Το δημοσίευμα του Μιχάλη Κατσίγερα «Η απόπειρα κατά του Παπαδόπουλου» στην Καθημερινή της περασμένης Κυριακής, μου θύμισε ένα περιστατικό που αξίζει τον κόπο να το διηγηθώ. Το 1975, στη δίκη των βασανιστών, ήμουν στη σειρά για να περάσω τον έλεγχο και να μπω στο δικαστήριο. Μπροστά μου στεκόταν ένας νεαρός (18-20 χρόνων) και ακριβώς πλάι του μια γηραιά κυρία. Ο νεαρός φώναζε δυνατά: «Δεν θα αλλάξουν τα πράγματα, εγώ ο ίδιος θα κρατώ το μυδραλιοβόλο και θα σκοτώσω τους κομμουνιστές. Και πρώτον θα σκοτώσω τον δολοφόνο Αλέκο Παναγούλη». Τότε η κυρία φώναξε έναν αστυνομικό και του είπε να συλλάβει τον νεαρό διότι απείλησε τον γιο της. Η Αθηνά Παναγούλη γύρισε προς εμένα και μου είπε ότι με θέλει ως μάρτυρα.
Καταλήξαμε όλοι στο αστυνομικό τμήμα, όπου κατέφθασε ο Αλέκος Παναγούλης (ωραίος σαν Ελληνας), ο οποίος έπρεπε και να υποβάλει τη μήνυση. Με τα λίγα νομικά μου του εξήγησα ότι θα έπρεπε να καταγγείλει ότι θεωρεί την απειλή σοβαρή και επιπλέον ότι του ενέπνευσε φόβο. «Μου λες ότι πρέπει να πω ότι φοβήθηκα αυτό το τσογλάνι;». «Ακριβώς» του είπα, «αν θες, να του κάνεις μήνυση για απειλή». Ο ατρόμητος αυτός άνθρωπος, αυτός που έσπασε τα νεύρα των βασανιστών του με το απαράμιλλο θάρρος του, αναγκάστηκε να σημειώσει ότι τα λόγια του νεαρού τού ενέπνευσαν φόβο.
Η υπόθεση αναβλήθηκε μία φορά. Ηδη την πρώτη φορά η δικαστική αίθουσα ήταν γεμάτη φασίστες, φάτσες του υποκόσμου, που προξενούσαν φόβο. Την επόμενη φορά, στην εκδίκαση, ζήτησα από τον αδερφό μου, Κλεάνθη Τσακυράκη, και τον Γιάννη Καλογήρου να με συνοδεύσουν. Ο νεαρός ήταν ιδιαίτερα θρασύς στο δικαστήριο. Αποκαλούσε τον Παναγούλη «δολοφόνο» και «βολευτή». Ο Αλέκος έσκυψε και μου είπε «θα τον πλακώσω στο ξύλο εδώ μέσα». «Προς Θεού, μην τυχόν» του ψιθύρισα. Τελικά ο νεαρός καταδικάστηκε σε κάποιους μήνες φυλάκιση με τριετή αναστολή. Προτού λήξει η αναστολή υπέπεσε σε άλλο αδίκημα και κατέληξε στον Κορυδαλλό, όπου έκανε παρέα με τους απριλιανούς πραξικοπηματίες.
Η μήνυση μου έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσω τον ήρωα της αντίστασης κατά της χούντας. Το δέος μου γι’ αυτόν ήταν συγκρατημένο λόγω των ιδεολογικών, υποτίθεται, διαφορών που μας χώριζαν. Εμείς πιστεύαμε ότι ο αντιδικτατορικός αγώνας ήταν μια υπόθεση μαζών. Αντίθετα, ο Παναγούλης έβλεπε την αντίσταση ως μια «προσωπική» υπόθεση –μια διαπάλη μεταξύ αυτού και της χούντας. Είναι ενδεικτικό ότι μου εκμυστηρεύτηκε πως όταν δραπέτευσε σκόπευε να «καταλάβει» ένα αστυνομικό τμήμα, να αιχμαλωτίσει τον διοικητή και να βγάλει μια φωτογραφία καθισμένος στο γραφείο του πίνοντας τον καφέ του. «Θα τους εξευτέλιζα τελείως αλλά δυστυχώς με συνέλαβαν πριν προλάβω».
Με τα μυαλά που είχα τότε δεν μπορούσα να καταλάβω πόση ψυχική δύναμη χρειάζεται για να δει κανείς τον εαυτό του ως τον προσωπικό αντίπαλο ενός δικτατορικού καθεστώτος. Δεν μπορούσα να καταλάβω πως η αντίσταση κατά της δικτατορίας χρειάζεται και ήρωες που θεωρούν τον αγώνα προσωπική τους υπόθεση. Λίγους μήνες αργότερα, την Πρωτομαγιά του 1976 ο Αλέκος Παναγούλης σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα χωρίς να προλάβω να μιλήσω μαζί του με αλλαγμένα μυαλά.


Ο κ. Σταύρος Τσακυράκης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών