Ο λόγος που με κάνει να επανέλθω στο θέμα του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, που το Ιδρυμα Ε. και Β. Γουλανδρή φιλοδοξεί να δημιουργήσει, δεν είναι μόνο η εγγενής σοβαρότητα της προσπάθειας· είναι επίσης και διότι παρόμοιες προσπάθειες ενισχύουν σημαντικά τον χώρο της κοινωνίας των πολιτών ­ χώρο αποτελούμενο από οργανώσεις που δεν λειτουργούν ούτε με βάση το κέρδος ούτε με βάση τη γραφειοκρατική, κομματικοκρατική λογική. Στον πολιτισμικό τομέα τα λίγα βήματα που έχουν γίνει προς αυτή την κατεύθυνση (π.χ. το Κυκλαδικό Μουσείο, το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στην Ανδρο, το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας στην Κηφισιά κλπ.) αποτελούν νησίδες ορθολογικότητας και αποτελεσματικής λειτουργίας μέσα στο πέλαγος του γραφειοκρατικού αλαλούμ και της κρατικής ασυδοσίας ­ ένα χτυπητό παράδειγμα της οποίας είχαμε πρόσφατα με το στήσιμο της μουσολινικής έμπνευσης Αψίδας στο Καλλιμάρμαρο. Είναι ακριβώς αυτός ο μη κερδοσκοπικός και μη κρατικός «τρίτος χώρος» που πρέπει να ενισχύσουν όσοι πολίτες και πολιτικοί ενδιαφέρονται όχι μόνο για την πολιτισμική αλλά και για την πολιτική και κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη αυτού του τόπου. Τέλος, η Κεντροαριστερά έχει κάτι νέο να προτείνει σήμερα, είμαι σίγουρος πως είναι μέσα στον χώρο της κοινωνίας πολιτών που θα το βρει.


Με βάση τα παραπάνω έχω να κάνω τέσσερις σύντομες παρατηρήσεις σε μια κριτική ενός προηγούμενου άρθρου μου («Σενάρια για ένα Μουσείο», «Το Βήμα», 3.7.97), κριτική που δημοσιεύτηκε υπό μορφή ανώνυμης επιστολής / άρθρου («Μουσείο ή κέλυφος κενό;», «Το Βήμα», 10.7.97).


Πρώτον, η βασική μου επιχειρηματολογία ήταν πως ακόμη και στην απίθανη περίπτωση όπου η κυρία Ε. Γουλανδρή δεν δωρίσει ούτε έναν πίνακα από τη συλλογή της στο ίδρυμα που θα ελέγχει το «μελλοντικό» μουσείο, και σε αυτή την ακραία περίπτωση το κράτος δεν θα έχανε τίποτε: θα έδινε ένα οικόπεδο και σαν αντάλλαγμα θα είχε η Αθήνα ένα θαυμάσιο εκθεσιακό χώρο κατασκευασμένο από τον Ι. Μ. Πέι· εκθεσιακό χώρο τα έξοδα του οποίου θα τα αναλάμβανε το Ιδρυμα Ε. και Β. Γουλανδρή.


Το βασικό αυτό επιχείρημά μου απορρίπτεται από τον ανώνυμο επιστολογράφο με το ότι σε αυτή την περίπτωση τίποτε δεν θα εμποδίζει το Ιδρυμα Γουλανδρή να κάνει ό,τι εκθέσεις θέλει ­ για παράδειγμα «να εκθέτει κάποια ευεργέτις τις τουαλέτες που έραψαν περίφημοι παριζιάνικοι οίκοι». Βρίσκω αυτό το επιχείρημα μη σοβαρό. Είναι τόσο παράλογο όσο και το αντίθετο υποθετικό επιχείρημα πως δεν πρέπει να εμπιστεύεται κανείς το κράτος ως διοργανωτή καλλιτεχνικών εκθέσεων γιατί υπάρχει η πιθανότητα ο αρμόδιος υπουργός να εκθέτει μόνο τα δικά του καλλιτεχνήματα ή αυτά των κομματικών φίλων του. Τελικά αυτό που καθιστά και τις δύο παραπάνω περιπτώσεις απίθανες αν όχι γελοίες είναι οι άτυποι κοινωνικοί έλεγχοι που λειτουργούν πολύ πιο αποτελεσματικά από τις τυχόν νομικές / γραφειοκρατικές ρήτρες που θα μπορούσε να σκεφτεί ένας υπερβολικά καχύποπτος ή σχολαστικός νομικός.


