμένου εγκλήματος, η εμπορία ναρκωτικών και το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος από τουρκικές και τουρκοκυπριακές τράπεζες (εφ’ ω και η βρεταννική κυβέρνηση έβαλε λουκέτο στην τουρκοκυπριακή Cyprus Credit Bank και στην Turkish Bank του Λονδίνου3)… Κι όσο για την «Τουρκία – κέντρο έλξης, χάρη στη δημοκρατία, τον ανθρωπισμό και την κοινωνική δικαιοσύνη», μόνο το μελανότερο χιούμορ μπορεί να εκστομίζει τέτοια «ανέκδοτα» για τη χώρα των 2.200 «ανεξιχνίαστων» δολοφνιών (κατά τη «Monde», 24.7), για τη χώρα που κατέχει το παγκόσμιο ρεκόρ φυλακισμένων δημοσιογράφων (μόλις 70…), για τη χώρα όπου οι «Μανάδες του Σαββάτου» αναζητούν κάθε εβδομάδα τους «εξαφανισθέντες» τους… για τη χώρα όπου απαγορεύονται ή δηλώνεται πως θ’ απαγορευθούν όσα κόμματα απαρέσκουν στην κυβερνητική «ελίτ»… για τη χώρα, όπου ο ύψιστος και πανσέβαστος νόμος (όχι μόνο σε ιδιωτική αλλά και σε διεθνή κλίμακα) είναι το «άρπαξε να φας και κλέψε να ‘χεις»…


Και να ήταν μόνο οι μαυροχιουμοριστικοί λόγοι της Αγκυρας που συναντούν τη σιωπηρή συγκατάθεση της «διεθνούς κοινότητας»; Μήπως οι ασύγκριτα μελανότερες πράξεις της κολάσθηκαν ποτέ ή, έστω, αποδοκιμάστηκαν έμπρακτα και αποτελεσματικά;


Οχι μόνο ξεχάστηκε η εισβολή στην Κύπρο πριν 23 χρόνια, όχι μόνο θεωρείται πια ουσιαστικά «τετελεσμένη» η ανακήρυξη του ντενκτασικού ψευτοκράτους πριν άλλα 14, αλλά και η προχτεσινή (6.8) «συμφωνία σύνδεσης» της κατοχικής απόφυσης με την Αγκυρα ­ που ισοδυναμεί με σταδιακή ενσωμάτωσή της με την Τουρκία ­ δεν προκάλεσε παρά μερικά πλατωνικά ψελλίσματα, που θα ριχτούν κι αυτά στον κάλαθο των διεθνών αχρήστων.


Και την ίδια ώρα, οι μεγαλο-ευρω-αμερικανοί πιέζουν την Αθήνα και τη Λευκωσία ν’ αντιμετωπίσουν «ρεαλιστικά» τις ελληνο-κυπρο-τουρκικές σχέσεις και να δεχθούν σαν ισότιμο συνομιλητή τον «ηγέτη» του ανύπαρκτου κράτους, ενώ οι διάφοροι Χολμπρούκοι, Κινκέληδες, Ντίνηδες (ο Ιταλός δα!) και άλλοι ομόλογοι και ομοϊδεάτες τους δέχονται να είναι «η Ευρωπαϊκή Ενωση όμηρος της Τουρκίας» (δική τους η έκφραση) και αβαντάρουν τους ιταμούς σαλτιμπανκισμούς του Ντενκτάς, που τορπιλλίζει κάθε διάλογο και απειλεί ακόμα και με πόλεμο αν η Κύπρος ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ενωση! (25.8).


Αναγνωρίζοντας, μάλιστα, τη συμβολή της Αγκυρας στην ειρήνη της περιοχής, οι ΗΠΑ παρέδωσαν, την ίδια μέρα, στην Τουρκία τρεις φρεγάτες ­ που θα χρησιμοποιηθούν, βέβαια, όχι και ποτέ εναντίον της χώρας μας, αλλά στα… πελάγη του Κουρδιστάν, για την πάταξη των κούρδων «τρομοκρατών»…


Ισως να μην έχουν κι άδικο, ωστόσο. Για τους «μεγάλους», η Τουρκία είναι ένα μεγάλο κράτος, μια μεγάλη αγορά και, άρα, ένας μεγάλος λαός. Ενώ η Ελλάδα και οι Ελληνες…


Τη γλαφυρότερη ­ και αποκαλυπτικότερη ­ κρίση για τη χώρα μας και τους ιθαγενείς της, την διατύπωσε πριν τρία χρόνια, μιλώντας δημόσια στην Ουάσινγκτον, ο «πολύς» Χένρυ Κίσσινγκερ, ο μέγας συνεργός της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Εφα, λοιπόν, ο «μάγος» της αμερικανικής πολιτικής:


«Ο ελληνικός λαός είναι ατίθασος και γι’ αυτό πρέπει να τον πλήξουμε βαθιά στις πολιτιστικές ρίζες του. Τότε, ίσως συνετισθεί. Εννοώ, δηλαδή, να πλήξουμε τη γλώσσα, τη θρησκεία, τα πνευματικά και ιστορικά αποθέματά του, ώστε να εξουδετερώσουμε κάθε δυνατότητά του να αναπτυχθεί, να διακριθεί, να επικρατήσει, για να μη μας παρενοχλεί στα Βαλκάνια, να μη μας παρενοχλεί στην Ανατολική Μεσόγειο, στη Μέση Ανατολή, σε όλη αυτή τη νευραλγική περιοχή μεγάλης στρατηγικής σημασίας για μας, για την πολιτική των ΗΠΑ»4.


Ευθύτερη κρίση και ευστοχότερη μέθοδο πολιτιστικής γενοκτονίας δεν θα επινοούσαν ούτε οι οσμανλήδες λαοκτόνοι. Το μόνο που μπορείς να προσάψεις στον περινούστατο «Χάρρυ», είναι ότι δεν πρωτοτυπεί και τόσο. Απλώς, βελτίωσε και επαύξησε μια παλιότερη συνταγή: Πριν 170 περίπου χρόνια, ο άγγλος υπουργός Εξωτερικών Ρόμπερτ Κάσλρη (Castelreagh, ο Καστελρήγος, όπως τον έλεγαν τότε εδώ), μαρκήσιος του Londonderry και αδερφοποιτός του Μέττερνιχ, ευχόταν «να καταστή η (επαναστατημένη) Ελλάς όσον τον δυνατόν ολιγώτερον επικίνδυνος, ο δε λαός της μικρόψυχος ως τα έθνη του Ινδοστάν»5.


Βέβαια, ο δαιμόνιος μαρκήσιος έπαθε τελικά μανία καταδιώξεως και αυτοκτόνησε (1822) κόβοντας το λαιμό του μ’ ένα σουγιά… Το θέμα είναι πως οι «μανίες» ανθούν πάντα. Οι σουγιάδες σπανίζουν…


1. Βλ. Σπ. Λιναρδάτου, Ο πόλεμος του 1940-41 και η μάχη της Κρήτης, Διάλογος 1976, τομ. Ββ, σελ. 454-7. Και το άρθρο μου «Δολοπλοκίες», «Το Βήμα», 16.9.1979, και σε: Πολιτικά Γ’, Θεμέλιο 1980, σελ. 384-8.- 2. «Το Βήμα», 24.8.97, σελ. 14-5.- 3. «Νέα», 28.7.97.- 4. «Οικονομικός Ταχυδρόμος», 14.8.97. 5. Prokesh-Osten, Ιστορία της επαναστάσεως των Ελλήνων (1867). Μετάφρ. Γ. Αντωνιάδου, 1878-9, σελ. 183.