Όσο βαθαίνει η κρίση τόσο τα ερωτήματα πληθαίνουν, ιδιαίτερα στους παλαιότερους που βίωσαν ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο μέχρι σήμερα. Πώς, δηλαδή, οι τεράστιες καταστροφές του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου οδήγησαν την Ευρώπη στην ανάπτυξη και στην ευημερία και γιατί όλα αυτά μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, δηλαδή μετά τη νίκη της Δύσης που λογικά έπρεπε να οδηγήσει σε μεγαλύτερη ευημερία, μεταβάλλονται βαθμιαία σε στασιμότητα και κρίση.

Όσοι αναφέρονται στις «χρυσές δεκαετίες» της Ευρώπης από το 1945 έως το 1973 αποφεύγουν να αναφέρουν το τίμημά τους: Πάνω από 50 εκατομμύρια νεκροί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ολική καταστροφή των μέσων παραγωγής και των υποδομών. Όμως, η καταστροφή όλων αυτών είχε “δημιουργικό” χαρακτήρα αφού όλα έπρεπε να ξαναχτιστούν από την αρχή. Αυτή είναι η ονομαζόμενη «δημιουργική καταστροφή» των Μαρξ, Σουμπέτερ, κ.α..

Την προσπάθεια ανοικοδόμησης της Ευρώπης ενίσχυσαν και οι ΗΠΑ αφού ήδη το «αντίπαλο δέος», η ΕΣΣΔ, επεξέτεινε με το τέλος του πολέμου την επιρροή της στην Ανατολική Ευρώπη και η Δυτική Ευρώπη έπρεπε να λειτουργήσει ως ανάχωμα του κομμουνισμού και ως βιτρίνα του καπιταλισμού. Γιατί όμως η «δημιουργική καταστροφή» της Ευρώπης εκτόξευσε τις ΗΠΑ στην πλανητική ηγεμονία; Διότι η συγκυρία του πολέμου τις έδωσε τη δυνατότητα να δημιουργήσουν τη μεγαλύτερη πολεμική βιομηχανία, ενώ η πλήρης καταστροφή των μέσων παραγωγής και των υποδομών της Ευρώπης αναζωογόνησε την αμερικανική βιομηχανία. Και όλα αυτά ενώ οι ΗΠΑ δεν υπέστησαν καταστροφές λόγω της γεωγραφικής θέσης τους.

Παράλληλα, όμως, η οικονομική καταστροφή των ευρωπαϊκών κρατών από τα βάρη του πολέμου επέφερε τη διάλυση των αποικιοκρατικών αυτοκρατοριών τους με αποτέλεσμα την επικράτηση του αμερικανικού κεφαλαίου στις αγορές που ήλεγχε προπολεμικά η Ευρώπη. Η απώλεια των αποικιών και των αγορών τους, όπου οι Ευρωπαίοι είχαν το αποκλειστικό δικαίωμα πρόσβασης, και η υπερχρέωση της Ευρώπης έναντι των ΗΠΑ στη διάρκεια του πολέμου, άλλαξε τους παγκόσμιους συσχετισμούς υπέρ των ΗΠΑ. Εκεί βρίσκονται τα αίτια της αδυναμίας της Ευρώπης να ανακάμψει μετά τις «χρυσές δεκαετίες», και ιδιαίτερα μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ.

Έγραφε ο Παναγιώτης Κονδύλης από το 1993: «Όσο και αν φαίνεται παράξενο, το τέλος του Ψυχρού Πολέμου συνεπέφερε και το τέλος μιας Ευρώπης συνασπισμένης από τους φόβους του Ψυχρού Πολέμου και οικονομικά εύρωστης χάρη στην αμερικανική πολιτικοστρατιωτική στήριξη.

Οι ευρωπαϊκές Δυνάμεις καλούνται να πληρώσουν τώρα οι ίδιες τα έξοδα για τις περιφερειακές και παγκόσμιες υποχρεώσεις ή επιθυμίες τους, και αρχίζει μια περίοδος, όπου καθένας μετρά ως την τελευταία πεντάρα τα (πολιτικά και οικονομικά) έσοδα και έξοδα, προετοιμαζόμενος για τους διαπραγματευτικούς νέους και οξείς ανταγωνισμούς». Άργησε επομένως πάρα πολύ η Άγκελα Μέρκελ να καταλάβει, με αφορμή τις δηλώσεις του Ντόναλντ Τραμπ στις συνόδους κορυφής του ΝΑΤΟ και της G7 τον περασμένο Μάιο, ότι «οι Ευρωπαίοι πρέπει να πάρουν στα δικά τους χέρια τις τύχες τους» και όσο δεν το πράττουν αυτό, ώστε να χειραφετηθεί η Ευρώπη από τις ΗΠΑ, θα συνεχίζεται η υποβάθμισή της στη διαμόρφωση των παγκόσμιων εξελίξεων.

