Παρά τη βαθύτατη θλίψη που προκαλεί η προϊούσα υποβάθμιση της μελέτης και προβολής του αρχαιοελληνικού πολιτισμού στο πολύπαθο εκπαιδευτικό μας σύστημα, με ιδιαίτερη χαρά αλλά και έντονη ανακούφιση έγινε προσφάτως δεκτή η είδηση ότι επανεισάγεται επιτέλους η διδασκαλία του Επιτάφιου Λόγου του Περικλή στο Γενικό Λύκειο ύστερα από διετή αναιτιολόγητη απουσία. Η διόρθωση αυτή, απολύτως αναγκαία και εξόχως ευεργετική, έρχεται να εγκαθιδρύσει εκ νέου στο σχολικό πρόγραμμα ένα εμβληματικό κείμενο της κλασικής γραμματείας μας –την επικήδεια ομιλία που εκφώνησε ο περιώνυμος αθηναίος πολιτικός προς τιμήν των πρώτων πεσόντων του Πελοποννησιακού Πολέμου -, το οποίο μάλιστα είναι αριστοτεχνικά παρεντεθειμένο υπό τη μορφή δημηγορίας μέσα σε ευρύτερο θεμελιώδες κείμενο, αυτό της γνωστής ιστορικής πραγματείας του Θουκυδίδη.
Πολλοί θα αναρωτηθούν για τους λόγους αυτής της έντονα επιδοκιμαστικής θέσης, η οποία μάλιστα αιτία έχει την επαναφορά της διδασκαλίας μιας επιτάφιας ομιλίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Πράγματι, ίσως στους δικούς μας χαλεπούς καιρούς φαντάζει μια τέτοια εξέλιξη παρωχημένη και αλυσιτελής, διότι τείνει πλέον να επικρατήσει η παράδοξη και βεβαίως εσφαλμένη άποψη ότι κείμενα αυτού του είδους, κορυφαία όντως αλλά διερμηνευμένα και διδαγμένα μέχρι κορεσμού, πρόσφορο θα ήταν να αποσύρονται βαθμηδόν από τη σχολική χρήση και να αντικαθίστανται από άλλα, λιγότερο οικεία, ωστόσο περισσότερο ερεθιστικά και αμφιλεγόμενα.
Στην περίπτωση όμως του Επιτάφιου Λόγου του Περικλή κάτι τέτοιο δεν ισχύει ούτε κατ’ ελάχιστον, επειδή είναι τόσο εντυπωσιακή η διακειμενική, η θεματολογική και η νοηματική ευρύτητα των εγκωμιαστικών εξάρσεων του αθηναίου δημοκρατικού ηγέτη ενώπιον των τεθλιμμένων συμπολιτών του στο κοιμητήριο του Κεραμεικού, ώστε κάθε απόπειρα να αμφισβητηθεί η παιδευτική ωφελιμότητα αυτής της μνημειώδους δημηγορίας θα απέβαινε αβάσιμη και διαβλητή.
Αξίζει όντως στο σημείο αυτό να υπογραμμίσουμε εν συντομία κάποιες από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές αρετές αυτού του συγκλονιστικού λόγου, ο οποίος –ενσφηνωμένος σκοπίμως καθώς είναι μέσα στο σώμα της θουκυδίδειας συγγραφής –κατορθώνει να υποτυπώσει με γνήσια τραγικό τρόπο την απαράμιλλη δόξα και την πολιτιστική ακτινοβολία της αθηναϊκής πολιτείας πριν από την επερχόμενη καταστροφή.
Αναμφίλεκτα, η επιτάφια αυτή παρενθήκη, η οποία διασώζει όντως αναντίρρητες αποδείξεις της ρητορικής δεινότητας του Περικλή λαξευμένες μάλιστα από τη διακριτική γλυφίδα του Θουκυδίδη, αποσκοπεί να υπερυψώσει την υπέρ πατρίδος εθελοθυσία και αυταπάρνηση των πεσόντων μαχητών· κυριότερα όμως ο αξονικός πυρήνας αυτής της υποδειγματικής δημηγορίας αποκαλύπτεται προοδευτικά ότι είναι τωόντι ο διθυραμβικός εκθειασμός της αθηναϊκής δημοκρατικής πόλης και των εκπληκτικών πολιτικών, κοινωνικών, στρατιωτικών και πολιτιστικών θεσμών και επιτευγμάτων της. Κατ’ ουσίαν η επιτύμβια περίσταση μετουσιώνεται σταδιακά σε εορτάσιμο ενδόσιμο για τους πενθούντες, οι οποίοι καλούνται επανειλημμένως από τον εγκυρότατο ομιλητή να αναλογιστούν το αληθινό διακύβευμα αυτής της πολυαίμακτης εμφύλιας σύρραξης –δηλαδή την περιφρούρηση και εν τέλει τη διάσωση ενός μοναδικού τρόπου ζωής, που επιτρέπει στους ανθρώπους να υπερακοντίσουν τα θνητά όριά τους και να αναδομήσουν τα υλικά του κόσμου τους με γνώμονα την ελεύθερη βούληση, το υψηλό φρόνημα και την ευτολμία απέναντι στην αδυσώπητη ειμαρμένη.
Αξιοπαρατήρητο είναι ότι ο χαρισματικός ρήτορας δεν αναφέρεται σε χιμαιρικές επιδιώξεις και δεν κρύβεται πίσω από τους καπνούς της φαντασίας του, προκειμένου να επιδαψιλεύσει πληθώρα επαίνων στην πολυφίλητη πόλη του· τουναντίον ενσυνειδήτως αποκλίνει κατά πολύ από την ομιλητική παράδοση της αττικής νεκρολογίας, που μεταξύ άλλων επιτάσσει την αναδιήγηση συγκεκριμένων μυθολογικών άθλων, οι οποίοι αναδεικνύουν τη μεγαλοψυχία και τη γενναιοδωρία των Αθηναίων προς κάθε αδικημένο και κατατρεγμένο συνάνθρωπο, και ταυτόχρονα επιβάλλει την υπόμνηση περιφανών στρατιωτικών θριάμβων του ευκλεούς παρελθόντος, όπως ιδιαζόντως είναι οι αθηναϊκοί ηρωισμοί κατά τη διάρκεια των Περσικών Πολέμων. Προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός ότι ο Περικλής επιτυγχάνει να ανακαινίσει σε σημαντικό βαθμό τα παραδεδομένα, τα σχετικά με τη διάρθρωση εντάφιας αγόρευσης, μέσα από έναν ευφρόσυνο καταιγισμό πανηγυρικών αναφορών στις σύγχρονες εποποιίες και στα πρόσφατα μεγαλουργήματα της αθηναϊκής πόλης-κράτους, καθώς επίσης στη γόνιμη πολυπραγμοσύνη και στην αλύγιστη αγερωχία των συμπολιτών του.
Στα ικανότατα χέρια του μεγαλόφρονος Περικλή, αλλά και σε αυτά του εμβριθούς Θουκυδίδη, η επιτύμβια ομιλία μεταπλάσσεται σε παλίμψηστο, όπου η ηθική υπεροχή των Αθηναίων, στέρεα τεκμηριωμένη από την αίσια έκβαση παρελθοντικών τολμημάτων, κραταιώνεται έτι περαιτέρω μέσω της ανάκλησης και αναμόχλευσης παροντικών γεγονότων και καταστάσεων. Ο σύγχρονος αξιακός κώδικας της αθηναϊκής δημοκρατίας, όπως αυτός εκπροσωπείται επάξια από το λαμπρότερο τέκνο της, τον Περικλή, έρχεται να ενοικοδομηθεί μέσα στην περιοχή αμιγώς αρχαϊκών ηρωικών ιδανικών, τα οποία ακολούθως δρουν υποστηρικτικά στις ευγενείς επιζητήσεις της λαοκυβέρνητης πολιτείας. Ειλικρινής ευχή παραμένει η αναπλαστική δυναμική της περίκλειας αυτής δημηγορίας και συνάμα η εύδηλη αντήχηση πατροπαράδοτων αξιών και θεσπισμάτων να συναντήσουν αφενός υποψιασμένους και ευαίσθητους δασκάλους στις λυκειακές αίθουσες και αφετέρου φυσικά ένα αξιόλογο και εύχρηστο διδακτικό εγχειρίδιο.
Ο κ. Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος είναι καθηγητής της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