Σχετικά με το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης «Το Βήμα» έλαβε από τον υπουργό Πολιτισμού κ. Ευ. Βενιζέλο


την ακόλουθη επιστολή:


Κύριε Διευθυντά,


Η θέση της Πολιτείας στο ζήτημα του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος Βασιλείου και Ελίζας Γουλανδρή διατυπώθηκε με δήλωσή μου στις 20 Ιουλίου 1997 ­ απάντηση στην ανακοίνωση που το Ιδρυμα καταχώρισε επί πληρωμή σε όλες τις κυριακάτικες εφημερίδες της ίδιας ημέρας. Η θέση αυτή παρουσιάστηκε με ακόμη πιο αναλυτικό τρόπο σε συνέντευξη Τύπου στις 22 Ιουλίου.


Επί έναν περίπου μήνα βλέπω όμως σποραδικά δημοσιεύματα, βασικό χαρακτηριστικό των οποίων είναι η ελλιπής ενημέρωση των συντακτών τους ως προς τα πραγματικά δεδομένα. Σε μια πρώτη φάση φρόντισα να εφοδιάσω τους συντάκτες των σχολίων αυτών, που βρίσκονται έξω από τη ροή της ειδησεογραφίας, με τα κείμενα στα οποία διατυπώνονται οι θέσεις της Πολιτείας και τα βασικά συνοδευτικά έγγραφα. Δυστυχώς σε κάποιες ­ ελάχιστες αλλά υπαρκτές και επώνυμες ­ περιπτώσεις η κίνησή μου αυτή δεν φάνηκε να έχει κανένα αποτέλεσμα και πάντως δεν ανέκοψε τη ροπή προς την απλούστευση, τα λαϊκιστικού χαρακτήρα ρητορικά ερωτήματα και την προχειρολογία. Η καλοπιστία των συντακτών ­ όπου υπάρχει ­ δεν αλλάζει τον χαρακτήρα των δημοσιευμάτων. Αντιθέτως το ίδιο το Ιδρυμα Βασιλείου και Ελίζας Γουλανδρή σιωπά και η σιωπή του αυτή, αν μη τι άλλο, θα έπρεπε να προβληματίσει τους αυτόκλητους υπερασπιστές του Μουσείου. Ενός Μουσείου που το κράτος με πολλούς τρόπους έδειξε ότι θέλει.


Αναγκάζομαι, λοιπόν, να επαναλάβω συνοπτικά τα πραγματικά δεδομένα, γιατί φοβούμαι ότι και στο ζήτημα αυτό εκδηλώνεται ο πνευματικός επαρχιωτισμός που διακρίνει πολλές από τις όψεις του δημόσιου βίου και λόγου μας:


1 Η κυβέρνηση Κ. Μητσοτάκη παραχώρησε το 1992 κατά κυριότητα στο Ιδρυμα Βασ. και Ελίζας Γουλανδρή το γνωστό οικόπεδο της οδού Ρηγίλλης για την ανέγερση του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και διαμόρφωσε διά νόμου ειδικούς όρους δόμησης. Το Μουσείο προβλέπεται να ανήκει στο Ιδρυμα και να διοικείται αποκλειστικά από αυτό χωρίς καμία συμμετοχή του Δημοσίου. Δεν πρόκειται ούτε για δωρεά έργων τέχνης σε ένα κρατικό μουσείο ούτε για συμμετοχή στη δαπάνη ανέγερσης ενός κρατικού μουσείου που θα μπορούσε να φέρει το όνομα του δωρητή. Η πράξη παραχώρησης δεν διασφάλιζε ότι στο Μουσείο θα εκτίθεται η συλλογή έργων τέχνης του Βασ. Γουλανδρή και πολύ περισσότερο δεν διασφάλιζε ότι το Ιδρυμα θα γίνει ιδιοκτήτης των έργων αυτών. Το Ιδρυμα γινόταν ιδιοκτήτης ενός οικοπέδου τεραστίας αξίας και η κυρία Γουλανδρή έδινε την ειλικρινή αλλά προφορική διαβεβαίωσή της ότι η ίδια ως φυσικό πρόσωπο θα κατέβαλε τη δαπάνη ανέγερσης του κτιρίου. Εδινε επίσης την ειλικρινή αλλά προφορική διαβεβαίωσή της ότι το Μουσείο θα στέγαζε έργα της συλλογής και δεν θα έμενε ένα άδειο κέλυφος. Σημειώνεται εδώ ότι το Ιδρυμα ως νομικό πρόσωπο δεν έχει στην κυριότητά του τα έργα της συλλογής και δεν διαθέτει περιουσία επαρκή για την ανέγερση του κτιρίου και τη συντήρηση και λειτουργία του Μουσείου.