Δεύτερον, δεν γνωρίζω προσωπικά τη δωρήτρια και γι’ αυτό δεν ξέρω τους λόγους που την κάνουν να μη θέλει την αναδιαπραγμάτευση της επί κυβέρνησης Μητσοτάκη συμφωνίας. Αν ήθελε όμως η κυρία Γουλανδρή απλώς να αφήσει τη συλλογή της «στα ανίψια της» ή σε άλλους φυσικούς κληρονόμους, θα μπορούσε σίγουρα να βρει πιο απλούς και λιγότερο δαπανηρούς τρόπους. Με άλλα λόγια, αν η πρόθεση της δωρήτριας ήταν τόσο «εργαλειακή» όσο νομίζει ο εξαιρετικά καχύποπτος ανώνυμος επιστολογράφος, δεν βλέπω γιατί η κυρία Ελίζα Γουλανδρή θα επέμενε στη χρονοβόρα, ψυχοφθόρα και εξαιρετικά δαπανηρή διαδικασία κατασκευής ενός κτιρίου που τελικά, αν πράγματι καταλήξει στο να είναι «κενό κέλυφος», όχι μόνο «δόξα» δεν θα της έδινε αλλά το αντίθετο. Αν λάβουμε σοβαρά υπόψη μας το θαυμάσιο έργο που η κυρία Γουλανδρή έκανε στην Ανδρο, είναι λογικό να είμαστε λιγότερο καχύποπτοι και να αποκλείσουμε τα ποταπά, ευτελή κίνητρα που ο επιστολογράφος της αποδίδει.


Τρίτον, ο επιστολογράφος βρίσκει απαράδεκτη την πρότασή μου πως στην περίπτωση όπου οι σχέσεις υπουργού και δωρήτριας «κάνουν δύσκολη την προσέγγιση, τότε νομίζω απαιτείται πρωθυπουργική παρέμβαση». Κατ’ αυτόν μια τέτοιου είδους παρέμβαση θα ήταν άκρως αυθαίρετη και αυταρχική. Κατά τη γνώμη μου μια παρέμβαση του Πρωθυπουργού, άμεση ή έμμεση, σε ένα τόσο σοβαρό θέμα όσο η συλλογή Γουλανδρή, δεν θα ήταν ούτε αυθαίρετη ούτε αυταρχική αλλά απόλυτα δημοκρατική: είναι μέσα στα καθήκοντα του Πρωθυπουργού να παρεμβαίνει όταν νομίζει πως η πολιτική που ακολουθεί ένας υπουργός του οδηγεί σε αδιέξοδο ή πάει ενάντια στο γενικό συμφέρον.


Τέταρτον, στο άρθρο μου αναπτύσσω το επιχείρημα πως ο γραφειοκρατικός, νομικίστικος τρόπος με τον οποίο η τωρινή κυβέρνηση αντιμετωπίζει το όλο θέμα μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα «η περίφημη συλλογή Γουλανδρή να καταλήξει στη Γαλλία ή Ελβετία και να μείνουμε εμείς με ένα άδειο οικόπεδο και με άθικτο το κύρος της πολιτείας». Κατά τον ανώνυμο επιστολογράφο αυτό το ενδεχόμενο αποτελεί έμμεση απειλή «που διοχέτευσαν επιτήδειοι καλοθελητές στον κ. Μουζέλη». Αναρωτιέμαι πώς είναι σίγουρος ο επιστολογράφος πως το επιχείρημα αυτό δεν το σκέφτηκα ο ίδιος αλλά πως μου το «διοχέτευσαν επιτήδειοι καλοθελητές». Το ότι μεγάλες και γνωστές συλλογές, όπως π.χ. αυτή του Φον Τίσεν, γίνονται αντικείμενο ανταγωνισμού μεταξύ κυβερνήσεων· και πως αυτό μπορεί να συμβεί και με την αμύθητης αξίας συλλογή της κυρίας Γουλανδρή ­ αυτό θα μπορούσα κάλλιστα να το είχα σκεφτεί μόνος μου, χωρίς τη βοήθεια επιτήδειων καλοθελητών; Γιατί το μυαλό του ανώνυμου επιστολογράφου πήγε αμέσως προς τη συνωμοτική κατεύθυνση;


Τέλος, εφόσον μερικές κατηγορίες, όπως η τελευταία, έχουν έναν προσωπικό χαρακτήρα, δεν θα ήταν πιο έντιμο να μας έλεγε ο «φιλότεχνος και γηραιός πολίτης» το όνομά του;


Ο κ. Ν. Μουζέλης είναι καθηγητής της London School of Economics.