Η σημαντικότερη όμως συνέπεια της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ και του σοβιετικού μπλοκ είναι ότι η συσσώρευση του κεφαλαίου μπόρεσε να επαναληφθεί σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως “τη χρυσή εποχή” του 19ου αιώνα. Νέα εδάφη, νέες χώρες προσφέρονταν τώρα για εκμετάλλευση. Με άλλα λόγια η διάλυση της ΕΣΣΔ δημιούργησε ξαφνικά ένα τεράστιο γεωοικονομικό κενό που έσπευσε το παγκόσμιο κεφάλαιο να το καλύψει και να αξιοποιήσει τις ιδιαιτερότητές του (φθηνές πρώτες ύλες και φθηνή εργασία), εγκαταλείποντας τις ευημερούσες δυτικές κοινωνίες. Εκεί ας αναζητηθεί η αποβιομηχάνιση των μεσοδυτικών πολιτειών των ΗΠΑ που ψήφισαν τον Τραμπ, εκεί οφείλεται η ανεργία στην Ευρώπη και η ακροδεξιά στροφή. Γιαυτό τα δυτικά συμφέροντα που έχουν εισχωρήσει στο χώρο της πρώην σοβιετικής κυριαρχίας και επιρροής μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, πολεμούν με κάθε τρόπο την ενδυνάμωση της Ρωσίας και την επάνοδό της στα όρια της σοβιετικής επιρροής, παρά τη στροφή της Μόσχας στον άγριο καπιταλισμό,.

Πώς μπορεί να επανέλθει η Ευρώπη στον πρωταγωνιστικό της ρόλο στις παγκόσμιες εξελίξεις. Μοναδική διέξοδος στις συνθήκες παγκοσμιοποίησης που υπερβαίνουν το έθνος κράτος, αποτελεί η πολιτική ενοποίησή της ώστε να αντιμετωπίσει με επιτυχία τον παγκόσμιο ανταγωνισμό, διαφορετικά θα παραμένει δέσμια των οικονομικών εθνικισμών και ανίκανη να αντιδράσει στην απαξίωσή της στο παγκόσμιο γίγνεσθαι.

Ο Paul Krugman εξετάζοντας την Ευρωζώνη αθροιστικά εν μέσω της κρίσης, το 2012, διαπίστωνε ότι «τόσο το ιδιωτικό όσο και το δημόσιο χρέος της είναι ελαφρώς χαμηλότερα από των ΗΠΑ, πράγμα που σημαίνει, όπως γράφει, ότι θα έπρεπε να υπάρχουν μεγαλύτερα περιθώρια ελιγμών». Συνεχίζοντας τις διαπιστώσεις σημείωνε ότι «η Ευρώπη ως σύνολο έχει χονδρικά ισοσκελισμένο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, γεγονός που σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να προσελκύσει κεφάλαια από αλλού. Η Ευρώπη όμως, συνέχιζε, δεν είναι άθροισμα είναι ένα σύνολο κρατών που έχουν τους δικούς τους προϋπολογισμούς και τις δικές τους αγορές εργασίας. Κι έτσι δημιουργείται η κρίση». Μάλιστα, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν- Κλοντ Γιούνκερ στη Σύνοδο Κορυφής του περασμένου Ιουνίου, επέκτεινε τη σύγκριση και στον στρατιωτικό τομέα. «Οι ΗΠΑ, είχε πει, ξοδεύουν το διπλάσιο ποσό για αμυντικές δαπάνες από την Ε.Ε. αλλά είναι 15 φορές πιο αποτελεσματικές. Στην Ε.Ε. υπάρχουν σήμερα 178 τύποι όπλων ενώ στις ΗΠΑ 30, στην Ε.Ε. υπάρχουν 30 τύποι τεθωρακισμένων ενώ στις ΗΠΑ μόνον ένας».

Ποιο είναι το πρόβλημα; Σύμφωνα με το γερμανικό οικονομικό ινστιτούτο ifo, το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας κατά το τρέχον έτος εκτιμάται ότι θα ανέλθει στα 285 δις δολάρια, έναντι πλεονάσματος 190 δις της Κίνας και 170 δις της Ιαπωνίας! Αν συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι με τις συνεχείς διευρύνσεις κατόρθωσε η Γερμανία να εντάξει στην ΕΕ ακόμη και στην Ευρωζώνη τους δορυφόρους της, τής Βαλτικής και του Βίζεγκραντ, πιστεύει κανείς ότι το Βερολίνο προτίθεται να απεμπολήσει ή να μειώσει προς όφελος της ενωμένης Ευρώπης την οικονομική της υπεροχή και την ευρωπαϊκή της ηγεμονία;