2 Το 1992 το Ιδρυμα ζήτησε την παραχώρηση του συγκεκριμένου οικοπέδου της οδού Ρηγίλλης από το υπουργείο των Οικονομικών και αυτή έγινε με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, χωρίς ανάμειξη του ­ αναρμοδίου άλλωστε ­ υπουργείου Πολιτισμού. Στη συνέχεια (από το 1992 έως το 1996) το οικοδομικό έργο δεν προχώρησε γιατί προσέκρουσε


­ στην αντίθεση του Δήμου Αθηναίων


­ στην αντίδραση των περιοίκων που προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας


­ στις επιφυλάξεις των πολεοδομικών υπηρεσιών του ΥΠΕΧΩΔΕ.


Οταν οι επιφυλάξεις ήρθησαν ο υπουργός ΠΕΧΩΔΕ και στη συνέχεια ο υπουργός Πολιτισμού υπεραμύνθηκαν κατ’ επανάληψη στη Βουλή (όπου κατατέθηκε πλήθος επικριτικών ερωτήσεων) του Ιδρύματος Γουλανδρή και της πρόθεσής του να ανεγείρει το Μουσείο στο κεντρικότερο σημείο της πόλης.


3Το υπουργείο Πολιτισμού εμπλέκεται στο ζήτημα αυτό με την έναρξη της σωστικής ανασκαφής που λήγει τον Δεκέμβριο του 1996. Τα ευρήματα ταυτίζονται με το Λύκειο της Αρχαίας Πόλης, προκαλείται το έντονο ενδιαφέρον της διεθνούς κοινής γνώμης, το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο γνωμοδοτεί υπέρ της δυνατότητας συνύπαρξης των ευρημάτων με το Μουσείο και εγώ αποφασίζω τελικά (με τη ρητή και δημόσια συμφωνία της κυρίας Γουλανδρή) ότι η συνύπαρξη είναι αδύνατη. Και λόγω της σημασίας των ευρημάτων και λόγω της ανεπάρκειας του εναπομείναντος οικοπέδου για την ανέγερση του Μουσείου. Είναι κατά συνέπεια προφανές ότι η παραχώρηση του ακινήτου αυτού έπρεπε, ούτως ή άλλως, να ανακληθεί. Εν τούτοις αυτό δεν έγινε αμέσως, ακριβώς γιατί η Πολιτεία ήθελε ταυτοχρόνως να προβεί στην παραχώρηση άλλου κατάλληλου οικοπέδου.


4Προκύπτει έτσι το ζήτημα της ανεύρεσης άλλου οικοπέδου κατάλληλου για την ανέγερση του Μουσείου, πάντοτε στο κέντρο της Αθήνας (μεταξύ των οδών Β. Γεωργίου, Β. Κωνσταντίνου, Β. Σοφίας, Β. Αμαλίας) γιατί το Ιδρυμα δεν δέχεται ούτε καν συζήτηση για ακίνητο σε άλλο σημείο. Το υπουργείο Πολιτισμού αναλαμβάνει να υποστηρίξει την προσπάθεια αυτή σε συνεργασία με όλα τα εμπλεκόμενα υπουργεία, δείχνοντας το ενδιαφέρον της Πολιτείας για την ανέγερση του Μουσείου, παρ’ ότι το Ιδρυμα και η κυρία Ελίζα Γουλανδρή γνωρίζουν πολύ καλά ότι για την πολεοδομική και οικιστική καταλληλότητα αρμόδιο είναι το


ΥΠΕΧΩΔΕ, για δε την παραχώρηση δημοσίων εκτάσεων αρμόδιο είναι το υπουργείο Οικονομικών.


5Γνωρίζοντας τη θέση του Ιδρύματος ότι το «σκάμμα Καραμανλή», δίπλα στο Πολεμικό και Βυζαντινό Μουσείο, δεν έχει επαρκές εμβαδόν, προτείναμε ­ σε συνεργασία με το ΥΠΕΧΩΔΕ ­ στην κυρία Γουλανδρή το «σκάμμα Καραμανλή» και τμήμα του οικοπέδου του Βυζαντινού Μουσείου ύστερα από συνεννόηση με τον μελετητή της επέκτασης του Βυζαντινού Μουσείου.


6 Κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η κυρία Γουλανδρή ισχυρίζεται ότι δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με τον υπουργό Πολιτισμού, ο υπουργός είχε συνεχείς επαφές (τη υποδείξει της κυρίας Γουλανδρή) με τον δικηγόρο του Ιδρύματος καθηγητή και βουλευτή κ. Προκόπη Παυλόπουλο, αλλά και με τον ίδιο τον διάσημο αρχιτέκτονα κ. Πέι στη Νέα Υόρκη. Η Πολιτεία ανέμενε απάντηση στην πρότασή της για το «σκάμμα Καραμανλή» με την προσθήκη τμήματος του οικοπέδου του Βυζαντινού Μουσείου, δηλαδή απάντηση σε συγκεκριμένη πρόταση, άλλη από μόνο το «σκάμμα Καραμανλή». Είχαμε δε υπογραμμίσει στην κυρία Γουλανδρή ότι η έκταση αυτή έχει το μεγάλο προσόν να μη χρειάζεται προηγούμενη ανασκαφική έρευνα, να είναι ουσιαστικά όλη η έκταση που έχει το Δημόσιο στην ιδιοκτησία του στην περιοχή αυτή και να προορίζεται εξαρχής για την ανέγερση πολιτιστικού κτιρίου. Η όψιμη αμφισβήτηση των ευρημάτων του Λυκείου ίσως να υποδηλώνει ότι ορισμένοι κακοί σύμβουλοι της κυρίας Γουλανδρή πίστευαν ότι τελικά θα καθίστατο δυνατή η ανέγερση του κτιρίου στο οικόπεδο της οδού Ρηγίλλης, επί του οποίου το Ιδρυμα έκανε κατά την περίοδο αυτή πράξεις νομής και διακατοχής.


7 Παρ’ ότι, λοιπόν, το Ιδρυμα δεν έδινε ρητή απάντηση στην πρόταση της Πολιτείας και παρ’ ότι το ίδιο δεν υποδείκνυε συγκεκριμένο ακίνητο της αρεσκείας του (όπως έκανε με αίτησή του το 1992), σε συνεννόηση με τον μελετητή της επέκτασης του Βυζαντινού Μουσείου αρχίσαμε να αναζητούμε και άλλες πιθανές λύσεις κατά την εικαζόμενη επιθυμία του Ιδρύματος (βλ. παρακάτω σημείο 13).


8 Ευθύς εξαρχής είχα βέβαια θέσει, με μεγάλη λεπτότητα, στην κυρία Γουλανδρή το ζήτημα των έργων της συλλογής και της μεταβίβασής τους στο Ιδρυμα και άρα στο Μουσείο. Η δήλωση της κυρίας Γουλανδρή ότι βούλησή της είναι τα έργα της συλλογής, στο μέτρο που ανήκουν σε αυτήν ως φυσικού προσώπου, να εκτίθενται στο Μουσείο, είναι μια δήλωση απολύτως ειλικρινής, αλλά προφορική και χωρίς έννομες συνέπειες. Η κυρία Γουλανδρή γνώριζε και γνωρίζει συνεπώς ότι εκκρεμεί το ζήτημα της νομικής θωράκισης της δικής της βούλησης τα έργα όχι μόνο να εκτίθενται στο Μουσείο, αλλά και να περιέλθουν στο Ιδρυμα ως ιδιοκτησία του. Αντί για οποιαδήποτε απάντηση επ’ αυτού η κυρία Ελίζα Γουλανδρή προέβη απλώς στη σύσταση ενός δεύτερου, παράλληλου Ιδρύματος που φέρει μόνο το όνομά της με σκοπούς ταυτόσημους με τους σκοπούς του Ιδρύματος Βασιλείου και Ελίζας Γουλανδρή. Επειδή δε είναι γνωστό ότι γύρω από τα έργα της συλλογής υπάρχει πιθανό πρόβλημα με τις έννομες τάξεις άλλων χωρών, είχε διευκρινιστεί στην κυρία Γουλανδρή ότι η νομική αυτή θωράκιση της βούλησής της, δηλαδή του ίδιου του Ιδρύματος ως νομικού προσώπου, μπορεί να γίνει χωρίς να προκληθούν προβλήματα στο εξωτερικό.


