Τρεις ήταν οι αξιοσημείωτες ιστορικές καμπές των γερμανικών εκλογών της προηγούμενης Κυριακής: η πρωτοφανής καθίζηση των Χριστιανοδημοκρατών (CDU, 32,9%) –όπως και των Χριστιανοκοινωνιστών της Βαυαρίας (CSU, 38,8%) -, η ριζική πτώση των Σοσιαλδημοκρατών (SPD, 20,5%) και η είσοδος του ακροδεξιού κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD, 12,6%) στο Κοινοβούλιο.
Tην «παράσταση έκλεψε» η εκλογική απήχηση της Ακροδεξιάς. Οχι γιατί ήταν απρόβλεπτη. Οι δημοσκοπήσεις υπολόγισαν σωστά αυτή τη φορά. Αλλά γιατί η Ακροδεξιά επανεμφανίστηκε δυναμικά με εθνολαϊκιστικά, αντιευρωπαϊκά και ρατσιστικά συνθήματα σε μια χώρα όπου ο ναζισμός έχει αφήσει βεβαρημένο παρελθόν, ενώ σήμερα επιπλέον διαθέτει την πιο ανθηρή εθνική οικονομία στην ΕΕ και πρότυπη δημοκρατία. Επομένως, ούτε η μνήμη του παρελθόντος διευκολύνει ούτε η τωρινή οικονομική κατάσταση εξηγεί την άνοδο του ακροδεξιού λαϊκισμού, που σε άλλες χώρες αποδόθηκε σε οικονομικά προβλήματα.
Η Εναλλακτική για τη Γερμανία, που θα εκπροσωπείται με 94 βουλευτές σε σύνολο 709 στο γερμανικό Κοινοβούλιο, μοιράζεται τη γεμάτη προκαταλήψεις πολιτική γλώσσα αντιελίτ «κινημάτων». Απευθύνεται στο θυμικό δίνοντας απλοϊκές απαντήσεις σε σύνθετα ζητήματα μαζί με ισχυρές δόσεις αυτολύπησης. Αλλωστε, 2/3 των ψηφοφόρων της προέρχονται από υπερσυντηρητικούς δυσαρεστημένους με την κεντρώα πολιτική της Ανγκελα Μέρκελ και από «χαμένους» της παγκοσμιοποίησης και της εθνικής ευημερίας, κυρίως στα κρατίδια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας.
Περιλαμβάνει, ωστόσο, ξεκάθαρα οπαδούς του ναζισμού. Αυτοί απαιτούν αναθεώρηση της Ιστορίας, διαλαλούν ότι πρόσφυγες και μετανάστες αλλοιώνουν τη γερμανική ταυτότητα, και καλλιεργούν τον φόβο του «μικρού καθημερινού ανθρώπου» απέναντι στις απαιτήσεις του παγκόσμιου καπιταλισμού. Δεν είναι η φτώχεια ή η ανημποριά ως πραγματική κατάσταση, αλλά η φθονερή συμπλεγματική σύγκριση του εαυτού με εκείνο που θεωρεί ότι του αξίζει και δεν του αποδίδεται από τους παρ’ αξίαν τυχερούς άλλους. Με προκλητικά συνθήματα και προβάλλοντας πρόσωπα με προκλητική πολιτική ή προσωπική ζωή στα ΜΜΕ και κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η Εναλλακτική για τη Γερμανία κατάφερε να κυριαρχήσει στον προεκλογικό αγώνα.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θεωρούνται προνομιακός χώρος των λαϊκιστών. Είναι όμως το μέσο, όχι το μήνυμα. Υπάρχουν πολιτικές ευθύνες; Ηδη στη Γερμανία επικρατεί αναβρασμός μέσα και ανάμεσα στα κόμματα για το «τις πταίει». Αμφισβητούνται πολιτικοί, εφημερίδες, οικονομικοί παράγοντες που ανέχθηκαν τις κορόνες της Ακροδεξιάς ως μέρος της δημοκρατικής κουλτούρας. Χαρακτηριστική η πρόσφατη αιχμηρή κριτική του προέδρου της Δημοκρατίας Φρανκ-Βάλτερ Στάινμαγερ προς τα παραδοσιακά ΜΜΕ που, χάριν τηλεθέασης, παρουσίαζαν συνεχώς επιθετικά στελέχη της Εναλλακτικής για τη Γερμανία.
Η Ανγκελα Μέρκελ επικρίνεται ότι εστίασε την πολεμική της εναντίον των Σοσιαλδημοκρατών -οικειοποιούμενη και το θέμα «Ευρώπη» από τον Μάρτιν Σουλτς –με αποτέλεσμα να αλληλοσπαραχθούν τα δύο μεγάλα κόμματα. Σοβαρότερη είναι η κριτική για παλαιότερες θέσεις στο Προσφυγικό, όπως η γνωστή αποστροφή: «Η Γερμανία δεν είναι (κλασική) χώρα προσφύγων». Αρνητικά θεωρείται πια ότι συνέβαλε και η υστερία ενός μέρους της πολιτικής ηγεσίας και του Τύπου στην ελληνική κρίση χρέους, που στάθηκε αφορμή για την ίδρυση της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (2013). Στο μεσοδιάστημα, τα θέματα αυτά δεν μπόρεσαν να απαλειφθούν από τη δημόσια συζήτηση, με αποτέλεσμα να «δωρηθούν» στην αυθεντικότερη «διαμαρτυρία» της Ακροδεξιάς.
Σημείο τριβής αποτελεί ο βαθμός ενσωμάτωσης των κρατιδίων της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Πολλοί Γερμανοί σε αυτές τις περιοχές, όπου το AfD συγκέντρωσε κατά τόπους ποσοστό διπλάσιο από τον εθνικό μέσο όρο, αισθάνονται πολίτες δεύτερης κατηγορίας που έχουν μεν ίσα νομικά δικαιώματα, αλλά δεν τυγχάνουν σεβασμού από τους συμπολίτες τους με προέλευση από τη Δυτική Γερμανία.
Η διόρθωση αυτών των λαθών, η προώθηση κοινωνικών μεταρρυθμίσεων και η προβολή στενότερης ευρωπαϊκής συνεργασίας ως διμέτωπης θωράκισης απέναντι στην Ακροδεξιά θα αποτελέσουν κεντρικές προτεραιότητες της κυοφορούμενης δημοκρατικής κυβέρνησης συνασπισμού μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών / Χριστιανοκοινωνιστών, Ελεύθερων Δημοκρατών και Πρασίνων. Ολοι οι εταίροι θα χρειαστεί να ρίξουν αρκετό νερό στο κρασί τους για να συγκυβερνήσουν, αλλά άλλη εναλλακτική δεν φαίνεται όντως να υπάρχει.
Δημοκρατικές δυνάμεις θα αποτελέσουν ανάχωμα και στην αντιπολίτευση. Κατά γενικό σιωπηρό αίτημα, οι Σοσιαλδημοκράτες θα διατηρήσουν τον πρώτο αντιπολιτευτικό ρόλο, αφενός για να στερήσουν τον ρόλο αυτόν από την Εναλλακτική για τη Γερμανία, αφετέρου για να αναδιοργανωθούν σε επίπεδο στελεχών, θέσεων, προγράμματος μετά το αγεφύρωτο ακόμη ρήγμα που προκάλεσαν η φιλελεύθερη Ατζέντα 2010 του Γκέρχαρντ Σρέντερ και η απόσπαση της αριστερής πτέρυγας με τον «κόκκινο» Οσκαρ Λαφοντέν.
Γερμανική κυβέρνηση και κεντροαριστερή αντιπολίτευση θα επανεφεύρουν τον εαυτό τους τονίζοντας τις μεταξύ τους διαφορές και περιχαρακώνοντας τις δημοκρατικές δυνάμεις από την Ακρα Δεξιά. Στόχος, να κερδίσουν τις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις στη Γερμανία και στην ΕΕ. Εκτιμούν ότι θα δαμάσουν τις εθνολαϊκιστικές δυνάμεις με τη δύναμη του κοινοβουλευτισμού. Το Βερολίνο σκοπεύει, επίσης, να βοηθήσει τον Εμανουέλ Μακρόν να επιτύχει στη Γαλλία για να αποσοβηθεί ο κίνδυνος Λεπέν στις επόμενες εκλογές. Μένει να δούμε αν θα συνεχιστεί το σκληρό Brexit, μια και η έξοδος της Βρετανίας πλήττει το κύρος της Ευρώπης ενισχύοντας εθνικιστές και ακροδεξιούς.
Το 2019, χρονιά των ευρωεκλογών, συμπληρώνονται 30 χρόνια από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Τόσο η Γερμανία όσο και Ευρώπη καλούνται να αναδείξουν δημοκρατικά, ειρηνικά και ενωσιακά διαπιστευτήρια για να δικαιώσουν τις πολιτικές τους από τότε ως σήμερα.
Αλλά η δημοκρατία δεν είναι αυτοματοποιημένη διαδικασία. Η γενικευμένη κρίση αντιπροσώπευσης στην Ευρώπη επιβεβαιώνει διαρκώς ότι, για να διασφαλιστεί η δημοκρατία, εκκρεμεί, επίσης, ένας σοβαρός σχεδιασμός για τον ρόλο και τον ζωογόνο ανταγωνισμό των κομμάτων –τέκνων της βιομηχανικής εποχής –στην εντελώς νέα ψηφιακή εποχή στην οποία ζούμε. Ο εκλογικός αγώνας και το εκλογικό αποτέλεσμα στη Γερμανία επιβεβαιώνουν αυτή την ανάγκη.
Η κυρία Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας και Διεθνούς Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και διευθύντρια του Ινστιτούτου Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής. Παρακολούθησε τις γερμανικές εκλογές ως εκπρόσωπος της Ελλάδας σε διεθνή 20μελή ομάδα παρατηρητών των εκλογών από 17 χώρες.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