Ουδέποτε το Ιδρυμα ή η ίδια η κυρία Γουλανδρή υπαινίχθηκαν ότι αρκεί η ανέγερση ενός κτιρίου γιατί αυτό έχει αυτοτελή αρχιτεκτονική αξία και προσφέρουν κακές υπηρεσίες στο Ιδρυμα όσοι προβάλλουν την εκδοχή αυτή. Είναι άλλο πράγμα η στέγαση μιας διάσημης συλλογής και άλλο πράγμα η δημιουργία ενός ελεύθερου εκθεσιακού χώρου που θα κυριαρχεί στα εικαστικά πράγματα χωρίς στοιχειώδη προσδιορισμό της κατεύθυνσής του.


9 Απολύτως συναφές είναι και το ζήτημα των ποσών που είναι αναγκαία για την ανέγερση του κτιρίου. Τα ποσά αυτά έχει σαφώς και ειλικρινώς δηλωθεί ότι θα καταβληθούν από την κυρία Γουλανδρή ως φυσικό πρόσωπο, αλλά δεν περιλαμβάνονται ως τώρα στην περιουσία του Ιδρύματος.


10Το ίδιο συμβαίνει και με τα ποσά που είναι αναγκαία για τη συντήρηση και λειτουργία του Μουσείου.


11Ενώ όλα αυτά βρίσκονται σε εξέλιξη η κυρία Ελ. Γουλανδρή απευθύνει κατ’ αρχήν μια απροσδόκητη επιστολή στις 6.6.1997, με ανακριβές και ατυχές περιεχόμενο. Ατυχές γιατί αμφισβητεί οψίμως και κατά τρόπο όχι ευγενή για την αρχαιολογική επιστήμη και την πολιτιστική μας κληρονομιά την αξία των ευρημάτων του Λυκείου. Ανακριβές γιατί ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να επικοινωνήσει με τον υπουργό, την ώρα όπου αυτός βρίσκεται σε συνεχή επαφή με τον δικηγόρο του Ιδρύματος. Ανακριβές γιατί ισχυρίζεται ότι η Πολιτεία πρότεινε το ακατάλληλο «σκάμμα του Καραμανλή», ενώ έχει προταθεί το σκάμμα με την προσθήκη τμήματος του οικοπέδου του Βυζαντινού Μουσείου. Ηταν δε πάντοτε ανοικτή η διαδικασία εντοπισμού και άλλου πιθανώς πιο κατάλληλου ακινήτου στην ίδια περιοχή. Μιλάμε, φυσικά, πάντοτε για ακίνητα αξίας πολλών δισεκατομμυρίων στο πιο κεντρικό και πυκνοδομημένο σημείο της Αθήνας που διαθέτει ελάχιστους ανοικτούς χώρους.


Μετά την επιστολή αυτή ζήτησα αμέσως διευκρινίσεις από τον κ. Πρ. Παυλόπουλο, που έσπευσε να μεσολαβήσει γνωρίζοντας την πραγματικότητα. Μετά λοιπόν από τηλεφωνική μου συνομιλία με την κυρία Γουλανδρή, στην οποία τα πράγματα έλαβαν τις ορθές τους διαστάσεις, επανέλαβα με επιστολή μου (10.7.1997) τη βούληση της Πολιτείας να υποστηριχθεί η κατασκευή του Μουσείου.


Επεσήμανα απλώς ότι το ακίνητο αναζητείται σε συνεργασία με τα αρμόδια υπουργεία, ότι η διαδικασία αυτή μπορεί να ολοκληρωθεί ταχύτατα και ότι κάθε ακίνητο στην καρδιά της Αθήνας συνεπάγεται ανασκαφική έρευνα και πιθανές αντιδικίες με περιοίκους ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Πράγματα αυτονόητα, που δείχνουν την ειλικρινή διάθεση της κυβέρνησης να βρει πρακτικές και άμεσα εφαρμόσιμες λύσεις.


12 Αντί όμως η κυρία Ελίζα Γουλανδρή να υποδείξει ακίνητο της προτίμησής της και να δώσει απάντηση στα εκκρεμή ζητήματα (περιουσία Ιδρύματος, έργα της συλλογής κλπ.), προέβη στην καταχώριση της 20.7.1997 μετακυλίοντας την ευθύνη για την αναθεώρηση των αποφάσεών της στην Πολιτεία. Το έκανε δε αυτό επτά χρόνια μετά την παραχώρηση του ακινήτου της Ρηγίλλης και σε μια περίοδο κατά την οποία γνώριζε ότι η κυβέρνηση κατέβαλλε έντονες προσπάθειες για


να δοθεί λύση σε ένα χρονίζον πρόβλημα.


13Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και μετά τη «θεαματική» αυτή ενέργεια που προσέβαλε αδίκως τη δημοκρατικά νομιμοποιημένη Πολιτεία, τα υπουργεία Πολιτισμού και ΠΕΧΩΔΕ συνέχισαν και συνεχίζουν την προσπάθεια εντοπισμού κατάλληλου ακινήτου. Και μιλάμε πάντα για ακίνητο του Δημοσίου, στο τρίγωνο Β. Κωνσταντίνου, Β. Γεωργίου, Β. Σοφίας, μεγίστης αξίας, με εκκρεμή ακόμη τα ζητήματα που σημειώθηκαν προηγουμένως ως προς την περιουσία του Ιδρύματος.


Με τη βοήθεια του μελετητή της επέκτασης του Βυζαντινού Μουσείου αρχιτέκτονα κ. Περράκη και του Οργανισμού Αθήνας εντοπίσθηκε ως πιθανότητα κατάλληλο με βάση τις αρχιτεκτονικές απαιτήσεις του Ιδρύματος το ακίνητο της Παλαιάς Ριζαρείου Σχολής, το οποίο ανήκει όμως στην ιδιοκτησία της Σχολής και όχι του Δημοσίου. Η Πολιτεία συνεπώς θέλει και προσπαθεί να βρει λύση, που θα μπορούσε να βρεθεί πολύ πιο εύκολα σε άλλο σημείο της Αθήνας. Το ερώτημα είναι: η κυρία Ελίζα Γουλανδρή και το Ιδρυμα θέλουν ή όχι; Μπορούν να μας πουν επιτέλους ποιο συγκεκριμένο ακίνητο του Δημοσίου θέλουν; Αν ενδιαφέρονται, τα πράγματα είναι απλά. Οι ρήτρες για τη διασφάλιση της περιουσίας του Ιδρύματος ως προς το κτίριο, τη συντήρηση του Μουσείου και τα έργα μπορούν να διατυπωθούν πολύ εύκολα και χωρίς καμία παρενέργεια σε ξένη έννομη τάξη.


14Αναρωτιέμαι, όμως: Είναι μήπως υπερβολή να θέτει η Πολιτεία τα ζητήματα αυτά και να επιδιώκει τη διασφάλιση της ειλικρινούς αλλά προφορικής δήλωσης της κυρίας Γουλανδρή, η οποία ως φυσικό πρόσωπο είναι άλλη από το νομικό πρόσωπο του Ιδρύματος που ούτε επαρκή περιουσία έχει ούτε τα έργα κατέχει;


15 Αναρωτιέμαι επίσης: Είναι εκδήλωση καλοπιστίας, αντί να δοθεί απάντηση στις συγκεκριμένες προτάσεις της Πολιτείας, να δημοσιεύονται «θεαματικές» καταγγελίες βασισμένες σε ανακριβή στοιχεία;


16Αναρωτιέμαι, τέλος: Πώς θα αντιδράσουν ορισμένοι αν στο σημείο εκείνο, για το οποίο συζητείται τώρα η ανέγερση του Μουσείου, αποφασιζόταν η κατασκευή άλλου δημόσιου κτιρίου, για παράδειγμα του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης; Μήπως οι πολεοδομικές και οικολογικές ευαισθησίες τους θα ήταν διαφορετικές;


Ας σταματήσουν λοιπόν οι ηθελημένα αφελείς απλουστεύσεις και ερωτήσεις του τύπου «θέλει ή δεν θέλει η Πολιτεία το Μουσείο;». Ας σταματήσουν τα πρόχειρα και επιπόλαια σενάρια περί της αυταξίας του κτιρίου. Ας περάσουν στον χώρο της πολιτικής ανεκδοτολογίας οι θεωρητικές αναλύσεις που θέλουν την ανέγερση του Μουσείου από το


Ιδρυμα Γουλανδρή ως προνομιακό πεδίο της σύγχρονης κεντροαριστεράς(!). Είμαι βέβαιος ότι δεν έχει αυτό στον νου της η κυρία Ελίζα Γουλανδρή.


Η Πολιτεία θέλει. Αυτό που θέλει όμως προϋποθέτει τη διασφάλιση της νομιμότητας, της διαφάνειας, του κύρους της Πολιτείας, των συμφερόντων του Δημοσίου και της περιουσίας του Ιδρύματος Βασιλείου και Ελίζας Γουλανδρή ως τέτοιου.


Υπουργός Πολιτισμού